Του Μάριου Κριτίδη,
Στη Μιανμάρ, πρώην Βιρμανία, η πολιτική βία και αστάθεια αποτελούν ζητήματα καθημερινότητας για όλα τα χρόνια που η χώρα είναι ανεξάρτητη, από το 1945 μέχρι σήμερα. Η αποσύνθεση της Χούντας, το 2011, και η δημιουργία δημοκρατικής κυβέρνησης άνθισαν τις ελπίδες για το μέλλον του πολιτεύματος και την ειρήνευση στο εσωτερικό της. Παρόλα αυτά, η δημοκρατική διακυβέρνηση διήρκησε μόλις 10 χρόνια, καθώς τον Φεβρουάριο του 2021 ο στρατηγός Min Aung Hlaing κινήθηκε σε εκ νέου πραξικόπημα της χώρας. Το πραξικόπημα οφειλόταν τόσο σε προσωπικές επιδιώξεις του στρατηγού Min Aung Hlaing όσο και σε διαφωνίες του στρατού με το δημοκρατικό κόμμα, το οποίο κατείχε τα ηνία της χώρας.
Πιο συγκεκριμένα, με τις εκλογές του 2021, το δημοκρατικό κόμμα είχε δεσμευτεί να προχωρήσει σε συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα περιόριζε τη θητεία των στρατιωτικών μέχρι τα 60 χρόνια, με εξαίρεση 5ετή επέκταση, αν βρεθούν σε συμφωνία με την κυβέρνηση. Ο στρατηγός Min Aung Hlaing, 64 ετών, ερχόταν προς το τέλος της θητείας του και με την εκλογή της δημοκρατικής κυβέρνησης φαινόταν πως το 2021 θα ήταν η τελευταία του χρονιά στη συγκεκριμένη θέση εξουσίας. Με βαριές κατηγορίες διαφθοράς και συμμετοχής σε πράξεις γενοκτονίας και εγκλημάτων πολέμου να βαραίνουν την κατάστασή του, είναι βέβαιο πως η διατήρηση της άτυπης ασυλίας που του προσφέρει η θέση εξουσίας που έχει ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τον ίδιο. Επίσης, οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας προσπαθούσαν να εκριζώσουν την πολυετή και έντονη στρατιωτική επιρροή στο πολίτευμα της Μιανμάρ, μέσω διάφορων μεταρρυθμίσεων, πράγμα που δυσαρέστησε, φυσικά, τον στρατό, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται και σήμερα, σχεδίαζε υπογείως την ανατροπή του πολιτεύματος και, έτσι, τα κατάφερε.
18 μήνες μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου του 2021, η στρατιωτική κυβέρνηση οδεύει σε μία όλο και πιο σκληρή και βίαιη διακυβέρνηση της χώρας, καθώς αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα νομιμοποίησης και σταθεροποίησης του καθεστώτος της. Η χώρα βρίσκεται πλέον σε μόνιμη σύγκρουση, κάτι το οποίο αρχίζει να μοιάζει πιο πολύ με εμφύλιο πόλεμο, με περίπου 7 ανοιχτά πολεμικά μέτωπα στα εδάφη της. Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις πνίγονται στο αίμα, χαρακτηριστική είναι η έκφραση που αναφέρουν πολίτες της χώρας: «Οι δυνάμεις της αστυνομίας στις μαζικές διαδηλώσεις συνήθως πυροβολούν πρώτα στον αέρα, πλέον πυροβολούν εξ αρχής για να σκοτώσουν», η οποία έχει την προέλευσή της από τις άκρως αιματηρές διαδηλώσεις υπέρ της Δημοκρατίας, του 1988, η λεγόμενη «Επανάσταση 8888» (διότι ξεκίνησε στις 8/8 του 1988). Η Μιανμάρ είναι μία πολυπολιτισμική χώρα με τεράστια ποικιλία εθνοτικών ομάδων στα εδάφη της, έτσι, οποιαδήποτε πολιτική αναταραχή μεταφέρεται και σε ταραχές μεταξύ των εθνοτικών ομάδων της χώρας. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι μέσω ενός ασταθούς καθεστώτος, το καθεστώς αυτό μεγεθύνει περαιτέρω τη βίαιη καταστολή ως απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης της εξουσίας τους.
Στις 23 Ιουλίου, η κυβέρνηση του Min Aung Hlaing προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, οργανώνοντας τις πρώτες επίσημες εκτελέσεις αντιφρονούντων που έχει δει η χώρα εδώ και δεκαετίες. Όπως αναφέρει και ο οργανισμός Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκτελέστηκαν 4 άτομα που είχαν καταδικαστεί σε θανατική ποινή για την αντίστασή τους στην κυβέρνηση, για κατηγορίες περί τρομοκρατίας και εσχάτης προδοσίας. Τα θύματα ήταν οι Phyo Zeya Thaw, Kyaw Min Yu, Hla Myo Aung και Aung Thura Zaw. Τα άτομα αυτά αποτελούσαν ακτιβιστές, όπως ο Phyo Zeya, νομοθέτες, όπως ο Kyaw Min Yu, και, γενικότερα, άτομα υπέρ της δημοκρατίας που έμπρακτα εναντιώθηκαν στη στρατιωτική κυβέρνηση.
Οι εξελίξεις αυτές στη Μιανμάρ καταδικάστηκαν καθολικώς από τη διεθνή κοινότητα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση που καταδικάζει τις πράξεις της Μιανμάρ και αναφέρεται σε επέκταση των κυρώσεων προς την κυβέρνηση του Min Aung Hlaing. Φαίνεται, λοιπόν, πως η Χούντα της Μιανμάρ θα απομονωθεί κι άλλο από τις υπόλοιπες χώρες, ενώ είναι γενικότερα διαδεδομένο το μήνυμα ότι τέτοιου είδους πραξικοπήματα και καθεστώτα καμία θέση δεν έχουν στον 21ο αιώνα.