Tου Γεράσιμου Αυγερινού,
Η start-up της Uber κατόρθωσε μέσα σε διάστημα μιας πενταετίας να διευρύνει τη λειτουργία της σε όλες τις μεγάλες παγκόσμιες αγορές και να αναδυθεί σε σύμβολο της ψηφιακής αποκέντρωσης και της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, η πορεία της εταιρείας προς τη διείσδυση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε άνευ αντιρρήσεων ή τριβών, με τους επαγγελματίες οδηγούς των ταξί να αντιδρούν τόσο στο φορολογικό καθεστώς, στο οποίο η εταιρεία κατάφερνε να υπάγεται, όσο και στις πρακτικές της, αφού, όπως διατείνονταν ο ανταγωνισμός για την παροχή υπηρεσιών, ήταν άνισος ως προς τα μέσα και ως προς τους κανόνες. Στο πλαίσιο αυτό, η διαρροή από τη Guardian, τον ICIJ, τη LeMonde και άλλα διεθνή μέσα μιας σειράς μηνυμάτων, αρχείων και σημειώσεων από το εσωτερικό αρχείο της εταιρείας, αναφορικά με τις πρακτικές άσκησης επιρροής (Lobbying), που υιοθετούσε, έχει απελευθερώσει τους ανέμους από τον ασκό του Αιόλου, εμπλέκοντας σε ένα τεράστιο σκάνδαλο κορυφαίους πολιτικούς, όπως ο άρτι επανεκλεγείς Γάλλος Πρόεδρος, Emmanuel Macron, ο Ολλανδός Πρωθυπουργός, Mark Rutte, και η πρώην Επίτροπος Ανταγωνισμού της Commission, Neelie Kroes.
Στο παρελθόν, είχαν διεξαχθεί επανειλημμένες έρευνες από φορολογικές αρχές ευρωπαϊκών κρατών στα γραφεία της εταιρείας. Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε από τη διαρροή των εσωτερικών μηνυμάτων, η οποία προήλθε από πρώην στέλεχος της Uber, σε αυτές τις περιστάσεις η εταιρεία έκανε χρήση του “KillSwitch”, δηλαδή ενός κουμπιού, με το πάτημα του οποίου το πληροφοριακό σύστημα μπλόκαρε εντελώς για μια συγκεκριμένη χώρα. Ενώ οι διοικητικοί υπάλληλοι ισχυρίζονταν στις διωκτικές αρχές ότι επρόκειτο περί τεχνικής βλάβης του κεντρικού συστήματος στο San Fransisco.
Για την εταιρεία, αρχικά, υπήρχαν μεμονωμένες καταγγελίες από συνεργαζόμενους οδηγούς, όσον αφορά πρακτικές απλήρωτων καθημερινών υπερωριών και φυλετικών διακρίσεων, ενώ έχει, επίσης, ειπωθεί ότι η τιμολογιακή πολιτική της εταιρείας στηριζόταν στην υπερκοστολόγηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, αφού η τιμή δεν καθοριζόταν μόνο από την απόσταση που καλυπτόταν, αλλά και από τη ζήτηση για uber στον ίδιο χρόνο. Όμως, οι φορολογικές πολιτικές απέναντι στην Uber δεν αντικατόπτριζαν αυτή την κερδοφορία, γεγονός που προκάλεσε κατ’ εξακολούθηση την οργισμένη αντίδραση των οδηγών ταξί.
Μετά την εσωτερική διαρροή, καθίσταται ευδιάκριτο ένα βαθύτερο δομικό ζήτημα, αφού η επέκταση της εταιρείας στην Ευρώπη φαίνεται να στηρίχθηκε σε 2 βασικές στρατηγικές. Η πρώτη από αυτές ήταν ο τρόπος που η εταιρεία σκηνοθετούσε τον εαυτό της στα μέσα επικοινωνίας, για να διαμορφώσει την κοινή γνώμη ευνοϊκά προς αυτήν. Η δεύτερη στρατηγική αφορούσε τη διατήρηση στενών άτυπων σχέσεων με πολιτικά πρόσωπα σε θέσεις κλειδιά. Όσον αφορά την επικοινωνιακή στρατηγική, η Uber χρησιμοποίησε τις πιο βίαιες από τις εκφάνσεις των διαδηλώσεων των ταξιτζήδων, για να παρουσιάσει τον εαυτό της ως θύμα βίας, προκαλώντας τη συμπάθεια του κόσμου, με τους συνεργαζόμενους οδηγούς να χαρακτηρίζονται ως εν δυνάμει θύματα, σύμφωνα με δηλώσεις πολιτικών που συνομιλούσαν με την Uber το ίδιο χρονικό διάστημα. Αυτή η στρατηγική ονομαζόταν “embrace chaos” και μπορεί να περιγραφεί από τη συμβουλή του Ολλανδού Πρωθυπουργού προς τον επίσημο «λομπίστα» της εταιρείας στην Ευρώπη να παρουσιάσει ένα πιο φιλικό πρόσωπο, επειδή ο κόσμος στην Ολλανδία δεν ήταν με το μέρος της εταιρείας.
Όσον αφορά τις σχέσεις με πολιτικά πρόσωπα, αυτό αποτελεί μια μορφή εξαγωγής αμερικανικών μεθόδων επιρροής στον ευρωπαϊκό χώρο, που στηρίζεται στην αδυναμία του νέου διακυβερνητισμού και της έλλειψης συνοχής στο πολιτικό σύστημα της Ε.Ε. (π.χ. λόγω της απουσίας κοινών πολιτικών κομμάτων με πολυεθνικές λίστες) να παρέμβει αποτελεσματικά σε ζητήματα πέραν της πολιτικής ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης. Αυτή η διάχυση πρακτικών και προτύπων πραγματοποιήθηκε μέσω της συγκρότησης σύνθετων δικτύων ατόμων για την επιρροή φορολογικής και εργατικής νομοθεσίας, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει η Uber και, μάλιστα, με δικούς της όρους. Έτσι, αρχικά, η εταιρεία προσέλαβε πρώην επικεφαλής εκστρατειών των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από τους Ρεπουμπλικανούς, ώστε να κάνουν χρήση των γνωριμιών τους. Στη συνέχεια, προσελήφθησαν πρώην Υπουργοί από ευρωπαϊκά κράτη, κάτι που στην πολιτική επιστήμη περιγράφεται ως «φαινόμενο της περιστρεφόμενης θύρας», και η διοίκηση δημιούργησε στενούς δεσμούς με εν ενεργεία πολιτικούς.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσληψη της πρώην Επιτρόπου, Neelie Kroes, αρχικά, δεν είχε προκαλέσει αντιδράσεις λόγω του γεγονότος ότι πραγματοποιήθηκε μετά το πέρας 18 μηνών από τη λήξη της θητείας της. Ωστόσο, μετά τη διαρροή, το ζήτημα έχει λάβει νέα τροπή, αφού φαίνεται η εν λόγω κυρία να συνομιλούσε με την Uber κατά τη διάρκεια της θητείας της, πραγματοποιώντας διαμεσολαβήσεις και εξυπηρετήσεις για πιο ελαστικούς κανόνες ανταγωνισμού, ενώ, παράλληλα, διατηρούσε στενές σχέσεις με την εταιρεία και στο διάστημα των 18 μηνών πριν την επίσημη πρόσληψή της. Μάλιστα, φαίνεται να ζήτησε από Ολλανδούς Υπουργούς να παρέμβουν σε έρευνες των διωκτικών αρχών για τις τακτικές και τη φορολογία της εταιρείας.
Ωστόσο, οι μεγαλύτερες αντιδράσεις έχουν προκληθεί στη Γαλλία εν όψει της εμπλοκής του ονόματος του Emmanuel Macron και, μάλιστα, σε μια συγκυρία, όπου το κόμμα του έχει απωλέσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, σε μια πρωτοφανή κατάσταση για τη Γαλλία, που δεν είναι συνηθισμένη στους ευρείς συμβιβασμούς ως βασική προϋπόθεση για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος. Αναλυτικότερα, μετά τη διεξαγωγή μαζικών διαδηλώσεων από οδηγούς ταξί το 2015 στη Μασσαλία (όπου πράγματι προκλήθηκαν αναταραχές εντός της πόλης), η τοπική νομαρχία αποφάσισε την αναστολή της λειτουργίας της εφαρμογής Uber Pop στην εν λόγω περιοχή. Συγχρόνως, είχαν αντιμετωπιστεί παρόμοια προβλήματα με διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, ενώ το προϊόν υπαγόταν οριακά εντός του νομοθετικού καθεστώτος με το οποίο λειτουργούσε. Ο Υπουργός Εσωτερικών είχε αρνηθεί να συνομιλήσει «με ανθρώπους που δεν σέβονται το γαλλικό δίκαιο». Κατά συνέπεια, το ίδιο βράδυ με την απόφαση των τοπικών αρχών στη Μασσαλία, ο επίσημος «λομπίστας» της εταιρείας στην Ευρώπη απευθύνθηκε στον τότε Γάλλο Υπουργό Οικονομικών, Emmanuel Macron, ο οποίος με γραπτό μήνυμά του, δεσμεύτηκε να μεσολαβήσει προσωπικά. Την επόμενη μέρα, η νομαρχία ανακάλεσε την απόφασή της…
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργός Οικονομικών, ο Macron ήρθε σε επαφή με στελέχη της Uber τουλάχιστον 14 φορές. Μάλιστα, περιέγραψε τους οδηγούς της Uber ως «θύματα βίας», όντας σε επικοινωνία με την εταιρεία για το νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα προωθείτο. Σε πρόσφατη συνέντευξή του για την εθνική επέτειο της 14ης Ιουλίου, ο Γάλλος Πρόεδρος, ερωτηθείς για το ζήτημα, δήλωσε ότι ενήργησε, ώστε να καταστήσει τη Γαλλία ελκυστική σε επενδύσεις και, κατ’ επέκταση, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, γεγονός που θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων. Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό της χώρας παραμένει ιδιαίτερα ταραγμένο στο μακρόσυρτο λυκόφως των αποκαλύψεων, με το διεθνές αυτό σκάνδαλο να αναδύει στην επιφάνεια τις δομικές αδυναμίες των αδυναμιών των θεσμών του πλουραλιστικού κράτους στην Ευρώπη τον 21ο αιώνα, σε ένα πλαίσιο που έχει απεικονιστεί από τον Collin Crounch ως «μεταδημοκρατικό».
Οι τυχούσες ευθύνες των εμπλεκόμενων ατόμων μπορούν να διαπιστωθούν και να αποδοθούν μόνο από τις δικαστικές αρχές. Ωστόσο, καθίσταται σαφές ότι οι κοινωνίες, τα πολιτικά συστήματα και η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να αναθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται το πρόβλημα της διαφθοράς και την επεξεργασία και ανατροφοδότηση των αιτημάτων διαφορετικών ομάδων σε έναν αποδιαρθρωμένο μεταβιομηχανικό κορπορατισμό, μέσα σε συνθήκες που επιτρέπουν σε συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων να παρακάμπτουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Emmanuel Macron réagit aux révélations « Uber Files » : « Je le referais demain et après-demain », Le Monde, διαθέσιμο εδώ
- Uber Files: Emmanuel Macron «assume» et enfume, Liberation, διαθέσιμο εδώ
- Uber Files” : au nom de l’emploi, Emmanuel Macron “assume à fond”, France24, διαθέσιμο εδώ