8.6 C
Athens
Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ λύση του αποτακτικού ζητήματος από την Οικουμενική Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη: Το...

Η λύση του αποτακτικού ζητήματος από την Οικουμενική Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη: Το τέλος ενός ακανθώδους προβλήματος


Του Παντελή Κοτζάμπαση,

Μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, κανένα κόμμα δεν κατάφερε να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ οι δύο μεγάλες παρατάξεις αποδείχτηκαν σχεδόν ισοδύναμες. Οι πολιτικοί αρχηγοί μόλις αντιλήφθηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών, άρχισαν τις απαραίτητες συνεννοήσεις, ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση. Όμως, υπήρχαν δύο μεγάλα εμπόδια που είχαν να αντιμετωπίσουν οι πολιτικοί αρχηγοί, από τη μία την άρνηση των αντιβενιζελικών να αναγνωρίσουν το πολίτευμα της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και, από την άλλη, την αντίδραση των βενιζελικών αξιωματικών στην επιστροφή των μοναρχικών απότακτων αξιωματικών. Παράλληλα, το 1926, η στρατιωτική ηγεσία βρισκόταν στα χέρια των δημοκρατικών ή βενιζελικών αξιωματικών, με αποτέλεσμα οι αντιβενιζελικοί πολιτικοί να πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος για να εδραιώσουν τη θέση τους, ήταν η κατάργηση του μονοπωλίου αυτού της εξουσίας. Έτσι, το Λαϊκό Κόμμα, που απέβλεπε σε μια εξισορρόπηση των πολιτικών δυνάμεων μέσα στο στράτευμα, έθεσε ως βασικό όρο για την πολιτική σύμπραξη με την Ένωση Φιλελευθέρων την επίλυση του αποτακτικού ζητήματος, μέσω της επαναφοράς των αντιβενιζελικών απότακτων.

Το αποτακτικό ζήτημα ταλάνιζε τη χώρα ήδη από την περίοδο 1917-1918, όταν οι βενιζελικοί ανέβηκαν στην εξουσία και πραγματοποίησαν διώξεις κατά των αντιβενιζελικών. Ο στρατός δεν γλίτωσε από τις διώξεις των βενιζελικών, καθώς αποστρατεύθηκαν μαζικά αντιβενιζελικοί αξιωματικοί. Οι αξιωματικοί αυτοί επανήλθαν στο στράτευμα μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 και κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τους αντιβενιζελικούς (1920-1922). Όμως, μετά την Επανάσταση του 1922, πολλοί αντιβενιζελικοί-μοναρχικοί αξιωματικοί συμμετείχαν στην Αντεπανάσταση του 1923 των Π. Γαργαλίδη, Γ. Λεοναρδόπουλο και Γ. Ζήρα, ανάγκασε την κυβέρνηση Στ. Γονατά να προχωρήσει εκ νέου σε μαζικές αποτάξεις και αυτεπάγγελτες αποστρατείες. Έτσι, περίπου 3.000 αντιβενιζελικοί αξιωματικοί είχαν αποστρατευθεί, λαμβάνοντας ή όχι σύνταξη.

Οι συζητήσεις των πολιτικών αρχηγών κατέληξαν στον σχηματισμό Οικουμενικής Κυβέρνησης με Πρόεδρο της Κυβερνήσεως τον εξωκοινοβουλευτικό και έμπειρο πολιτικό, Α. Ζαΐμη. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1926. Στην κυβέρνηση αυτή οι βενιζελικοί έλαβαν έξι υπουργεία και ένα υφυπουργείο, ενώ οι αντιβενιζελικοί έλαβαν πέντε υπουργεία. Η σύνθεση της κυβέρνησης ήταν η εξής: Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Α. Ζαΐμης, Υπουργός Εξωτερικών Α. Μιχαλακόπουλος, Οικονομικών Γ. Καφαντάρης, Γεωργίας Α. Παπαναστασίου, Εσωτερικών Π. Τσαλδάρης, Συγκοινωνίας Ι. Μεταξάς, Δικαιοσύνης Κ. Αγγελόπουλος, Εθνικής Οικονομίας Γ. Μερκούρης, Παιδείας Α. Αργυρός, Στρατιωτικών Α. Μαζαράκης, Ναυτικών Α. Κανάρης, Υγιεινής και Πρόνοιας και Αντιλήψεως Μ. Κύρκος και Υφυπουργός Γεωργίας Α. Μπακάλμπασης.

Ο Γεώργιος Κονδύλης: Πηγή εικόνας: makthes.gr

Η νέα Βουλή συνήλθε για πρώτη φορά στις 6 Δεκεμβρίου και εξέλεξε, έπειτα από δεύτερη ψηφοφορία, Πρόεδρό της τον Σ. Σοφούλη. Την επομένη, ο Πρωθυπουργός Α. Ζαΐμης παρουσιάστηκε στη Βουλή και ανέγνωσε τις προγραμματικές δηλώσεις της Οικουμενικής Κυβέρνησης, δηλώνοντας ότι θα προσπαθήσει να λυθούν ορισμένα βασικά ζητήματα. Τέτοια ζητήματα ήταν η επικύρωση νέου Συντάγματος, ώστε η χώρα να αποκτήσει καταστατικό χάρτη, και η επίλυση του αποτακτικού ζητήματος με την επαναφορά των απότακτων. Τα δύο αυτά ζητήματα εμφανίσθηκαν παράλληλα στις προγραμματικές δηλώσεις, καθώς το νέο Σύνταγμα θα ψηφιζόταν από το Λαϊκό Κόμμα μόνο αν επανέρχονταν οι απότακτοι.

Στις 15 Δεκεμβρίου 1926, ο Υπουργός Στρατιωτικών, Α. Μαζαράκης, παρουσίασε στη Βουλή το νομοσχέδιο περί επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών, το οποίο προέβλεπε τον σχηματισμό ενός Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, που θα αποφάσιζε για την τύχη τους. Η επιτροπή θα συνέτασσε τρεις πίνακες, όπου στον Α΄ πίνακα θα τοποθετούνταν οι επανελθόντες, στον Β΄ όσοι θα παρέμεναν εκτός, λαμβάνοντας βελτιωμένη σύνταξη, και στον Γ΄ οι παραμένοντες εν αποστρατεία με μικρή έως καθόλου σύνταξη. Αντίστοιχο ψήφισμα κατέθεσε και ο Υπουργός Ναυτικών, Α. Κανάρης, για τους απότακτους του Στόλου, ενώ θα εξεταζόταν και η περίπτωση της Χωροφυλακής. Ύστερα από συζητήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, η Βουλή ενέκρινε το νομοσχέδιο στις 20 Δεκεμβρίου 1926 και ξεκίνησαν οι απαραίτητες διαδικασίες.

Στις 18 Μαρτίου 1927, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, με πρόεδρο τον στρατηγό Χαραλάμπη και μέλη τους διοικητές των πέντε σωμάτων στρατού και πέντε απόστρατους στρατηγούς, ανακοίνωσε τις αποφάσεις του. Ο Α΄ πίνακας περιείχε 325 αξιωματικούς, από τους οποίους οι 220 ήταν μάχιμοι και αποφασίστηκε να συνταξιοδοτηθούν όσοι από τους απότακτους και απόστρατους δεν είχαν συμπληρώσει συντάξιμα χρόνια υπηρεσίας, όταν έφυγαν από τον Στρατό. Με την κοινοποίηση των πινάκων ξέσπασε κυβερνητική κρίση μεταξύ των δύο παρατάξεων, καθώς οι αντιβενιζελικοί θεωρούσαν τους πίνακες ανεπαρκείς, ενώ οι βενιζελικοί θεωρούσαν ότι ο πίνακας Α΄ περιελάβανε υπερβολικά πολλά ονόματα. Ύστερα από έντονες πιέσεις των Λαϊκών, τον Μάιο του 1927, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο ανέλαβε να εξετάσει εκ νέου ορισμένες περιπτώσεις, αλλά και να συμπληρώσει τους πίνακες, τους οποίους το Λαϊκό Κόμμα  δεσμευόταν να αποδεχτεί ως οριστικούς. Τελικά, προστέθηκαν άλλοι 16 αξιωματικοί στον Α΄ πίνακα.

Ο Αλέξανδρος Οθωναίος. Πηγή εικόνας: greeceencyclopedia.com

Η συμφωνία αυτή δυσαρέστησε ένα κομμάτι βενιζελικών αξιωματικών, οι οποίοι πίστευαν ότι κινδύνευε ο βαθμός τους και αποφάσισαν να ανατρέψουν με πραξικόπημα την Κυβέρνηση. Οι αξιωματικοί αυτοί συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Γ. Κονδύλη και τον Α. Οθωναίο, ο οποίος ηγήθηκε τη συνωμοτική αυτή πράξη, καθώς είχε δυσαρεστηθεί λόγω της απομάκρυνσης από το στράτευμα, ύστερα από υπόδειξη των Λαϊκών. Στην πράξη αυτή είχε μυηθεί και ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, Κ. Μανέτας, ο οποίος είχε δυσαρεστηθεί με την κυβέρνηση, καθώς είχε τιμωρηθεί λόγω δημοσίευσης απόρρητων στρατιωτικών εγγράφων στον Τύπο, τα οποία ανέφεραν ότι οι Λαϊκοί της Κυβέρνησης μαζί με αντιβενιζελικούς αξιωματικούς οργάνωναν κίνημα για την ανατροπή της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ο Οθωναίος κατάφερε να πείσει τον Ε. Βενιζέλο να αλλάξει γνώμη σχετικά με τις αποφάσεις της Κυβέρνησης για το αποτακτικό ζήτημα. Έτσι, ο Βενιζέλος, παρόλο που στις 7 Μαΐου δήλωνε: «η απόφαση της επιτροπής των στρατηγών, δι’ ης επιδιώκεται η λύσις του στρατιωτικού ζητήματος είναι νομίζω δικαία και ακίνδυνος διά τον στρατόν της δημοκρατικής Ελλάδος», στις 24 Μαΐου έγραφε στους Γ. Καφαντάρη και Α. Μαζαράκη, ζητώντας τους να μην εκδοθούν οι πίνακες, προβάλλοντας ως επιχείρημα την έκρηξη στρατιωτικού κινήματος από δημοκρατικούς αξιωματικούς. Προτιμούσε να πέσει η Οικουμενική Κυβέρνηση, παρά να επανέλθουν οι στρατιωτικές παρεμβάσεις του παρελθόντος (δικτατορία Παγκάλου). Τέλος, στις 26 Μαΐου, ο Βενιζέλος τηλεγράφησε στον Ν. Πλαστήρα, λέγοντας για τις προθέσεις του Οθωναίου και ορισμένων αξιωματικών. Ο τελευταίος απάντησε στον αρχηγό των Φιλελευθέρων να μην λάβει στα σοβαρά τις προθέσεις του Οθωναίου και ότι μπορούσε να καταστείλει κάθε κίνημα που θα στρεφόταν εναντίον της Οικουμενικής Κυβέρνησης, με αποτέλεσμα στις 30 Μαΐου ο Βενιζέλος να αλλάξει για τρίτη φορά μέσα σε έναν μήνα γνώμη, επιτρέποντας στον Πλαστήρα να παρέμβει, προκειμένου να εμποδίσει την έκρηξη του κινήματος, το οποίο είχε προγραμματισθεί να εκραγεί τη 1 Ιουνίου 1927.

Ο Πλαστήρας, έχοντας μεγάλο κύρος στο στράτευμα, κάλεσε τους ανώτατους και ανωτέρους αξιωματικούς, λέγοντάς τους ότι δεν μπορούν να ρίξουν την Οικουμενική Κυβέρνηση, καθώς εκπροσωπεί όλον τον ελληνικό λαό, με αποτέλεσμα οι αξιωματικοί να μην πάρουν μέρος στη συνωμοσία, αλλά και να αντιδράσουν κατά των ενεργειών του Κονδύλη και Οθωναίου. Ο Καρδιτσιώτης στρατιωτικός έλαβε και μέρος σε έκτακτη σύσκεψη στο Υπουργείο Στρατιωτικών, όπου ανακοίνωσε ότι θα υπερασπιζόταν την Κυβέρνηση από κάθε επιβουλή. Έτσι, τα σχέδια του Κονδύλη και του Οθωναίου εγκαταλείφθηκαν.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας. Ελαιογραφία του Γ. Προκοπίου. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Τελικά, στις 2 Ιουνίου 1927, δημοσιεύτηκαν σε έκτακτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης οι οριστικοί και αμετάκλητοι πίνακες επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών, που αριθμούσαν τους 361 αξιωματικούς, ενώ την ίδια μέρα η Βουλή ψήφισε και το νέο Σύνταγμα. Έτσι, η Οικουμενική Κυβέρνηση του Α. Ζαΐμη κατάφερε να λύσει και τα δύο θέματα, τα οποία ευθύνονται για τον σχηματισμό της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Εφημερίδα Εμπρός
  • Εφημερίδα Σκριπ
  • Αναστασάκος, Σέφης (2009), Ο Πλαστήρας και η εποχή του, τόμος Γ΄, Αθήνα: Εκδόσεις Επικαιρότητα
  • Βερέμης, Θάνος (2018), Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική 1916-1936, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
  • Βούρος, Γεώργιος, Παναγής, Τσαλδάρης (1867-1936), Αθήνα: Εκδόσεις Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2014
  • Δαφνής, Γρηγόριος (1997), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος
  • Μαζαράκης-Αινιάν, Αλέξανδρος (1948), Απομνημονεύματα, Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος
  • Συλλογικό Έργο (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παντελής Κοτζάμπασης
Παντελής Κοτζάμπασης
Γεννήθηκε στην Αθήνα και η καταγωγή του είναι από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι λάτρης της Νεότερης Ιστορίας, κυρίως του ελληνικού και ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου. Παράλληλα, στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει βιβλία, να βλέπει ταινίες και να παίζει μπάσκετ.