Της Μαρίας Σπαράκη,
Το έγκλημα του εμπρησμού αποτελεί μάστιγα στη σημερινή κοινωνία. Κάθε χρόνο, η Ελλάδα πλήττεται από καταστροφικές πυρκαγιές. Ο Έλληνας νομοθέτης επιλέγει την εισαγωγή μιας νέας νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 264, η οποία εμφανίζει ορισμένες διάφορες σε σχέση με τον παλιό κώδικα, κατόπιν των μεταρρυθμίσεων που έγιναν στις 01.07.2019. Πρέπει να επισημάνουμε ότι στο άρθρο 264 Π.Κ. για τον εμπρησμό διακρίνουμε σαφώς διαφορετική ποινική αντιμετώπιση του εμπρησμού, ανάλογα τόσο με την έκταση του κινδύνου όσο και με βάση το υποκειμενικό στοιχείο του δράστη, δηλαδή αν η πυρκαγιά προκλήθηκε με δόλο ή από αμέλεια.
Σύμφωνα με το άρθρο 264 του νέου ποινικού κώδικα:
1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα έτη, αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη, αν στην περίπτωση των περιπτώσεων α’ ή β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με ισόβια κάθειρξη, αν στην περίπτωση του στοιχείου β’ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Η κάθειρξη ενδέχεται να είναι και πρόσκαιρη, τουλάχιστον όμως 10 ετών, ενώ αν προκλήθηκε θάνατος περισσότερων ανθρώπων, το δικαστήριο επιδικάζει ισόβια κάθειρξη.
2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη. Μπορεί, επίσης, να του επιβληθεί χρηματική ποινή.
Στο έγκλημα του εμπρησμού, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η κοινή ασφάλεια και η κοινή ακεραιότητα. Με την κατοχύρωση του άρθρου 264, αλλά και του άρθρου 265 Π.Κ. που αναφέρεται συγκεκριμένα για τον εμπρησμό σε δάση, ο νομοθέτης επιδιώκει την προστασία προφύλαξης του κοινωνικού συνόλου από τη φωτιά, η οποία είναι ανεξάρτητη της ανάγκης προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας. Για να γίνει κατανοητή, όμως, η ρύθμιση στο σύνολο της θα πρέπει να εξετάσουμε κάθε στοιχείο χωριστά.
Εμπρησμός είναι η σκόπιμη και κακόβουλη έναρξη φωτιάς όταν αναφερόμαστε στη παρ. 1 του άρ. 264, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε πυρκαγιά, πολλές φορές με τη χρήση επιταχυντών (βενζίνης κ.ά.), για την προώθηση της ανάφλεξης. Αυτή μπορεί να τεθεί σε κτίρια, δάση, εγκαταλελειμμένα σπίτια, οχήματα ή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία ή κρατικά ή ιδιωτών με σκοπό την πρόκληση ζημιών, την είσπραξη ασφαλίστρων (ασφαλιστική απάτη) ή ακόμη και την εξαφάνιση ιχνών ανθρωποκτονίας κ.α. Στο σημείο αυτό, σε αντίθεση με τον εμπρησμό από αμέλεια, ο δράστης (ή οι δράστες) ενστερνίζεται την πράξη που πρόκειται να πράξει και αποδέχεται επακόλουθα και αυτής.
Όσον αφορά την έννοια του κινδύνου έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές έχουν ένα κοινό σημείο, την παγκοσμιοποίηση των κινδύνων. Στην στενή έννοια του όρου, η προσβολή ταυτίζεται με την βλάβη. Ωστόσο, για λόγους πληρέστερης προστασίας των εννόμων αγαθών, ο νομοθέτης τυποποιεί σε έγκλημα και πράξεις που δεν φτάνουν μέχρι την βλάβη, αλλά συνιστούν κίνδυνο για τα έννομα αγαθά. «Κίνδυνος θεωρείται μια κατάσταση που δρομολογεί μία αιτιώδη συνάφεια, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η απειλούμενη βλάβη ενός εννόμου αγαθού», σύμφωνα με τον Α. Χαραλαμπάκη. Στην αντικειμενική υπόσταση, ανεξάρτητα με ό,τι κάθε φορά περιγράφεται ως στοιχείο αυτής, λογίζεται και ο ίδιος ο κίνδυνος. Αυτό σημαίνει ότι για να ενεργοποιηθεί η διάταξη, ο δράστης θα πρέπει να καλύπτει υποκειμενικά και τον ίδιο τον κίνδυνο.
Στην παρ. 1 περ. α’ του άρθρου 264 Π.Κ. ο εμπρησμός από πρόθεση είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με φυλάκιση, ενώ στην ίδια παράγραφο στις περιπτώσεις β, γ, δ ο εμπρησμός είναι κακουργηματικού χαρακτήρα και τιμωρείται με βαρύτερη ποινή.
Όσον αφορά το κομμάτι της υποκειμενικής υποστάσεως απαιτείται πρόθεση, δηλαδή δόλος του δράστη για όλα τα ανωτέρω στοιχεία που μνημονεύτηκαν (αρκούντος και του ενδεχόμενου δόλου), ενώ όσον αφορά τη παρ. 2 του άρ. 264 αρκεί η βαριά η ελαφρά αμέλεια.
Μια σημαντική παράμετρος που τροποποιήθηκε κατόπιν των μεταρρυθμίσεων είναι ότι το έγκλημα του εμπρησμού υπό τον προισχύσαντα Π.Κ., χαρακτηριζόταν ως έγκλημα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης ή δυνητικής διακινδύνευσης υπο τον νέο Π.Κ. το έγκλημα του εμπρησμού κατατάσσεται στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Καθίσταται σημαντικό να αναφερθούμε στη διαφορά των δυο χαρακτηρισμών. Πιο συγκεκριμένα, στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης χρειάζεται «αρχή εκτέλεσης» στην επέλευση του κινδύνου, «απόπειρα» πρόκλησης κινδύνου δηλαδή πράξη που το επόμενο στη συνηθισμένη πορεία ων πραγμάτων βήμα, αλλά ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης, θα είναι η δημιουργία κινδύνου, δηλαδή μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο συνεπαγόμενη την πραγμάτωση αιτιακών όρων ή συνθηκών για την πρόκληση μιας βλάβης. Τα εγκλήματα αυτά πλησιάζουν προς τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, διότι ο κίνδυνος έστω και ως δυνατότητα περιλαμβάνεται στην αντικειμενική τους υπόσταση. Τουναντίον, τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης εμπεριέχουν μεγαλύτερης έντασης κίνδυνο για το έννομο αγαθό σε σχέση με τις άλλες μορφές διακινδύνευσης και πλησιάζουν περισσότερο προς την βλάβη. Ο κίνδυνος επομένως στην περίπτωση του εγκλήματος του εμπρησμού θα πρέπει να είναι πραγματωμένος.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση του άρ. 264 Π.Κ. αναμφίβολα συνεπάγεται μείωση του αριθμού των περιπτώσεων πυρκαγιάς, στις οποίες θα καταφάσκεται η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του εμπρησμού. Και τούτο διότι απαιτείται η συνδρομή της συγκεκριμένης διακινδύνευσης, δηλαδή πραγματωμένου κινδύνου, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνονται οι λοιπές περιπτώσεις.
Συμπερασματικά, παρότι η νέα ρύθμιση περιορίζει το εύρος των περιπτώσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως έγκλημα εμπρησμού ουδόλως εκλαμβάνεται ως μείωση της υπηρεσιακής απόδοσης των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων του Πυροσβεστικού Σώματος ή υποβάθμιση της λειτουργικής αποστολής τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το έγκλημα του εμπρησμού κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα -Ερμηνεία [ΓνωμΕισΑΠ 16/2021], διαθέσιμο εδώ
- Διπλωματική Εργασία με θέμα: Η έννοια του κινδύνου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο και τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, της Μαρίας Ιωακειμίδου, διαθέσιμη εδώ