Της Νόρας Κούρτη,
Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής είναι ένας θεσμός που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και οφείλει την ύπαρξή του στις προσπάθειες της Ένωσης να αποσείσει τις κατηγορίες της αδιαφανούς και επικίνδυνης «γραφειοκρατίας των Βρυξελλών». Είναι ένα όργανο εμπνευσμένο από τα σκανδιναβικά πρότυπα που λειτουργεί πολλά χρόνια με τη μορφή του Ombudsman, ο οποίος μεριμνά για τη διασφάλιση σωστών συνθηκών στη δημόσια διοίκηση. Στην Ελλάδα, έχουμε αντίστοιχα τον Συνήγορο του Πολίτη. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Διαμεσολαβητής εισάγεται προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια κατά τη λειτουργία των οργάνων και η εγγύτητα προς τον πολίτη. Συνδέεται στενά με τη θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, αλλά και με το δικαίωμα αναφοράς προς το Κοινοβούλιο και προς τον ίδιο, όπως αναφέρει το άρθρο 24 ΣΛΕΕ.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής δεν είναι αυτοτελές όργανο, αλλά λειτουργεί στους κόλπους του Κοινοβουλίου ως φυσικό μονοπρόσωπο όργανο, το οποίο εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και έχει την έδρα του στο Στρασβούργο. Η θητεία του διαρκεί 5 χρόνια και είναι ανανεώσιμη. Κύριο καθήκον του είναι η παρακολούθηση της δημόσιας διοίκησης της Ένωσης και αποτροπή των περιπτώσεων κακής διοίκησης από τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης.
Τι σημαίνει ότι ο Διαμεσολαβητής επιλαμβάνεται περιπτώσεις κακής διοίκησης; Πληροφορείται τις περιπτώσεις αυτές είτε από καταγγελίες διοικουμένων που υποβάλλονται στον ίδιο είτε μέσω ενός μέλους του Κοινοβουλίου που προχωρά σε έρευνες τις οποίες θεωρεί «δικαιολογημένες». Καταγγελία μπορεί να υποβληθεί στον Διαμεσολαβητή σε οποιαδήποτε από τις γλώσσες των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσδιορίζοντας σαφώς την ταυτότητά του καταγγέλλοντος, το θεσμικό όργανο ή τον οργανισμό της Ε.Ε. εναντίον του οποίου στρέφεται η καταγγελία, καθώς και τη βάση της καταγγελίας. Η καταγγελία πρέπει να υποβληθεί εντός διετίας από το χρόνο κατά τον οποίο περιήλθαν στη γνώση του καταγγέλλοντος τα γεγονότα στα οποία βασίζεται. Δεν χρειάζεται να θίγεται ατομικά ο ίδιος ή η ίδια από την περίπτωση κακοδιοίκησης. Πρέπει να έχει ήδη επικοινωνήσει με το αρμόδιο θεσμικό όργανο ή οργανισμό σχετικά με το αντικείμενο της καταγγελία, για παράδειγμα μέσω επιστολής.
Ο Διαμεσολαβητής δεν επιλαμβάνεται υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον της δικαιοσύνης ή επί των οποίων έχει ήδη αποφανθεί δικαστήριο. Ορισμένα παραδείγματα κακής διοίκησης είναι τα εξής: άδικη μεταχείριση, διακρίσεις, κατάχρηση εξουσίας, παράλειψη ή άρνηση ενημέρωσης, αναιτιολόγητη καθυστέρηση, παράτυπες διαδικασίες. Δικαίωμα καταγγελίας παρέχεται σε όσους κατοικούν στην Ένωση, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, αλλά και σε νομικά πρόσωπα που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση. Η παρέμβαση του Διαμεσολαβητή λόγω κακής διοίκησης περιορίζεται στα όργανα της Ένωσης και βρίσκονται εκτός εντολής του τα εθνικά όργανα και οι εθνικές αρχές, ακόμη και όταν ενεργούν εφαρμόζοντας το ευρωπαϊκό δίκαιο. Ωστόσο, γίνονται δεκτά τα παράπονα ιδιωτών κατά της Επιτροπής για τον τρόπο άσκησης των ελεγκτικών καθηκόντων σε βάρος κρατών μελών για περιπτώσεις παραβάσεων Ενωσιακού Δικαίου.
Στη Συνθήκη δεν αναφέρεται κάποιος ορισμός του τι σημαίνει κακή διοίκηση, με αποτέλεσμα ο όρος να συγκεκριμενοποιηθεί από τον ίδιο τον διαμεσολαβητή. Σημειώνεται, λοιπόν, ότι περίπτωση κακής διοίκησης συντρέχει όταν ένα δημόσιο όργανο παραλείπει να ενεργήσει σύμφωνα με τον κανόνα ή την αρχή που το δεσμεύει. Αν μετά την έρευνα που θα διεξαχθεί, το πόρισμα του διαμεσολαβητή είναι θετικό, το οικείο όργανο ενημερώνεται και καλείται να εκθέσει την άποψή του. Ενημερώνεται και ο καταγγέλλων και ο διαμεσολαβητής συντάσσει έκθεση την οποία υποβάλλει στο Κοινοβούλιο και στο εν λόγω όργανο. Ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και αμεροληψία. Δεν επιβάλλει ποινές ή τιμωρίες και η έκθεση του δεν δεσμεύει το Κοινοβούλιο. Τέλος, μεταξύ των καθηκόντων του βρίσκεται και η υποχρέωση να συντάσσει ετήσια έκθεση για τα αποτελέσματα των ερευνών του, την οποία υποβάλλει στο Ευρωκοινοβούλιο.
Ένα παράδειγμα μιας υπόθεσης που χειρίστηκε ο Διαμεσολαβητής αφορούσε καθυστέρηση πληρωμής από την Επιτροπή σε Γερμανό επιστήμονα δημοσιογράφο. Η Επιτροπή εξήγησε την καθυστέρηση, τους τόκους που καταβλήθηκαν και τις επιταχυνόμενες μελλοντικές πληρωμές σε εμπειρογνώμονες Σε άλλη περίπτωση, κατόπιν καταγγελίας από μια ουγγρική, η EPSO (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού) συμφώνησε να διευκρινίσει τις πληροφορίες που περιέχονται στις προκηρύξεις διαγωνισμών πρόσληψης σχετικά με τις δοκιμασίες επιλεξιμότητας και προεπιλογής. Μια τρίτη υπόθεση επιλύθηκε όταν ο Διαμεσολαβητής ανάγκασε το Συμβούλιο να απελευθερώσει στο κοινό έγγραφα που προηγουμένως δεν αναγνώρισε την ύπαρξή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Ευγενία Ρ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2013