Του Κώστα Νωτούδα,
Το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά το 1974 είναι η τουρκική προκλητικότητα. Οι δύο χώρες είναι υποχρεωμένες να γειτνιάζουν, ωστόσο, ανέκαθεν είχαν έντονες διαφορές, οι οποίες οξύνθηκαν, ιδίως μετά το 1974. Η ελληνική πλευρά θεωρεί πως πρέπει να συζητηθούν συγκεκριμένα ζητήματα, όπως η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών, ενώ η Τουρκία θεωρεί πως τίθεται υπό διαπραγμάτευση το καθεστώς της αποστρατικοποίησης των νησιών, το καθεστώς του εναερίου χώρου, ενώ εγείρει και ζήτημα τουρκικής μειονότητας στην περιοχή της Θράκης. Σε αυτό το ανταγωνιστικό κλίμα, οι δύο χώρες χρησιμοποιούν τα δικά τους μέσα, προκειμένου να ανταγωνιστούν η μία την άλλη, αλλά και να πείσουν τη διεθνή κοινότητα πως έχουν δίκιο.
Έτσι, η Ελλάδα το περασμένο φθινόπωρο επικύρωσε, έπειτα από χρονοβόρες διαπραγματεύσεις, αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία. Αναλυτικότερα, η συμφωνία προβλέπει την άρρηκτα στενή σχέση μεταξύ των δύο χωρών που έχει αναπτυχθεί, αναβαθμίζει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην περιοχή και ενισχύει τις αποτρεπτικές δυνατότητες της χώρας με την ανακοίνωση για την απόκτηση τριών νέων γαλλικών φρεγατών. Η Συμφωνία (άρθρο 2) περιέχει ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, σε περίπτωση που μια από τις δύο χώρες δεχθεί επίθεση στην επικράτειά της. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα θωρακίζεται έναντι απειλών που δέχεται, ιδίως στην περιοχή της Ανατολικής Μεσόγειου. Συγχρόνως, μέσω της συμφωνίας αποκτά νόημα το άρθρο 42, παράγραφος 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας. Μέσω της συμφωνίας αυτής, Ελλάδα και Γαλλία υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις η μία έναντι της άλλης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Παράλληλα, ενισχύουν τον ευρωπαϊκό πυλώνα άμυνας και του ΝΑΤΟ.
Τη Συμφωνία συνοδεύει ανακοίνωση για την απόκτηση από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό τριών γαλλικών φρεγατών. Η Συμφωνία προβλέπει την κοινή συνεργασία στην άμυνα και στην εξωτερική πολιτική. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη συζήτηση για την ανάγκη στρατηγικής αυτάρκειας της Ε.Ε.. Η ελληνογαλλική συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε., μέσω της ανάπτυξης ισχυρών αμυντικών ικανοτήτων, έτσι ώστε η Ευρώπη να μπορεί να ανταπεξέρχεται άμεσα σε προκλήσεις, στην ευρύτερη γειτονιά της, όπως στη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη ζώνη του Σαχέλ, όπου το ΝΑΤΟ δεν θα είναι «παρών». H Συμφωνία προβλέπει τακτικές διαβουλεύσεις των Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας των δύο χωρών τόσο για θέματα ασφάλειας και άμυνας όσο και για περιφερειακά και διεθνή θέματα, υβριδικές απειλές, θαλάσσια ασφάλεια, μετανάστευση.
Όπως είναι λογικό, μια τέτοια συμμαχία δημιουργεί νέα δεδομένα για πολλούς δρώντες της διεθνούς πολιτικής. Αρχικά, για το ΝΑΤΟ, το οποίο βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις και πιέζεται από τις Η.Π.Α. να στηρίξει τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης ως συμπληρωματικό του πυλώνα. Συγχρόνως, η εμφάνιση ενός διδύμου χωρών που έχουν θεσπίσει μεταξύ τους αμυντική συμφωνία, η οποία μπορεί να στραφεί έναντι ενός τρίτου μέλους του ΝΑΤΟ, αποτελεί νέο δεδομένο. Μέχρι σήμερα, οι ελληνοτουρκικές κρίσεις αντιμετωπιζόταν από την Ουάσιγκτον με την πολιτική των ίσων αποστάσεων. Η σύμπραξη της Ελλάδας με τη Γαλλία θα αναγκάσει το ΝΑΤΟ να αναπροσαρμόσει τις πρακτικές σε μία ενδεχόμενη τριγωνική σύγκρουση.
Λίγες μέρες μετά τη σύναψη της ελληνογαλλικής συμφωνίας, η Ελλάδα προέβη σε μία εξίσου σημαντική διμερή στρατιωτική συμφωνία, αυτή τη φορά με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η εν λόγω συμφωνία αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης που αναγνωρίζει εμπράκτως τον διευρυμένο γεωπολιτικό ρόλο που καλείται να παίξει η Ελλάδα, σε μία εποχή, μάλιστα, που οι Η.Π.Α. στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των ελάχιστων ευρωπαϊκών χωρών, στις οποίες οι Η.Π.Α. επενδύουν για το μέλλον με μια συνθήκη, η οποία έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου. Ένα άλλο θετικό στοιχείο είναι η πενταετής χρονική παράταση, η οποία δίνει μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και δείχνει τη βούληση των Η.Π.Α. για στρατηγικές επενδύσεις. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε σχέση με το παρελθόν οι Η.Π.Α. δεν επιχείρησαν ένα αντίστοιχο άνοιγμα προς την Τουρκία, ενώ η εδαφική ακεραιότητα της χώρας θωρακίζεται ακόμα περισσότερο τόσο μέσω της αναφοράς που υπάρχει μέσα στο κείμενο όσο και μέσω της παρουσίας αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε κομβικές περιοχές, όπως ο Έβρος και η Κρήτη.
Για πρώτη φορά σε επίσημο κείμενο, οι Η.Π.Α. διευκρινίζουν ότι η απειλή χρήσης βίας είναι μη αποδεκτή πρακτική, φωτογραφίζοντας έτσι το “Casus Belli”. Έτσι, επιβεβαιώνεται η εκατέρωθεν προστασία της εδαφικής κυριαρχίας απέναντι σε ενέργειες που απειλούν την ειρήνη. Η καινούρια συμφωνία ενισχύει την αμερικανική παρουσία σε περιοχές στρατηγικής σημασίας. Η επιλογή στρατοπέδου πλησίον της Αλεξανδρούπολης και του Ναύσταθμου της Σούδας είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, καθώς πρόκειται για περιοχές όπου εμφανίζεται έντονη τουρκική προκλητικότητα. Όσον αφορά την Αλεξανδρούπολη, οι μνήμες από τα γεγονότα του Έβρου παραμένουν νωπές, ενώ η Κρήτη σχετίζεται με το παράνομο τουρκο-λυβικό Μνημόνιο, το οποίο εντάσσεται στο ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Επιπλέον, η συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για την εκταμίευση σημαντικών χρηματικών ποσών από το αμερικανικό Κογκρέσο, τα οποία θα βοηθήσουν στην υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων σε έργα στρατιωτικών υποδομών. Επίσης, η νέα συμφωνία όχι μόνο δεν αποκλείει τη μελλοντική αμερικανική παρουσία στα ελληνικά νησιά πέραν της Κρήτης, αλλά περιλαμβάνει και ρητή πρόβλεψη για την επέκταση και σε άλλες εγκαταστάσεις. Μια τέτοια συμφωνία, όπως είναι λογικό, δείχνει ότι η στρατηγική σχέση της Ελλάδας με τις Η.Π.Α. παραμένει σταθερή και δυναμική. Για την ελληνική πλευρά, οι συμφωνίες με την Ουάσιγκτον και με το Παρίσι αλληλοσυμπληρώνονται και δεν είναι ανταγωνιστικές, καθώς αποτελούν σημεία ορόσημο στις προσπάθειες που καταβάλλει η Ελλάδα για την ευρωπαϊκή και την ευρωατλαντική ασφάλεια. Υπό αυτό το πρίσμα, σημειώνεται ότι η αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού προηγμένης τεχνολογίας συνεισφέρει στην ενίσχυση της άμυνας, αλλά και της δίκαιης κατανομής των βαρών μεταξύ Ευρωπαίων συμμάχων και των Η.Π.Α., εντός του ΝΑΤΟ.
Κλείνοντας, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό ότι με τη σύναψη νέων συμφωνιών με αρκετές χώρες φαίνεται ότι στρατηγικοί σύμμαχοι της Ελλάδας αποφασίζουν να επενδύσουν στη χώρα και, συνεπώς, να ενισχύσουν περαιτέρω τις υπάρχουσες δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Οι εν λόγω συμφωνίες δείχνουν την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδουν στην προστασία και την ευημερία της Ελλάδας, επενδύοντας στην ελληνική άμυνα. Η εν λόγω εξέλιξη δείχνει ότι ανοίγει ένας νέος δρόμος για την ενίσχυση των σχέσεων με συμμαχικές χώρες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αμυντική συμφωνία Ελλάδας Γαλλίας: Τι προβλέπει, Banking News, διαθέσιμο εδώ
- Ελλάδα και ΗΠΑ υπέγραψαν την νέα αμυντική συμφωνία: τι σηματοδοτεί για την προστασία της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας, Capital, διαθέσιμο εδώ
- Η συμφωνία με την Γαλλία και οι προεκτάσεις της, reporter.gr, διαθέσιμο εδώ