Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Ως συνέχεια προηγούμενων, συναφών άρθρων, στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστούν, συνοπτικά, οι καίριες σκέψεις δύο πολιτικής δικαιοδοσίας αποφάσεων του Εφετείου Πειραιώς, το οποίο για την πρώτη υπόθεση συγκροτήθηκε από Μονομελή σύνθεση, ενώ στην δεύτερη υπόθεση από Τριμελή. Και οι δύο αποφάσεις εξεδόθησαν κατόπιν ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Κοινή θεματική που πραγματεύονται οι δύο αποφάσεις αποτελεί το ζήτημα της προσβολής της προσωπικότητας —μία πολυσχιδής νομική έννοια που εξειδικεύεται και ερευνάται κάθε φορά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον—, όπως αυτή προσδιορίζεται στα άρθρα 57 και 59 Α.Κ.. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις εξής αποφάσεις:
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡΑΙΩΣ 12/2021: Η απόφαση εξεδόθη κατόπιν ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η μείζων πρόταση του Εφετείου εκκινεί από την ερμηνεία των βασικών διατάξεων περί προστασίας της προσωπικότητας, ήτοι του συνδυασμού των άρθρων 2§1 Συντάγματος και 57-59 Α.Κ. Εν συνεχεία, παρατίθενται οι προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας βάσει των διατάξεων αυτών, ως μορφή αδικοπραξίας σε συνδυασμό με το πλέγμα των διατάξεων περί αδικοπραξιών 914επόμ. Α.Κ.. Ειδικότερα, αυτές είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας.
Εν συνεχεία, το Εφετείο αναφέρεται σε άρθρα του Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και πιο συγκεκριμένα στο συνδυασμό των διατάξεων του Νόμου που οριοθετεί την έκταση της προστασίας των αγαθών της προσωπικότητας (ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του ατόμου) και της πληροφοριακής ελευθερίας (του δικαιώματος του προσώπου να πληροφορεί και να πληροφορείται), θέτοντας στην άσκηση της τελευταίας συγκεκριμένους περιορισμούς, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητας του φυσικού προσώπου όσο και η ελεύθερη κυκλοφορία (συλλογή-μετάδοση-χρήση) των προσωπικών πληροφοριών που αφορούν το φυσικό πρόσωπο, και για την ασφάλεια των συναλλαγών και για την εγκαθίδρυση και λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως έχουν ως παρατίθενται ακολούθως: η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη διατηρούσε ερωτική σχέση με τον εναγόμενο/εκκαλούντα δίχως να γνωρίζει ότι αυτός ήταν παντρεμένος, σχέση η οποία διατηρήθηκε και μετά την περιέλευση του γεγονότος εις γνώσιν της. Όταν διέκοψαν τη σχέση τους, ο εκκαλών άρχισε να παρενοχλεί την εφεσίβλητη με πληθώρα προσβολών, απειλητικών μηνυμάτων, αλλά και με απειλή δημοσιοποίησης οπτικοακουστικού υλικού από προσωπικές μεταξύ τους στιγμές, που κατείχε χωρίς τη συναίνεση της εφεσίβλητης ως προς την κοινοποίηση του υλικού αυτού. Μάλιστα, ο ίδιος την απείλησε ότι με τη δημοσιοποίηση του υλικού αυτού, είχε πρόθεση να καταστήσει την ίδια και την οικογένειά της υπό διασυρμό, ενώ της πρότεινε ως λύση την αυτοκτονία.
Η εφεσίβλητη πράγματι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει δύο φορές, όπως προκύπτει από το σύνολο των αποδεδειγμένων πραγματικών περιστατικών, έχοντας περιέλθει σε καταθλιπτική και επιβαρυμένη ψυχική κατάσταση με άγχος και θλίψη, από την αδιέξοδη αυτή κατάσταση που συνεχιζόταν με ολοένα και αυξανόμενη ένταση. Με βάση μάλιστα το ιστορικό αυτό, ο εναγόμενος παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, ως υπαίτιος α) των πράξεων της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ΄ εξακολούθηση και β) της παραβίασης του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων κακουργηματικού χαρακτήρα,[…] καθώς κρίθηκε από το Συμβούλιο, ότι με αυτόν το τρόπο αποσκοπούσε στην πρόκληση βλάβης στην ενάγουσα και συγκεκριμένα, στην βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς της, επιχειρώντας να την παρουσιάσει ως άτομο ελαφρών ηθών, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό βάναυσα την προσωπικότητά της.
Επ’ αυτού του ιστορικού, εξεδόθη η πρωτοβάθμια απόφαση, βάσει της οποίας, ο εναγόμενος υποχρεώθηκε στην καταβολή 12.500€ με τον νόμιμο τόκο προς την ενάγουσα – ποσό που θεωρήθηκε ανάλογο της προσβολής και της απαξίας των πράξεων του εναγομένου – ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει λόγω υπαιτιότητάς του εναγομένου και στα δικαστικά έξοδα. Εν τέλει, η έφεση του εκκαλούντος δεν ευδοκίμησε, καθώς το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τη δέχτηκε τυπικώς, εντούτοις την απέρριψε κατ΄ ουσίαν, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση.
ΤΡΙΜ.ΕΦ.ΠΕΙΡΑΙΩΣ 5/2021: Εν προκειμένω, ασκήθηκαν δύο αντίθετες εφέσεις επί της εκκαλουμένης απόφασης, οι οποίες συνεκδικάστηκαν ώστε να επιτευχθεί η διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης κι η μείωση των των εξόδων. Ο εκκαλών της α’ εφέσεως και ενάγων στην πρωτοβάθμια δίκη, με την έφεσή του εκθέτει για τον εφεσίβλητο και εν ενεργεία Δικηγόρο της α’ έφεσης ότι ο τελευταίος ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδή και δυσφημιστικά γεγονότα ως προς το πρόσωπό του και προέβη επιπλέον σε εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος του, όπως ειδικότερα εξειδικεύονται, των οποίων έλαβαν γνώση ο Πταισματοδίκης, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς, οι αρμόδιοι γραμματείς και οι Δικαστές που χειρίζονται την υπόθεση κι εξαιτίας των οποίων προσβλήθηκε η προσωπικότητα του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος του οφείλει χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης νομιμοτόκως και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει παρόμοιες εκφράσεις και ισχυρισμούς, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης.
Το πρωτοβάθμιο Δικάσαν, εν μέρει δέχτηκε την αγωγή του εκκαλούντος της α’ έφεσης, επιδικάζοντας μικρότερο ποσό από το επίδικο κεφάλαιο, αλλά επίσης διέταξε τον εναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον κάθε ανάλογη επίκληση, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Επί της πρωτοβάθμιας απόφασης, ο ενάγων της αγωγής άσκησε έφεση με σκοπό την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να γίνει δεκτή εν όλω η ασκηθείσα αγωγή του με το αυτό αιτητικό, ενώ ο εκκαλών του αντίθετου ασκηθέντος ενδίκου μέσου προσδοκεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό την απόρριψη της αγωγής.
Η μείζων πρόταση του Εφετείου, εκκινεί με μία αναλυτική ερμηνεία των διατάξεων 346 Α.Κ. περί τόκων επιδικίας και του πλέγματος των διατάξεων 57-59 & 914, 932 Α.Κ. περί της αποζημίωσης επί προσβολής της προσωπικότητας, επισημαίνοντας ότι η προσβολή δύναται να επέλθει και από ποινικό αδίκημα. Το δευτεροβάθμιο δικάσαν, στη συνέχεια προχωρεί στην αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επί των πραγματικών περιστατικών, σημειωτέα τα εξής: επί της πρωτοβάθμιας δίκης, ο εναγόμενος Δικηγόρος, ισχυρίστηκε ότι ο αντίδικός του αποτελεί στέλεχος της Χρυσής Αυγής ενόσω είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος των μελών της για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, ενώπιον των «τρίτων» θεσμικών οργάνων της Δικαιοσύνης. Εντούτοις, ουδέν ισχυρό έρεισμα έφερε ο ισχυρισμός αυτός, που απεδείχθη αναληθής, προκαλώντας ηθική βλάβη στον ενάγοντα της αγωγής επί του α’ βαθμού.
Τελικώς, το Εφετείο απεφάνθη υπέρ της τυπικής κι ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων εφέσεως που προτάθηκαν εκατέρωθεν. Για αυτό, έκανε δεκτές τις συνεκδικαζόμενες, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, κάνοντας εν μέρει δεκτή την πρωτόδικη αγωγή και επιδικάζοντας χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα της αγωγής. Παράλληλα, κρίθηκε βάσιμος ο κίνδυνος μελλοντικής επανάληψης προσβολών από πλευράς του εναγόμενου, λόγω εκκρεμών αντιδικιών του με τον ενάγοντα. Για αυτό το λόγο επεβλήθη στον εναγόμενο της αγωγής η υποχρέωση παράλειψης των ίδιων ή συναφών συκοφαντικών ισχυρισμών, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Τα πλήρη κείμενα των αποφάσεων, διαθέσιμα στη Νομική Βάση Δεδομένων Nomos Intrasoft