12.8 C
Athens
Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ ιδεολογία ως βασικός αρωγός στην εξέλιξη του οικονομικού συστήματος (Μέρος Β')

Η ιδεολογία ως βασικός αρωγός στην εξέλιξη του οικονομικού συστήματος (Μέρος Β’)


Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,

Στο μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο άρθρο, οι κοινωνίες στηρίζονταν στην έννοια της ιδιωτικής περιουσίας, η οποία λατρευόταν ως κάτι το ιερό, και δε νοούταν πολιτισμένη κοινωνία χωρίς την ιδιωτική περιουσία ως θεμέλιο λίθο της. Ενώ ο ανταγωνισμός, είτε μεταξύ ατόμων είτε μεταξύ εθνών, θεωρούταν όχι μόνο φυσικό, αλλά και ωφέλιμο, ως κάτι που οδηγεί στην ανάπτυξη (βλ. Hegel). Φυσικά, το ζενίθ ήταν η Belle Epoque, κατά την οποία στην Ευρώπη το 90% του πλούτου άνηκε σε μόλις 10% του πληθυσμού, στο οποίο ποσοστό άνηκε κι το 50% του εισοδήματος.

Την οικονομική σκέψη εκείνης της εποχής μπορούμε να πούμε ότι συντάραξαν δύο γεγονότα. Το πρώτο, ήταν η Ρωσική Επανάσταση και το δεύτερο το «Κραχ» του 1929 με την κρίση που ακολούθησε. Η επανάσταση των Μπολσεβίκων διέλυσε τη ψευδαίσθηση του τότε καπιταλισμού και έδειξε ότι υπάρχουν εναλλακτικές, ανοίγοντας, έτσι, όχι μόνο νέα μονοπάτια σκέψης, αλλά κάνοντας πολύ αληθινή την απειλή εξάπλωσης της επανάστασης και σε άλλες χώρες. Η κρίση που ακολούθησε το «Κραχ» του 1929, ανέδειξε την αδυναμία του συστήματος, τόσο, δηλαδή, την αφέλεια που μπορεί να διέπει τις αγορές, αλλά και την ανικανότητα των κυβερνήσεων να αντιδράσουν. Τα δύο αυτά γεγονότα συνέβαλαν στη γέννηση της σοσιαλδημοκρατίας στη δυτική Ευρώπη και τις Η.Π.Α.

Ήδη από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, βλέπουμε μία στροφή στις πολιτικές των κρατών. Φυσικά, πέραν της επαναστάσεως, τα κράτη μόλις βγήκαν από έναν πολύ δαπανηρό πόλεμο με μεγάλα χρέη, εξαθλιωμένους πληθυσμούς και κατεστραμμένες πόλεις. Προκείμενου να ανακάμψουν, λοιπόν, εισήγαγαν νέους φόρους, με τη μεγαλύτερη καινοτομία να είναι η προοδευτική φορολόγηση, δηλαδή το ποσοστό της φορολόγησης αυξάνεται αναλογικά με το ύψος της περιουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου, στο οποίο η νέα φορολογία ανάγκασε πολλούς ευγενείς να πουλήσουν ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους, με πολλά μεγάλα κτήματα και επαύλεις να εγκαταλείπονται −κάτι το οποίο μπορούμε να δούμε και στην πολύ αγαπημένη μου σειρά “Downton Abbey”.

Παράλληλα, πολλές κυβερνήσεις (ας μη ξεχνάμε ότι το 1924 για πρώτη φορά το Εργατικό Κόμμα κέρδισε τις εκλογές στο Η.Β.) αποφάσισαν να προχωρήσουν σε κατασχέσεις περιουσιών και κρατικοποίηση πολλών εταιρειών που θεωρούνταν κρίσιμες για τη χώρα (σιδηρόδρομοι, παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κλπ). Αυτές και άλλες πολιτικές, όπως το “New Deal” του Roosevelt, στόχευαν τόσο στην ενίσχυση των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών, αλλά και την αποδυνάμωση των ιδιωτών και οδήγησαν, τελικά, σε αυτό που αποκαλείται «κατάρρευση» της ιδιωτικής περιουσίας.

Η σοσιαλδημοκρατία άνθισε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως και ο πρώτος πόλεμος, άφησε τις χώρες με τεράστια χρέη. Ενδεικτικά, το χρέος της Γαλλίας έφτανε στο 270% του Α.Ε.Π. της και του Η.Β. στο 310%. Και όμως, οι χώρες αυτές κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να ξεχρεώσουν. Η πολιτική που θα ακολουθούνταν πριν μερικές δεκαετίες θα ήταν η μείωση των δημοσίων δαπανών και η δρομολόγηση ενός μέρους του προϋπολογισμού προς την εξόφληση των δανείων, για την οποία θα απαιτούνταν ίσως και ένας αιώνας περίπου, ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική. Οι κυβερνήσεις επέλεξαν έναν άλλο δρόμο. Για ακόμη μία φορά στράφηκαν στην προοδευτική φορολογία. Για την περίοδο 1946-1948, στη Γερμανία, τα υψηλά εισοδήματα φορολογούνταν με δείκτη 90%, ο οποίος, έπειτα, μειώθηκε στο 50-55%. Έτσι, χάριν και στον μεγάλο πληθωρισμό, τα χρέη εξοφλήθηκαν γρήγορα και οι χώρες επέστρεψαν στην όποια κανονικότητα μπορούσαν να βρουν.

Η σοσιαλδημοκρατία, αρχικά, επικράτησε στις περισσότερες δυτικές χώρες (λιγότερο στις Η.Π.Α.), άσχετα με το αν οι κυβερνήσεις τους ονομάζονταν έτσι. Αυτό που επιχείρησε να κάνει είναι να μειώσει τις ανισότητες ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα, διατηρώντας την ελεύθερη αγορά. Οι εκφάνσεις των ανισοτήτων θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τρεις: το δίκαιο, η φορολόγηση και η εκπαίδευση. Μέσω αυτών των τριών μπορεί ένα κράτος να δράσει. Και στους τρεις τομείς υπήρχαν επιτυχίες, στο τέλος, όμως, η σοσιαλδημοκρατία, όπως ήδη ξέρουμε, απέτυχε και ιδίως στο θέμα της εκπαίδευσης, γιατί δεν μπόρεσε να εμβαθύνει αρκετά στα ζητήματα αυτά, αλλά ικανοποιούνταν με «μισές» λύσεις. Αυτή η αποτυχία της οδήγησε και στη γέννηση ενός τερατόμορφου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που μοιάζει επικίνδυνα πολύ με αυτόν της περιόδου πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όσον αφορά, αρχικά, το φορολογικό κομμάτι, όπως έχει ήδη ειπωθεί αρκετές φορές, χρησιμοποιήθηκε η προοδευτική φορολόγηση του πλούτου. Νομοθετικά, τα κράτη άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στους εργαζομένους μέσω της καθιέρωσης του 8ώρου, αδειών και, φυσικά, του κοινωνικού κράτους, ενώ τους έδωσε και μεγαλύτερη επιρροή. Αξίζει να αναφερθεί εδώ, ότι η δυτική Γερμανία το 1951 υποχρέωσε τις μεγάλες εταιρείες κάρβουνου και ατσαλιού να παραχωρούν το 50% των θέσεων του διοικητικού συμβουλίου σε εκπροσώπους των εργατών, ενώ το 1952 εταιρείες και σε άλλους κλάδους το 1/3 των θέσεων, για να έρθει τέλος ο νόμος του 1976, σύμφωνα με τον οποίο κάθε εταιρεία με περισσότερους από 2.000 εργαζομένους πρέπει να παραχωρεί τις μισές θέσεις του διοικητικού συμβουλίου σε εκπροσώπους των εργαζομένων. Κάτι το οποίο εφάρμοσε κι η Γαλλία το 2013. Τέλος, παρέχοντας δωρεάν εκπαίδευση κατάφερε η Ευρώπη να έχει πλήρη αλφαβητισμό τη δεκαετία του ’80 (ενώ οι Η.Π.Α. το ’60 για τους λευκούς). Η σοσιαλδημοκρατία δεν κατάφερε, όμως, να προσφέρει και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση, που είναι μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της γενικότερα.

Η διακύμανση της φορολογίας των νοικοκυριών στις Η.Π.Α. από το 1915 μέχρι το 2010, Πηγή εικόνας: taxfoundation.org

Σε καμιά περίπτωση δε μπορούμε να μιλήσουμε για τον αντίκτυπο των ιδεολογιών στις κοινωνικές ανισότητες και να μην αναφερθούμε στις σοσιαλιστικές χώρες. Εδώ θα μιλήσουμε συγκεκριμένα για τη Σοβιετική Ένωση. Γενικότερα, καταπιανόμαστε με ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α., γιατί για αυτές κυρίως υπάρχουν δεδομένα.

Η Σοβιετική Ένωση, λοιπόν, ήταν το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, το οποίο απαρνήθηκε την ιδιωτική περιουσία και αποφάσισε να την εξαλείψει παντελώς. Στη μαρξιστική σκέψη της εποχής, σκοπός ήταν τα μέσα παραγωγής να περάσουν στους εργάτες, οι οποίοι θα μπορούν να τα διαχειρίζονται δημοκρατικά. Για να γίνει κάτι τέτοιο, όπως είχε γράψει ο Μαρξ, είναι απαραίτητο το στάδιο της «Δικτατορίας του Προλεταριάτου», στην οποία το κράτος, εκπροσωπώντας πάντα τους εργάτες, θα επιβάλλει τη βούλησή του χωρίς να προσφέρει εναλλακτικές. Στο θέμα της οικονομίας, λοιπόν, η ιδιωτική περιουσία κρατικοποιήθηκε στο σύνολό της, χωρίς ποτέ να περάσει η οικονομία στο επόμενο στάδιο. Αυτό συνέβη, διότι ο Στάλιν δεν ήθελε να καθυστερήσει η εκβιομηχάνιση της χώρας, προτιμώντας, έτσι, τις κολεκτιβοποιήσεις με τα γνωστά αποτελέσματα.

Ο Λένιν, αντίθετα, ήταν πρόθυμος να επιτρέψει σε μικροϊδιοκτήτες να λειτουργούν αυτόνομα από το κράτος, διότι καταλάβαινε ότι μία οικονομία δε μπορεί να λειτουργήσει αποτελούμενη μόνο από προλετάριους. Χρειάζονται, επίσης, μικροπωλητές, ο φούρναρης της γειτονιάς ή ο βιβλιοπώλης. Τη δεκαετία του ’30 όμως, υπό τον τρόμο του Στάλιν, όλοι όσοι τολμούσαν να έχουν ακόμη κι έναν μικρό πάγκο με φαγητό στον δρόμο, εκδιώχθηκαν ως εχθροί του κράτους και του σοσιαλισμού. Βλέπετε, πέραν του ότι ο Στάλιν, για να επιβιώσει ως δικτάτορας, έπρεπε να φτάσει την καταπίεση στα άκρα, οι αποτυχίες των οικονομικών πολιτικών έπρεπε να έχουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο, που ήταν συνήθως οι μικροπωλητές, οι διευθυντές και, γενικά, όποιος μπορεί να απέκλινε λίγο από την πλειονότητα. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το 1953, όταν πέθανε ο Στάλιν, το 5% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας βρισκόταν στη φυλακή.

Παρ’ όλα αυτά, στη Σοβιετική Ένωση οικονομικές ανισότητες δεν υπήρχαν. Ένας υπουργός σε σχέση με έναν απλό εργάτη έπαιρναν σχεδόν τον ίδιο μισθό. Οι ανισότητες στηρίζονταν όχι στον προσωπικό πλούτο, αλλά στα προνόμια και δικαιώματα που είχε ο καθένας. Οι απλοί πολίτες δεν είχαν καν το δικαίωμα να μετακινηθούν εντός της χώρας. Το πού θα μείνουν και θα δουλέψουν, αλλά και το πού θα πάνε διακοπές σχετίζονταν με τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης. Ενώ η πολιτική ελίτ, η νομενκλατούρα, είχε μεγαλύτερη πρόσβαση σε αγαθά, πολυτελή θέρετρα αναψυχής και ισχυρότερα διαβατήρια που τους επέτρεπαν να ταξιδεύουν με λιγότερους περιορισμούς.

Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν: οι φιλόσοφοι και ηγέτες που στιγμάτισαν τόσο την ιστορία της Ρωσίας όσο και την σοσιαλιστική ιδεολογία, Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: Apic / Getty Images

Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, πολλοί ήταν αυτοί που πίστεψαν ότι από δω και πέρα δεν υπήρχε λόγος ύπαρξης των ιδεολογιών, αφού ήταν φανερό ότι ο φιλελευθερισμός θριάμβευσε. Αυτή η άποψη και το αίσθημα νίκης της Δύσης προώθησε ακόμη περισσότερο τον νεοφιλελευθερισμό και τον άκρατο καπιταλισμό, με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες αρκετά ειρωνικά να γίνονται οι καλύτεροι εκπρόσωποί του. Ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν στον κόσμο με αρκετά ενδιαφέρουσα περίπτωση αυτή της Κίνας, η οποία αξίζει ένα άρθρο μόνη της.

Αυτή τη στιγμή νομίζω πως έχει γίνει φανερό ότι στη Δύση χρειαζόμαστε μια ιδεολογική ανανέωση, αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς προς τα πού να στραφούμε. Παράλληλα, υπάρχουν και οι αρνητές της πραγματικότητας χάριν προσωπικού οφέλους, που παρεμποδίζουν όποια συζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση, προβάλλοντας επιχειρήματα που δυσκολεύομαι πολλές φορές να τα πάρω στα σοβαρά (βλ. Ελλάδα). Αυτό το ζήτημα είναι κάτι που θα αναπτύξω στο επόμενο και τελευταίο άρθρο μου σχετικά με την ιδεολογία και τις ανισότητες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Capital and Ideology, Thomas Piketty, Harvard University Press

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκαμπής
Κωνσταντίνος Γκαμπής
Γεννημένος το 2002 στην Κέρκυρα, σπουδάζει στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Θέλει, επίσης, σίγουρα να κάνει κι ένα μεταπτυχιακό, αλλά δεν έχει ιδέα πάνω σε τι. Μιλάει αγγλικά, ενώ πασχίζει να μάθει και ρώσικα. Στον ελεύθερο χρόνο του, ασχολείται με το debate, το μπαλέτο και το διάβασμα, ενώ του αρέσει να περνάει πολλές ώρες σε καφέ, μόνος ή με παρέα.