Της Άννας-Μαρίας Τοκμακίδου,
Το δικαίωμα του ανθρώπου στο θάνατο αποτελεί ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα θέματα πολλών επιστημών, διαχρονικά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό συμβαίνει γιατί το δικαίωμα στη ζωή παρουσιάζεται στην έννομη τάξη ως απόλυτο, με συνέπεια να μετατρέπεται σε υποχρέωση ζωής, αποκλείοντας το δικαίωμα στον θάνατο.
Δύο θεωρίες επικράτησαν, στα πλαίσια της βιοηθικής επιστήμης, η θεωρία της ωφελιμότητας και η θεωρία της αυτονομίας. Το δικαίωμα στον θάνατο υποστηρίζεται και καταδικάζεται και από τις δύο θεωρίες. Οι κύριες θέσεις των υποστηρικτών του δικαιώματος στον θάνατο, με βάση τις εν λόγω θεωρίες, είναι οι ακόλουθες: σύμφωνα με τη θεωρία της ωφελιμότητας είναι ηθικό ό,τι είναι ωφέλιμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ζωή δεν είναι ωφέλιμη, είναι ανώφελος πόνος η διαδικασία του θανάτου και είναι ανήθικο να μην βοηθάμε κάποιον να τη συντομεύσει. Η θεωρία της αυτονομίας αποτελεί τη βάση της αρχής της ενημερωμένης συναίνεσης που ορίζει επιτρεπτή οποιαδήποτε μορφή επέμβασης στον άνθρωπο (ακόμη και αν αυτή είναι δυνατόν να τον βλάψει), αρκεί να γίνεται με την ενημερωμένη συναίνεσή του.
Λόγω της ικανότητας του προσώπου για ορθό λόγο, οφείλεται να του αναγνωρίζεται αυτονομία στις αποφάσεις και τις πράξεις του. Αυτονομία σημαίνει να μπορεί να λαμβάνει το ίδιο αποφάσεις που τον αφορούν. Αν το πρόσωπο κρίνει ότι ο θάνατος είναι μια καλύτερη κατάσταση για τον ίδιο απ’ ό,τι η πραγματικότητα της ζωής χωρίς νόημα (λαμβάνοντας υπόψιν το νόημα που το άτομο προσδίδει στη ζωή του), τότε θα πρέπει να μπορεί να θέσει τέλος σ’ αυτή, γιατί μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται σεβαστή η αυτονομία του ως έλλογου όντος. Επομένως, δικαιολογείται ηθικά ένας να θέσει τέλος στη ζωή του και η αυτοκτονία σ’ αυτά τα πλαίσια θεωρείται μη μεμπτή ηθικά πράξη, ο αυτόχειρας δεν κατακρίνεται για την πράξη που επιχειρεί.
Τι γίνεται, όμως, όταν ο αυτόχειρας αδυνατεί να θέσει τέλος στη ζωή του και ζητά τη συνδρομή άλλου;
Η επίσπευση του θανάτου δεν είναι εκπλήρωση κάποιου δικαιώματος, αλλά θέμα σεβασμού στην αυτονομία του προσώπου να λαμβάνει κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία της ζωής του.
Ο γιατρός έχει το ρόλο του συμπαραστάτη στον πόνο του ασθενούς, προσφέρει παρηγορητική αγωγή και φροντίζει για την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων του.
Εφόσον η συνείδηση του γιατρού συνηγορεί υπέρ της επίσπευσης του θανάτου του ασθενούς, μπορεί να πράξει αναλόγως αλλά δεν είναι ηθικά ορθό να υποχρεωθεί να το κάνει αν δεν συμφωνεί. Πρέπει, δηλαδή, να μπορεί ο γιατρός να αρνηθεί την ευθανασία για λόγους συνείδησης, γιατί ως έλλογο ον έχει προβεί σε μια προσωπική κρίση περί της ζωής και του θανάτου και δεν είναι επιτρεπτό αυτή να ετεροκαθορίζεται.
Η ελληνική θεωρία και νομολογία δεν αποδέχονται την ύπαρξη ενός συνταγματικού ατομικού δικαιώματος στον θάνατο. Η κατάφαση, παρ’ όλα αυτά, ενός παρόμοιου δικαιώματος φαίνεται συνταγματικά επιβαλλομένη, αν και θα πρέπει να γίνει με πολλές επιφυλάξεις. Η άσκηση του δικαιώματος στον θάνατο εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους καταχρήσεων, ιδίως στις περιπτώσεις που δεν υφίσταται αυτοπροσβολή, αλλά ετεροπροσβολή (ευθανασία, συνέργεια σε αυτοκτονία), και πολύ περισσότερο όταν η βούληση για την αυτοκαταστροφή δεν δηλώνεται ρητά, αλλά τεκμαίρεται.
Μολονότι υλικό αντικείμενο του δικαιώματος στη ζωή είναι η ζωή ως βιολογικό φαινόμενο, αυτή προστατεύεται συνταγματικά όπως γίνεται αντιληπτή κοινωνικά. Προστατεύεται, με άλλα λόγια, η ζωή ως αξία και όχι αυτές καθεαυτές οι βιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι η έννομη τάξη θεωρεί ότι ο θάνατος έχει επέλθει ακόμη και αν η καρδιακή λειτουργία δεν έχει διακοπεί οριστικά, αρκεί να έχει σταματήσει ανεπίστρεπτα η εγκεφαλική δραστηριότητα μέσω της οποίας εξατομικεύεται ο άνθρωπος.
Η θεμελίωση ενός δικαιώματος στο θάνατο δεν μπορεί να αναζητηθεί στο Σ5 παρ.2, καθώς δεν κατοχυρώνεται μια συμμετρική αρνητική ελευθερία του δικαιώματος στη ζωή. Λόγω έλλειψης ειδικής διάταξης, εφαρμοστέα είναι η γενική διάταξη Σ5 παρ.1, στην οποία κατοχυρώνεται το δικαίωμα ανάπτυξης προσωπικότητας και καθιερώνεται υποχρέωση του κράτους για σεβασμό των επιλογών του ατόμου σε σχέση με τον αυτοκαθορισμό του. Αφορά όλες τις πλευρές προσωπικής αυτοδιάθεσης, άρα και την απόφαση για αυτοκαταστροφή.
Επομένως, το δικαίωμα στο θάνατο δεν είναι ξεχωριστό ειδικό δικαίωμα, αλλά πρόκειται για εκδήλωση του γενικού δικαιώματος επί της προσωπικότητας. Συνίσταται στην απόκρουση των κρατικών επεμβάσεων που ματαιώνουν την πρόθεση του προσώπου να θέσει τέρμα στη ζωή του και στην άρση ποινικών ευθυνών τρίτων που βοήθησαν προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν κατοχυρώνει υποχρέωση τρίτου, κρατικού οργάνου ή γιατρού (ειδικά αν αυτός έχει σχετικό συνειδησιακό πρόβλημα) να επιφέρει τον θάνατο.
Η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Σ για την προστασία της ανθρώπινης αξίας —η οποία άλλωστε τελεί σε σχέση γένους προς είδος με αυτήν του 5 παρ.1 Σ– μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποτελέσει αυτοτελή βάση για την κατοχύρωση του δικαιώματος στον θάνατο: όταν π.χ. ο άρρωστος έχει φτάσει στο έσχατο όριο μιας ανίατης ασθένειας και έχει χάσει οριστικά την ικανότητα συνείδησης, το δικαίωμα του στον θάνατο δεν μπορεί πλέον να κατοχυρωθεί στο 5 παρ.1, γιατί μαζί με τη δυνατότητα αυτοσυνείδησης εξαλείφεται ταυτόχρονα και κάθε δυνατότητα αυτοκαθορισμού. Ενδέχεται τότε η αξίωση για ένα τέλος που να μην καταλύει την ανθρώπινη αξία να μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος.
Σχετικά με την ποινική προστασία της ζωής, το έννομο αγαθό της ζωής προστατεύεται από τον Ποινικό Κώδικα απολύτως. Περαιτέρω, η συναίνεση του θανατωθέντος δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως. Ο ποινικός νομοθέτης προβλέπει στο άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα ηπιότερη ποινή φυλάκισης σε περίπτωση «ανθρωποκτονίας με συναίνεση», την οποία ο δράστης ετέλεσε από οίκτο για πάσχοντα από ανίατη ασθένεια και κατόπιν «επίμονης και σπουδαίας» απαίτησης του τελευταίου. Πρόκειται, επομένως, για την έμμεση αναγνώριση ορισμένης περίπτωσης ενεργητικής ευθανασίας, ως ιδιώνυμο, «προνομιούχο» έγκλημα κατά της ζωής. Στο άρθρο 301 προβλέπεται η συμμετοχή σε αυτοκτονία.
Το αδίκημα είναι υπαλλακτικώς μικτό, δηλαδή μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους: α) είτε ο δράστης να καταπείσει άλλον να αυτοκτονήσει είτε β) να παράσχει βοήθεια στον αυτοκτονούντα κατά την εκτέλεση της πράξης. Κατάπειση είναι η επίμονη πρόκληση σε άλλον της απόφασης προς αυτοκτονία, προϋποθέτει μία γλωσσική επικοινωνία αποτέλεσμα της οποίας είναι το θύμα να πειστεί από τον δράστη να δώσει τέλος στη ζωή του, χωρίς να του καταλείπονται περιθώρια αμφιβολιών και αποκλείεται η τέλεση του εγκλήματος δια παραλείψεως. Η παροχή βοήθειας μπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική και πρέπει να παρασχέθηκε κατά την εκτέλεση της αυτοκτονίας. Η παροχή βοήθειας μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη.
Ένα ειδικότερο ζήτημα που ανακύπτει στο υπό εξέταση ζήτημα είναι η ποινική αντιμετώπιση των ιατρών, όταν ο ασθενής συναινεί στην μη συνέχιση της θεραπείας. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν θεωρείται ότι τελεί ο ιατρός άδικη πράξη, εφ’ όσον δεν έχει πλέον ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, κατά το άρθρο 15 του Ποινικού κώδικα να επέμβει. Μάλιστα, όχι μόνον δικαιούται, αλλά υποχρεούται να αφήσει τον ασθενή στην φυσική πορεία των πραγμάτων, όταν ο τελευταίος το απαιτήσει, επομένως πρόκειται για περίπτωση διάφορη της ευθανασίας. Διαφορετικά αντιμετωπίζεται από μερίδα της θεωρίας η περίπτωση της παθητικής ευθανασίας κατά την οποία ο γιατρός αποσυνδέει το μηχάνημα με το οποίο παρατείνεται τεχνητά η ζωή του αρρώστου, και το οποίο και μόνο εξασφαλίζει τη συνέχεια της επιβίωσής του. Σε αυτήν την περίπτωση, υποστηρίζεται ότι στοιχειοθετείται ανθρωποκτονία από πρόθεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Υπάρχει δικαίωμα στο θάνατο;, διαθέσιμο εδώ
- Το δικαίωμα στο θάνατο, Διπλωματική εργασία της Ευαγγελίας Σιουμάλα, διαθέσιμη εδώ