Της Μαρίας Χαραλαμπίδου,
Το Σύστημα Συλλογικής Ασφάλειας, που ενεργοποιείται δυνάμει του Κεφαλαίου 7 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, «θωρακίζει» την απαγόρευση απειλής ή χρήσης βίας του άρθρου 2 παρ. 4, συνιστώντας μια εκ των δύο περιοριστικά αριθμημένων εξαιρέσεων του εν λόγω κανόνα (μαζί με την ατομική και συλλογική νόμιμη άμυνα) και δίνει δικαίωμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) να εξουσιοδοτήσει χρήση βίας, σε περίπτωση που διαπιστώσει πως πλήττονται η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια.
Η απαγόρευση απειλής ή χρήσης βίας συνιστά κανόνα αναγκαστικού δικαίου (ius cogens), μη επιτρέποντας οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτόν. Ακόμη, παρόλο που μια συνθήκη, εν προκειμένω ο χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, δεσμεύει μόνο τα μέλη της, ο κανόνας της απαγόρευσης χρήσης βίας δεσμεύει όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας, ακόμη και τα κράτη που δεν είναι μέλη του ΟΗΕ.
Το Σύστημα Συλλογικής Ασφάλειας αποσκοπεί στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να διαπιστώσει την ύπαρξη (α) απειλής κατά της ειρήνης, (β) διατάραξης της ειρήνης και (γ) επιθετική ενέργεια. Εφόσον προβεί στην εν λόγω διαπίστωση, διατάζει τη λήψη εξαναγκαστικών μέτρων κατά των κρατών που παραβιάζουν την απαγόρευση του άρθρου 2 παρ.4. Το άρθρο 39 αποδίδει στο ΣΑ την αποκλειστική αρμοδιότητα να επιβάλλει στα κράτη τα ως άνω μέτρα, εφόσον κρίνει ότι είναι υποχρεωτικά για να τερματιστεί η επισφαλής –για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια– κατάσταση που προκλήθηκε από τις έκνομες ενέργειές τους. Περιπτώσεις που πλήττουν τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι εμφύλιες συρράξεις, η δημοκρατική εκτροπή, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κανόνων του ανθρωπιστικού δικαίου, η τρομοκρατία, η πειρατεία και η εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής.
Οι ως άνω περιπτώσεις συνιστούν, αρχικά, απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Διακρίνονται από τη διατάραξη της διεθνούς ειρήνης, καθώς στην απειλή πιθανολογείται η χρήση βίας κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 4, εξαιτίας της ύπαρξης μιας επισφαλούς κατάστασης. Στην περίπτωση της διατάραξης και της επιθετικής ενέργειας, η πράξη έχει μεγαλύτερη απαξία, εφόσον η χρήση βίας δεν πιθανολογείται, αλλά βρίσκεται εν εξελίξει. Η διεξαγωγή εχθροπραξιών είναι δεδομένη και αυτές αντιστοιχούν στις δύο κατηγορίες, βάσει της κλιμάκωσής τους.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει διαπιστώσει την ύπαρξη απειλής, ενώ για διατάραξη έχει κάνει λόγο μόλις τέσσερις φορές: 1. 1950: εισβολή της Βόρειας Κορέας σε εδάφη της Νότιας Κορέας, 2. 1982: εισβολή της Αργεντινής στις νήσους Φώκλαντ (Falkland Islands) που βρίσκονταν υπό βρετανική κυριαρχία, 3. 1980-1987: πόλεμος μεταξύ Ιράκ και Ιράν, 4. 1990: εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ.
Είναι προφανές πως το ΣΑ αποφεύγει να κάνει λόγο για επιθετική ενέργεια, που ίσως ερμηνεύεται από γεγονός πως για τη διαπίστωσή της απαιτείται καταλογισμός σε αυτουργό και υπόδειξή του. Επιπρόσθετα, η επιθετική ενέργεια μπορεί εύκολα να ταυτιστεί με την ένοπλη επίθεση, κατάσταση που θα ενεργοποιούσε το δικαίωμα σε ατομική και συλλογική νόμιμη άμυνα (άρθρο 51, ΧΗΕ). Η ευχέρεια του ΣΑ να ονοματίσει την κατάσταση ως απειλή, διατάραξη ή επιθετική ενέργεια, έρχεται σε πλήρη εναρμόνιση με την ανάγκη να μην προκληθεί ασυμφωνία μεταξύ των μελών του ΣΑ, ειδικά των μονίμων, τα οποία είναι εξοπλισμένα με το δικαίωμα αρνησικυρίας.
Εφόσον το ΣΑ διαπιστώσει ότι συντρέχει μια εκ των τριών προαναφερθέντων περιπτώσεων, ενεργοποιεί το Κεφάλαιο 7 του Χάρτη. Δυνάμει αυτού, δύναται να διατάξει προσωρινά μέτρα που δεν εμπεριέχουν χρήση βίας, όπως κατάπαυση του πυρός, οικονομικές κυρώσεις, οικονομικό αποκλεισμό, διακοπή συγκοινωνιών, διακοπή διπλωματικών σχέσεων κ.α. Τα παραπάνω ορίζονται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Μολαταύτα, αν το ΣΑ διαπιστώσει ότι τα εν λόγω μέτρα δεν είναι επαρκή, μπορεί να προτείνει τη λήψη στρατιωτικών μέτρων, μέσω της παροχής εξουσιοδότησης σε κράτη μέλη του ΟΗΕ, περιφερειακές οργανώσεις ή οργανισμούς να προβούν σε ενέργειες αποκατάστασης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, ακόμα και με τη χρήση βίας, δυνάμει του άρθρου 42. Επειδή, εξάλλου, ο ΟΗΕ δε διαθέτει μια μόνιμη στρατιωτική δύναμη προς αυτόν τον σκοπό, προς ενεργοποίηση του άρθρου 43, χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εξουσιοδοτήσεων, ώστε να εγκρίνει τη δράση εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο όνομά του. Τα πρόθυμα κράτη που συσπειρώνονται προς αυτόν τον σκοπό έχουν μείνει γνωστά ως “Coalition of the willing” («Συμμαχία των Προθύμων»).
Εντούτοις, η γενική διατύπωση των εξουσιοδοτήσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τα κράτη «να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα» προσλαμβάνει συχνά τον χαρακτήρα «λευκής επιταγής», παροτρύνοντάς τα να υπακούσουν στις υποδείξεις του ΣΑ, όχι, όμως, προς αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, αλλά προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Έτσι, το ζήτημα της εξουσιοδότησης λήψης μέτρων με χρήση βίας καταλήγει στο να μην εξυπηρετεί το σύστημα συλλογικής ασφάλειας καθ’ αυτό, αλλά ωθεί τα κράτη να ενεργήσουν αντίθετα με τις επιταγές του Χάρτη, τις οποίες δεσμεύτηκαν να τηρούν, όταν κατέστησαν συμβαλλόμενα μέρη αυτού. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις «αυθαίρετης» εξουσιοδότησης συνιστούν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ κατά της Πρώην Γιουγκοσλαβίας το 1999 και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρούκουνας, Εμμανουήλ, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Γ’ Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2019
- Χατζηκωνσταντίνου Κώστας, Αποστολίδης Χαράλαμπος, .Σαρηγιαννίδης Μιλτιάδης, Θεμελιώδεις Έννοιες στο Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο, Β’ Έκδοση, Έκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2014