Της Ελένης Μανουδάκη,
Ο Paul Cezanne γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1839 και στην ηλικία των 13 παρακολούθησε το ανθρωπιστικό κολέγιο στο Aix, όπου έγινε καλός φίλος με τον Jean Baptiste Baille και την Emily Zola, η οποία αργότερα κέρδισε φήμη ως συγγραφέας. «Ο Paul μπορεί να έχει την ιδιοφυΐα ενός μεγάλου ζωγράφου, αλλά ποτέ δεν θα έχει την ιδιοφυΐα για να γίνει πραγματικά ένας. Απελπίζεται και στο πιο μικρό εμπόδιο», έλεγε η φίλη του, Emily Zola.
Ο πατέρας του ήταν μία απολυταρχική φιγούρα σε αντίθεση με εκείνον, ο οποίος ήταν αναποφάσιστος, δεν είχε καθόλου αυτοπεποίθηση και ήταν αρκετά ανίκανος να σταθεί μπροστά στον δεσποτικό του πατέρα. Αυτό είχε ως συνέπεια να ακολουθήσει τις επιθυμίες του και έτσι ξεκίνησε στο τμήμα της Νομικής στο Πανεπιστήμιο το 1859, ενώ, ταυτόχρονα, παρακολουθούσε απογευματινά μαθήματα στη σχολή ζωγραφικής και κέρδισε το δεύτερο βραβείο για figure painting.
Αργότερα, ο πατέρας του αγόρασε το Jas de bouffan estate κοντά στο Aix, την επίσημη καλοκαιρινή κατοικία του κυβερνήτη της Προβηγκίας. Ο Cezanne έβρισκε το να μένει στο σπίτι μη αναπάντεχο και απoτραβήχτηκε σταδιακά, όταν το 1861 ο πατέρας του, του επέτρεψε να φύγει και να ταξιδέψει στο Παρίσι. Πέρασε εκείνο το καλοκαίρι στο Λούβρο αντιγράφοντας έργα από τον Titian και τον Rubens και διαβάζοντας για την ιστορία του σχεδίου. Στην Ακαδημία Suisse γνώρισε τον Καμίλ Πισαρό, που μετέπειτα έγινε ο μέντορας του. Επέστρεψε, λόγω κατάθλιψης, στην Προβηγκία και απρόθυμα πήρε τη δουλειά του πατέρα του στην τράπεζα, ενώ, ταυτόχρονα, παρακολούθησε μαθήματα στην τοπική σχολή ζωγραφικής.
Παραδόξως, τον επόμενο χρόνο κατάφερε να αντιμετωπίσει τον πατέρα του και τον έπεισε να τον αφήσει να φύγει από την τράπεζα και να του δώσει επίδομα 125 φράγκα τον μήνα, ώστε να μπορέσει να φτιάξει ένα στούντιο στο σπίτι. Έκανε αίτηση για τη μεγάλη κύρους σχολή Ecole des Beaux, αλλά απορρίφθηκε, γιατί πίστευαν ότι τα έργα του ήταν «παραδουλεμένα». Αυτό, όμως, δεν τον σταμάτησε από το να κάνει αίτηση για την έκθεση στο Salon des refuses μαζί με τον Manet και τον Pissarro. Δυστυχώς τα έργα του αποδόθηκαν ως απλά, σαν να έχει, δηλαδή, πεταχτεί μπογιά πάνω σε καμβά.
Τον επόμενο χρόνο έστειλε ξανά έργα για το Salon αλλά απορρίφθηκαν. Η ετήσια αυτή έκθεση στο Παρίσι ήταν εκείνη στην οποία ο κάθε επιτυχημένος καλλιτέχνης ήθελε να εκθέσει τα έργα του. Οι ακαδημαϊκοί, που οργάνωναν την έκθεση αυτή, ήταν πολύ συντηρητικοί και τα έργα του είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να γίνουν δεκτά. Καταβεβλημένος επέστρεψε ξανά στην Προβηγκία και άρχισε να ζωγραφίζει έξω για πρώτη φορά.
Το 1869, το Salon απέρριψε ξανά τα έργα του, το ίδιο έγινε και την επόμενη χρόνια, αλλά αυτήν τη φορά τον εξευτέλισαν. Ένας κριτικός έγραψε ένα άρθρο για την έκθεση, στο οποίο συμπεριέλαβε μία καρικατούρα του Cezanne που απεικονιζόταν με ένα τεράστιο μουστάκι μάγου και δύο από τα έργα του που είχαν απορριφθεί. Τότε υπερασπίστηκε τον εαυτό του, γράφοντας σε μία επιστολή «ζωγραφίζω όπως βλέπω, όπως νιώθω και έχω πολύ δυνατά συναισθήματα, εσείς ζωγραφίζετε έργα του Salon, εγώ παίρνω ρίσκα».
Το 1872, δούλευε μαζί με τον μέντορά του, ο οποίος ήταν συμπαθητικός και καλός δάσκαλος, οριακά αναπληρωτής του πατέρα του. Τον συμβούλεψε να αφαιρέσει τα σκούρα χρώματα από την παλέτα του και να μην ζωγραφίζει με μαύρο, αλλά μόνο με τα τρία βασικά χρώματα και τα συνθετικά τους. Αφού αξιοποίησε αυτήν τη συμβουλή, η δημιουργία των σκοτεινών εκφραστικών πινάκων του έφτασε στο τέλος της.
Η πρώτη έκθεση του Ιμπρεσιονιστή πραγματοποιήθηκε σε ένα φωτογραφικό στούντιο το 1874 και εκεί έδειξε τρία έργα του. Τα “House οf the hanged man”, “A modern Olympia” και “Landscape auver” προσέλκυσαν μεγάλη προσοχή, αλλά ο μέντοράς του δεν ήταν εντυπωσιασμένος και περιέγραψε τον καλλιτέχνη ως έναν χτίστη που ζωγραφίζει με μυστρί. Το 1875 έφερε ακόμα μία απόρριψη από το Salon, αλλά γνώρισε τον Victor Chocquet, έναν λάτρη της τέχνης που έγινε ένας από τους πιο ενθουσιώδεις συλλέκτες των έργων του. Δύο χρόνια αργότερα, παρουσίασε 16 έργα στην τρίτη έκθεση ιμπρεσιονιστών, αλλά μετά από μία βροχή σχολίων αποφάσισε να μην παρουσιάσει με ιμπρεσιονιστές ξανά.
Από το 1878 μέχρι το 1885 προσπάθησε πολλές ακόμα φορές να παρουσιάσει τη δουλειά του στο Salon και όλες κατέληξαν σε απόρριψη. Απέρριψε τις θεωρίες των ιμπρεσιονιστών για το φως, δεν τον ενδιέφερε το στιγμιαίο φως και οι αντανακλάσεις του. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι δεν υπάρχει αναγνωρίσιμη πηγή φωτός σε πολλά έργα του και επομένως καθόλου βαριές σκιές. Το φως είναι ομοιόμορφο και αυτό γιατί πολύ απλά δεν ήταν ικανοποιημένος με το να ζωγραφίζει ό,τι έβλεπε, ήθελε να εισχωρήσει βαθιά στη φύση και να απεικονίσει ό,τι υπάρχει μονίμως σε αυτήν. Εφάρμοζε μπογιά σε μία σειρά από διακεκριμένες μεθοδικές πινελιές σαν να χτίζει την εικόνα και όχι να τη ζωγραφίζει.
Αν δεν μπορούσε να αποτυπώσει την ακριβή ισορροπία των χρωμάτων που έβλεπε, πολύ απλά εγκατέλειπε το έργο εκεί που στεκόταν ή το κατέστρεφε μέσα στην οργή του.
Σε αυτόν τον πίνακα νεκρής φύσης “Cherries and peaches” ανέπτυξε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο να απεικονίζει αντικείμενα στον χώρο. Αν παρατηρήσουμε το πιάτο με τα κεράσια, γέρνει μπροστά σαν να κοιτάμε από ψηλά το τραπέζι, σαν να το βλέπουμε από μπροστά και στην ουσία χρησιμοποιούσε διάφορες οπτικές γωνίες. Μία ιδέα που αργότερα εξέλιξε ο Πικάσο.
Το 1890, ζωγράφιζε ανθρώπους, αλλά τα μοντέλα του ήταν αγρότες και εργάτες. Όπως μπορούμε να δούμε σε πολλά έργα του με χαρτοπαίκτες, δεν τον ενδιέφεραν οι προσωπικότητες ή τα συναισθήματά τους, αλλά η σύνθεση και η προσεγμένη ισορροπία ανάμεσα στα χρώματα.
Όσο ο διαβήτης τον αποδυνάμωνε δημιούργησε έναν αριθμό από μεγάλα έργα με αφηρημένες φιγούρες. Οι “The bathers”, όπως ονομάζονταν, περιλάμβαναν φιγούρες αντλημένες από πολλές πήγες, δεν χρησιμοποιούσε ζωντανά γυμνά μοντέλα, αλλά σκίτσα περιοδικών και έργα στο Λούβρο. Βλέπουμε ότι χωρίζει αυστηρά τα φύλα για να αφαιρέσει οποιοδήποτε ερωτικό και αισθησιακό στοιχείο, αυτό το έκανε για να μπορεί να επικεντρωθεί στη σύνθεση και στα σημαντικά προβλήματα του καμβά. Οι φιγούρες έγιναν τα πιο πνευματώδη όντα και έκανε ξανά έκθεση στο Salon το 1905, αλλά η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται και υπέφερε από κατάθλιψη. Το φθινόπωρο εκείνο, καθώς ζωγράφιζε έξω, έπιασε μία δυνατή καταιγίδα και 22 Οκτωβρίου πέθανε από πνευμονία.
O Paul ήταν ένας πεισματάρης άνθρωπος που αρνιόταν να συμβιβαστεί ή να κάνει οποιαδήποτε μορφή υποχώρησης στην κοινωνία ή στην τέχνη, κάτι που τον καθιστούσε μια περίεργη και εκκεντρική φιγούρα. Ο Πικάσο αναφέρθηκε στον καλλιτέχνη αυτόν ως «ο ένας και μοναδικός αφέντης μου» και ο Χένρι Μάτις ως «ο πατέρας όλων μας». Και οι δύο συνειδητοποίησαν ότι εκείνος είχε προσφέρει τη δημιουργική βάση για την τέχνη που ακολούθησε τον 20ο αιώνα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Paul Cezanne, paul-cezanne.org, διαθέσιμο εδώ.
- Paul Cezanne: Ο πατέρας της Μοντέρνας Τέχνης στο Σικάγο, instyle.gr, διαθέσιμο εδώ.