Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Η γλωσσική ποικιλία είναι αδιαμφισβήτητα πλούτος για την πολιτιστική κληρονομιά κάθε λαού. Στην Ελλάδα, υπάρχουν ανάλογα με την περιοχή διάφορα γλωσσικά ιδιώματα, τα οποία φέρουν μαζί τους τις εμπειρίες, το βίωμα και τις ιδιαίτερες συνθήκες των ανθρώπων που τις μιλούν ή τις μιλούσαν κάποτε. Παρόλα αυτά, δύσκολα ένας αναγνώστης θα έρθει σε επαφή με αυτές τις διαλέκτους, αν δεν το αναζητήσει επί τούτου –ίσως, μάλιστα, κανείς να νιώσει μια απορία, όταν διαβάζει πολλές ιδιωματικές λέξεις που δε γνωρίζει. Εντούτοις, δεν μπορεί κανείς παρά να δει με ιδιαίτερο ενθουσιασμό ένα βιβλίο σαν αυτό που θα παρουσιάσουμε σήμερα –μετά το αρχικό παραξένισμα, ο αναγνώστης βιώνει μια άνευ προηγουμένου βουτιά σε έναν κόσμο τόσο κοντινό, αλλά και τόσο διαφορετικό από εμάς.
Το νέο έργο του Σωτήρη Δημητρίου τιτλοφορείται Ουρανός απ’ άλλους τόπους και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Γνωστός για την έρευνά του στην περιοχή της Ηπείρου, στην οποία διαδραματίζονται και οι αφηγήσεις του βιβλίου, ο Σωτήρης Δημητρίου κατάγεται από την Πόβλα Θεσπρωτίας, αλλά ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Αρκετά έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, ενώ έχει βραβευτεί πολλές φορές για τη συγγραφική του παραγωγή. Στο βιβλίο αυτό, τον ρόλο της αφηγήτριας αναλαμβάνει μια ηλικιωμένη γυναίκα από την Ήπειρο. Η αφηγήτρια γίνεται εξαρχής πολύ συμπαθής στον αναγνώστη, καθώς μοιάζει να θέλει πάση θυσία να πει τις ιστορίες της. Οι εμπειρίες της ζωής της τόσες πολλές, που δεν μπορούν να χωρέσουν σε κοινό χαρτί –δε θα της έφτανε καν ο ουρανός πάνω από τον τόπο της, για να τις γράψει πάνω του, γι’ αυτό και θα χρειαζόταν ουρανό και από άλλους τόπους.
Η αφηγήτρια, ονόματι Αλέξω, μιλά για όσα έχει βιώσει στα ορεινά χωριά της Ηπείρου, πριν μετακομίσει η ίδια στην Ηγουμενίτσα. Η πορεία του βίου της υπήρξε μακρά και συνυφασμένη με πολλά από τα δεινά των αγροτικών πληθυσμών της χώρας, όπως η μετανάστευση, ο καθημερινός μόχθος και τα οικονομικά προβλήματα. Οι ήρωες και οι ηρωίδες αυτών των πολυάριθμων ιστοριών είναι απλοί άνθρωποι, που αντιμετωπίζουν συνεχώς δύσκολες καταστάσεις, αντικατοπτρίζοντας και τα ήθη της εποχής. Η θέση της γυναίκας, οι συμφωνίες για τον γάμο που περισσότερο ομοίαζαν με εμπορικές συναλλαγές, αλλά και ιστορικές συγκυρίες, όπως ο πόλεμος, βρίσκονται πάντα γύρω από τους ανθρώπους, επηρεάζοντας τη ζωή τους. Η εκτεταμένη χρήση της ντοπιολαλιάς, παρά το γεγονός ότι ίσως δυσκολέψει αρχικά τον αναγνώστη, τελικά συνηθίζεται γρήγορα στην ανάγνωση και αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα, που, τελικά, καθιστά την αφήγηση πιο βιωματική και μάς κάνει σχεδόν να νομίσουμε ότι περπατάμε μέσα σε αυτόν τον κόσμο, όσο κι αν τα ήθη και τα έθιμα παραπέμπουν σε μια άλλη εποχή.
Ο λόγος της αφηγήτριας είναι συνειρμικός, περνά από τις αναμνήσεις της και μιλά για όλους και για όλα, χαρές, λύπες, έθιμα, συγγενείς και μια μορφή ζωής που έχει πλέον φύγει ανεπιστρεπτί. Ο συγγραφέας, μέσα από την Αλέξω, βρίσκει την ευκαιρία να θίξει και κοινωνικά ζητήματα της εποχής, όπως το γεγονός ότι οι γυναίκες, παρόλο που αποτελούσαν τις υφάντριες του κοινωνικού ιστού, ήταν, ωστόσο, περιορισμένες και δε θεωρούνταν καν άξιες να τις αποκαλεί κανείς με το δικό τους όνομα, αλλά μάλλον με το όνομα του συζύγου τους. Μια επιτυχία του Δημητρίου σε αυτό το έργο είναι ότι μοιάζει σχεδόν να μην υπάρχει – ο αναγνώστης ξεχνά τον συγγραφέα και παραδίνεται στην αφήγηση, καθώς σε κάθε σημείο αυτής, φαίνεται η οπτική γωνία του γυναικείου υποκειμένου και του ανθρώπου που έχει ζήσει αυτές τις καταστάσεις από πρώτο χέρι.
Ο κόσμος της Αλέξως είναι ένας κόσμος που μένει σχεδόν ίδιος, παρά το γεγονός ότι ολοένα συνταράσσεται από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Σε μια εποχή πριν την τεχνολογία και την επανάσταση της πληροφορίας, η αλλαγή μοιάζει σαν να μην έρχεται ποτέ. Το ηθογραφικό στοιχείο κυριαρχεί σε αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο μοιάζει να γράφτηκε για να αποτυπώσει ένα ολόκληρο πολιτισμικό τοπίο, με ρεαλισμό και σεβασμό στις παραδόσεις, αλλά χωρίς καμία προσπάθεια εξωραϊσμού του παρελθόντος. Πρόκειται για ένα αξιόλογο και καλογραμμένο έργο που διασώζει την ανάμνηση ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια και αποτελεί, παράλληλα, ένα διαχρονικό σχόλιο για τα ανθρώπινα πάθη.