Του Σωτήρη Κολέλη,
Στο πεδίο του δικαίου ιατρικής ευθύνης, η ισχυρή συναίνεση του ασθενούς προϋποθέτει ότι έχει προηγηθεί η ενημέρωση, αναφορικά με τη συγκεκριμένη ιατρική πράξη του προσώπου που συναινεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2α΄ ΚΙΔ, αλλά και όπως τούτο κατοχυρώνεται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 εδ. β΄. Συγκεκριμένα, η ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνει, βάσει των άρθρων 5 Σύμβασης Οβιέδο και 11 παρ. 1 ΚΙΔ, «τον σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται» και «το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης». Παράλληλα, δέον να γίνεται μια γενική πληροφόρηση του ασθενούς για την κατάσταση της υγείας του, στο μέτρο που συνδέεται άμεσα με την ενημέρωση για την προτεινόμενη ιατρική πράξη.
Από την ενημέρωση, ως προϋπόθεση για να είναι ισχυρή η συναίνεση σε συγκεκριμένη ιατρική πράξη, διακρίνεται η «θεραπευτική» ενημέρωση, η οποία αναφέρεται στην προφύλαξη του ασθενούς από ενδεχόμενη βλάβη της υγείας του ή στην παροχή συμβουλών για την προστασία της υγείας (λ.χ. οδηγίες σχετικά με τη λήψη φαρμάκου, οδηγίες για τη μετεγχειρητική συμπεριφορά του ασθενούς και τον περιοδικό επανέλεγχο της κατάστασής του). Η υποχρέωση για αυτή την ενημέρωση δεν σχετίζεται με τον αυτοκαθορισμό του ασθενούς, αλλά θεμελιώνεται στο γενικό καθήκον επιμέλειας που υπέχει ο γιατρός. Η παράβασή της συνιστά ειδική περίπτωση ιατρικού σφάλματος.
Με άλλες λέξεις, υπάρχουν τρεις, διακριτές μεταξύ τους, μορφές ενημέρωσης: η γενική ενημέρωση του ασθενούς για την κατάσταση της υγείας του, η θεραπευτική ενημέρωση και η ενημέρωση αναφορικά με τη συγκεκριμένη ιατρική πράξη. Η ενημέρωση ως προϋπόθεση της συναίνεσης του ασθενούς σε συγκεκριμένη επεμβατική ιατρική πράξη λαμβάνει χώρα πριν από τη διενέργεια της πράξης στην οποία αναφέρεται και πρέπει κατά το άρθρο 12 παρ. 2α΄ και δ΄ ΚΙΔ να είναι πλήρης, σαφής και κατανοητή στον ασθενή και «να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη και κατά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και κατά τον χρόνο της εκτέλεσής της».
Η ratio της καθιέρωσης μιας τέτοιας υποχρέωσης ενημέρωσης ανάγεται στην προστασία της προσωπικότητας του ασθενούς και, ειδικότερα, του δικαιώματός του να αυτοκαθορίζεται σε σχέση με το σώμα και την υγεία του. Η προστασία τούτη επιβάλλει, όπως αναφέρθηκε, την υποχρέωση του γιατρού να μην διενεργεί καμιά πράξη, στην οποία δεν έχει συναινέσει ελεύθερα ο ασθενής. Ακριβώς, όμως, η ελεύθερη συναίνεση προϋποθέτει ότι ο ασθενής έχει στη διάθεσή του τις πληροφορίες και τα στοιχεία που του επιτρέπουν να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη άποψη.
Ο νόμος ορίζει ως υποκείμενο της ενημέρωσης το πρόσωπο που δικαιούται να συναινέσει (άρθρα 11 παρ. 1 και 4, 12 παρ. 1 και 2α΄ ΚΙΔ). Από την άλλη πλευρά, ο ΚΙΔ και η Σύμβαση Οβιέδο προβλέπουν ότι ο γιατρός οφείλει να σέβεται την επιθυμία του προσώπου να μην ενημερωθεί. Πρέπει να τονιστεί ότι η υποχρέωση του γιατρού να σέβεται την επιθυμία προσώπου να μην ενημερωθεί (11 παρ. 2 ΚΙΔ) αφορά τη σχετική επιθυμία του ίδιου του ασθενούς μόνο, και όχι και των τρίτων προσώπων που έχουν, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 12 ΚΙΔ, την εξουσία να συναινέσουν αντί για τον ασθενή. Οι αποφάσεις, επομένως, που λαμβάνουν οι τρίτοι δικαιούχοι της συναίνεσης πρέπει να είναι σοβαρές, υπεύθυνες και τεκμηριωμένες σε σχέση με το συμφέρον της υγείας του προστατευόμενου προσώπου και αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με πλήρη ενημέρωσή τους, από την οποία δεν μπορούν να παραιτηθούν.
Τέλος, η δυνατότητα παράλειψης της ενημέρωσης συνδέεται, κατά τον νόμο, μόνο με τη σχετική επιθυμία του ασθενούς και όχι με την κρίση του γιατρού ότι η ενημέρωση μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση της υγείας του. Ωστόσο, ο γιατρός έχει όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να διαμορφώνει έτσι το περιεχόμενο και τον τρόπο της ενημέρωσης –ακόμη και να την περιορίζει ως έναν βαθμό– ώστε να ανταποκρίνεται στην κύρια υποχρέωσή του, που είναι η φροντίδα για την υγεία του ασθενούς.
Ένα ακόμη ζήτημα, το οποίο απασχολεί κατεξοχήν τα δικαστήρια, είναι το περιεχόμενο, η έκταση και τα όρια της υποχρέωσης ενημέρωσης, δεδομένης της ασάφειας γύρω από το συγκεκριμένα ζήτημα και κατά κανόνα κρίνεται in concreto. Η μάλλον κρατούσα άποψη θεωρεί την έκταση της αναγκαίας ενημέρωσης συνάρτηση αφενός της στατιστικής πιθανότητας επέλευσης του κινδύνου, αφετέρου της σοβαρότητάς του. Συνεπεία τούτου ο γιατρός οφείλει να ενημερώνει τον ασθενή για τους «τυπικούς» κινδύνους ορισμένης επέμβασης, που εμφανίζονται σε ποσοστό άνω του 3% (κατ’ άλλους άνω του 1%), από την άλλη πλευρά, όμως, οφείλει να ενημερώνει, λόγω βαρύτητας, και για τον κίνδυνο θανάτου ή σοβαρής αναπηρίας, ακόμη και αν είναι πολύ σπάνια επιπλοκή, πλην όμως, χαρακτηριστική για τη συγκεκριμένη επέμβαση. Επίσης, οφείλει ξεχωριστά να ενημερώνει για τον πόνο και την ταλαιπωρία που θα υποστεί ο ασθενής. Ως προς τις μη θεραπευτικές πράξεις, πάντως, λ.χ. μια επέμβαση αύξησης στήθους, οι απαιτήσεις της συναίνεσης είναι ιδιαίτερα αυξημένες.
Η ενημέρωση, όπως και η συναίνεση, καταρχήν δεν υποβάλλεται σε τύπο, μολονότι η συναίνεση μπορεί να είναι και σιωπηρή, ήτοι συναγόμενη από τη συμπεριφορά του ασθενούς. Σε πολλές περιπτώσεις, έχει καθιερωθεί το «έντυπο συναίνεσης και ενημέρωσης», δηλαδή ένα συνοπτικό έντυπο, όπου ο ασθενής απλώς δηλώνει ότι «έλαβε γνώση των κινδύνων και συναινεί», το οποίο είναι μεν χρήσιμο αποδεικτικά, δεν έχει, όμως, καμιά ουσιαστική αξία. Εξάλλου, σε ορισμένες ιατρικές πράξεις, η συναίνεση παρέχεται εγγράφως, όπως π.χ. στα άρθρα 1456 ΑΚ και 17 παρ. 1iv Σύμβασης Οβιέδο.
Συμπερασματικά, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το δικαίωμα στην υγεία και, ειδικότερα, τα δικαιώματα των ασθενών, όπως εν προκειμένω αυτό στην προηγούμενη ενημέρωση, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή εποχή, γι’ αυτό απαντώνται σε ουκ ολίγα νομοθετικά κείμενα (τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο). Η διατύπωση και αποτύπωση της προηγούμενης ενημέρωσης του ασθενούς για συγκεκριμένη ιατρική πράξη στην υγειονομική νομοθεσία, αλλά και σε Κώδικες (ιατρικής) Δεοντολογίας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την ενδυνάμωση των πολιτών που συντείνει όλο ένα και περισσότερο προς τη διασφάλιση της θέσης του ασθενούς ως καταναλωτή υπηρεσιών υγείας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αιτιολογική Έκθεση Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Nόμος υπ’ αριθμ. 3418, ΦΕΚ Α΄287/28-11-2005)
- Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης υπ’ αριθμ. 2136/2016
- Φουντεδάκη, Κατερίνα. Παραδόσεις αστικής ιατρικής ευθύνης: διάλογος με τη νομολογία. Αθήνα: Σάκκουλας, 2018