Της Σταυρούλας Παπαποντικού,
Η τεχνολογική πρόοδος συνιστά την εφαρμογή στη διαδικασία παραγωγής βελτιώσεων της γνώσης μέσω εφευρέσεων και καινοτομιών, που κατά συνέπεια βελτιστοποιούν την ατομική ευημερία, τόσο ποσοτικά μέσω διάφορων αυξήσεων του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος όσο και ποιοτικά μέσω των αυξήσεων των δυνατοτήτων επιλογής αγαθών και την αύξηση ελεύθερου χρόνου. Αποτελεί μετρήσιμο μέγεθος και συνέπεια της οικονομικής μεγέθυνσης. Αν, δηλαδή, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα είναι υψηλό, ανάλογες είναι και οι δυνατότητες δαπανών στους τομείς εκπαίδευσης και έρευνας, που αποτελούν την πηγή της τεχνολογικής προόδου. Παράλληλα, η αύξηση της ζήτησης, κάτι που συνδέεται με την αύξηση του εισοδήματος, αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τη χρήση νέων τεχνικών παραγωγής.
Τόσο σε αναπτυγμένα όσο και σε αναπτυσσόμενα κράτη, οι προηγούμενες γενιές αποτελούν μάρτυρες διαρκών μεταβολών, όσον αφορά το «ράλι» των τεχνολογικών εξελίξεων που συντελούνται καθημερινά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η επανάσταση και η μετέπειτα εξέλιξη έως σήμερα των προσωπικών υπολογιστών (PC), που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1980, αλλά και, γενικότερα, την αλματώδη ανελικτική πορεία της πληροφορικής, να κινείται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου μέσα σε διάστημα μόλις τεσσάρων δεκαετιών.
Διακρίνονται τρεις τύποι τεχνολογικής προόδου:
- Βελτιώσεις γνώσης που εξασφαλίζουν την παραγωγή επιπρόσθετου παρεχόμενου προϊόντος με τη χρήση δεδομένων ποσοτήτων εισροών, με λίγα λόγια τεχνική αποτελεσματικότητα.
- Βελτιώσεις γνώσης που αναβαθμίζουν ποιοτικά το προϊόν.
- Βελτιώσεις γνώσης που εξελίσσουν την παραγωγή ενός καινοτόμου προϊόντος.
Εν ολίγοις, η τεχνολογία δεν αναφέρεται μόνο στις τεχνικές μεταβολές, ήτοι το know-how, αναφέρεται, επίσης, στις κοινωνικές σχέσεις ή τους τρόπους παραγωγής.
Παρ’ όλα αυτά, η τεχνολογική πρόοδος εξαρτάται από δύο κατηγορίες παραγόντων:
- Τις ικανότητες και τα κίνητρα που δημιουργούνται στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης και του μεμονωμένου κλάδου παραγωγής.
- Παράγοντες εξωγενείς ως προς τις κατ’ ιδίαν επιχειρήσεις ή κατ’ ιδίαν κλάδους παραγωγής, όπως συνθήκες της αγοράς αγαθών και συντελεστών παραγωγής, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η γενικότερη κρατική πολιτική, το θεσμικό καθεστώς αναφορικά με τον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης, η ανάπτυξη και χρηματοδότηση της «έρευνας και ανάπτυξης» από το δημόσιο και το κοινωνικό περιβάλλον.
Σε επίπεδο εγχώριας οικονομίας, χαρακτηρίζεται τεχνολογικά εξαρτημένη, όταν οι εισαγωγές από το εξωτερικό αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή της τεχνολογίας της. Οι καταναλωτές επωφελούνται από αυτές τις βελτιώσεις, ανεξάρτητα από το αν ζουν σε πλούσιες ή φτωχές χώρες. Βέβαια, οι οικονομικά αναπτυσσόμενες χώρες χαρακτηρίζονται από μία αδυναμία παραγωγής των κεφαλαιουχικών αγαθών και, κατά συνέπεια, η ελαστικότητα προσφοράς κεφαλαιουχικών αγαθών είναι πρακτικά μηδενική, έναντι με την αντίστοιχη ελαστικότητα των ήδη αναπτυγμένων κρατών που εμφανίζει θετικό πρόσημο. Πράγμα που μπορεί να ερμηνευθεί, καθώς η ανεπτυγμένη χώρα, ακόμη και όταν εισάγει κεφαλαιουχικά αγαθά, δύναται να ανταποκριθεί σε μία αύξηση της ζήτησης για εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών υποκαθιστώντας εισαγόμενα με εγχώρια, ενώ η αναπτυσσόμενη δεν δύναται. Αντίστοιχα, η αναπτυσσόμενη δεν μπορεί να συγκριθεί με μία αναπτυγμένη ως προς την προσαρμογή της εισαγόμενης τεχνολογίας στις απαιτήσεις της.
Βέβαια, σε τομείς που οι δαπάνες για «έρευνα και ανάπτυξη» καθίστανται υψηλές αποδεικνύουν την ύπαρξη αντίστροφων spillovers, δηλαδή η εντός του κράτους επένδυση δημιουργεί μια εξωτερικότητα που αφομοιώνεται από τις ξένες εταιρείες. Εκτός αυτού, διαφαίνεται ότι αυτή η θετική εξωτερικότητα διαχέεται εσωτερικά στην επιχείρηση, ενώ παραλείπονται τα αποτελέσματα διάχυσης στην αλυσίδα του εφοδιασμού. Επομένως, οι εξωτερικότητες είναι απίθανο να είναι αποτέλεσμα της ζήτησης που δημιουργείται. Έπειτα, φαίνεται πως τα αποτελέσματα διάχυσης είναι μεγαλύτερα εκεί όπου η συγκέντρωση της βιομηχανίας είναι μεγαλύτερη, δηλαδή σε αναπτυγμένες χώρες, γεγονός που υποστηρίζει ότι το πεδίο εφαρμογής του technology sourcing είναι γεωγραφικά περιορισμένο, ακόμη και εντός της χώρας υποδοχής.
Ξεκάθαρη ένδειξη της τεχνολογικής εξάρτησης συνιστούν τα κινητά τηλέφωνα. Ως περίπτωση τεχνολογικού άλματος (leapfrogging), δόθηκε πρόσβαση στους φτωχούς ανθρώπους των αναπτυσσόμενων χωρών σε τηλεπικοινωνίες μεγάλης εμβέλειας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για ακριβές επενδύσεις σε γραμμές σταθερής τηλεφωνίας και άλλες υποδομές. Παρομοίως, το mobile banking, που παρέχεται μέσω τηλεφώνων, έχει καταστήσει δυνατή την πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε απόμακρες περιοχές χωρίς υποκαταστήματα τραπεζών, κάτι που βελτιστοποιεί τη ζωή των ανθρώπων. Μολαταύτα, πραγματική βελτίωση των ανθρώπων που διαμένουν σε αναπτυσσόμενες χώρες θα υπάρξει όχι μόνον με την παροχή φθηνών και τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων, αλλά και με το να τελεσφορεί στη δημιουργία νέων καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας, καθιστώντας τον πολίτη και καταναλωτή και παραγωγό.
Έπειτα, καινοτόμες ψηφιακές τεχνολογίες διαδραματίζουν ιδιάζοντα ρόλο στη μεταβολή από τη γεωργία μικρής κλίμακας σε γεωργία μεγάλης κλίμακας στη Λατινική Αμερική και αλλού. Τα «Μεγάλα δεδομένα» (γνωστά ως “Big data”), το «Παγκόσμιο Σύστημα Στιγματοθέτησης» (γνωστό και ως “GPS”), τα drones και η επικοινωνία υψηλής ταχύτητας έχουν δημιουργήσει επεκτατικές υπηρεσίες, όπως: ποιοτική, παραγωγική και ποσοτική άρδευση και χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, ρηξικέλευθα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, ποιοτικό έλεγχο και καταλληλότερη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αυτές οι βελτιώσεις αυξάνουν την παραγωγικότητα, παρέχοντας υψηλότερες αποδόσεις. Η εισαγωγή αυτών των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή των αναπτυσσόμενων χωρών πραγματοποιείται συχνά μέσω παγκόσμιων αλυσίδων αξίας (GVC). Θεωρητικά, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (GVC) βοηθούν αυτές τις οικονομίες, διευκολύνοντας την είσοδό τους στις παγκόσμιες αγορές.
Ωστόσο, το πρόβλημα των αναπτυσσόμενων κρατών έναντι των αναπτυγμένων ως προς την τεχνολογική εξέλιξη είναι η λεγόμενη «καταλληλότητα» της τεχνολογίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ικανοποίηση των αναγκών των υπαρχουσών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών ομάδων. Κατά πόσο, δηλαδή, η παρεχόμενη τεχνολογία δεν είναι η γενικά κατάλληλη ως προς την αντιμετώπιση προβλημάτων, όπως το χαμηλό εισόδημα, οι περιορισμένες δυνατότητες απασχόλησης, η ανεπαρκής κοινωνική διοίκηση και άλλα προβλήματα που μαστίζουν μία αναπτυσσόμενη οικονομία. Αυτό το φαινόμενο κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι η τεχνολογική εξέλιξη είναι κυρίως συγκεντρωμένη στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες, ενώ είναι διαμορφωμένη βάσει των αναγκών των κρατών αυτών. Η ακαταλληλότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες έγκειται στο γεγονός ότι η τεχνολογική εξέλιξη απλά μεταφέρεται από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες, δημιουργώντας οικονομική δυσπραγία στις δεύτερες, ώστε να εναρμονιστούν με το μοντέλο, αλλά και με τις συνθήκες παραγωγής των αναπτυγμένων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πολιτική Οικονομικής Ανάπτυξης, Ιωάννης Σ. Βαβούρας, Εκδόσεις Παπαζήση, Β’ Έκδοση, Αθήνα, 2016
- How To Achieve Organic Growth In Your Business, forbes.com, διαθέσιμο εδώ
- Τεχνολογική πρόοδος: Σκέψεις για τις συνέπειες, naftempriki.gr, διαθέσιμο εδώ
- Οι νέες τεχνολογίες θα βοηθήσουν ή θα βλάψουν τις αναπτυσσόμενες χώρες;, thepressproject.gr, διαθέσιμο εδώ
- Χωρίς την τεχνολογία θα πάγωνε η Οικονομία, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η τεχνητή νοημοσύνη και ο δρόμος για την τεχνοαποικιοκρατία, foreignaffairs.gr, διαθέσιμο εδώ
- Άμεσες Ξένες Επενδύσεις Από Αναπτυσσόμενες Χώρες, Σμπρίνη Έλενα-Σοφία, Διεθνών Και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών 2015-2016, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών