Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Στο έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη εντοπίζονται κάποια θεματικά μοτίβα, τα οποία επανέρχονται σε πολλές περιπτώσεις, όπως είναι η τιμή, ο παράνομος έρωτας, η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, το έγκλημα με την κυριολεκτική και μεταφορική έννοια. Πρόκειται για θέματα, τα οποία διαπλέκονται και δίνουν ώθηση στην εξέλιξη της εκάστοτε ιστορίας.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 και πέθανε το 1923 στην Κέρκυρα. Γονείς του ήταν ο Μάρκος Θεοτόκης, προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια των Επτανήσων, και η Αγγελική Πολυλά, ανιψιά του Ιάκωβου Πολυλά. Ευρέως γνωστός είναι για το πεζογραφικό του έργο, στο οποίο ξεχωρίζουν Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα και Οι Σκλάβοι στα δεσμά τους. Δεν πρέπει να λησμονείται η παρουσία του στην ποίηση, καθώς ασχολήθηκε με τη δημιουργία σονέτων, αλλά και στο πεδίο της μετάφρασης. Ιδεολογικά ήρθε σε επαφή με τον Σοσιαλισμό.
Με βασικό άξονα την έννοια της τιμής, θα επιχειρηθεί μια μικρή περιδιάβαση με στόχο την ανάδειξη της θέσης που κατέχει ο όρος στο «θεοτοκικό» έργο, με έμφαση στα διηγήματα, αλλά και τις μορφές που μπορεί να λάβει.
Τα διηγήματα του Θεοτόκη που εξετάζονται στο άρθρο αυτό γράφτηκαν τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα με μόνη εξαίρεση το «Πίστομα», η συγγραφή του οποίου πραγματοποιήθηκε το 1898. Δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά σε περιοδικά της εποχής, όπως ο Νουμάς, η Τέχνη και το Εθνικόν Ημερολόγιον, ενώ εκδόθηκαν σε έναν τόμο το 1935, με τον τίτλο Κορφιάτικες Ιστορίες. Πρόκειται για διηγήματα που εκτυλίσσονται στην κερκυραϊκή ύπαιθρο και αποτυπώνουν τα χαρακτηριστικά της εποχής, τον ρόλο της κοινωνίας στη ζωή των ανθρώπων, τη βαρύνουσας σημασίας γνώμη της και πολλές φορές, το σκληρό της πρόσωπο.
Με βάση τη χρονολογική σειρά συγγραφής των διηγημάτων, ξεκινάμε από το «Πίστομα», όπου η τιμή του Κουλακιώτη, του ήρωα της ιστορίας, προσβάλλεται, διότι η σύζυγός του σύναψε σχέση και απέκτησε παιδί με άλλον άνδρα, έχοντας στον νου της ότι εκείνος είναι νεκρός. Όταν ο σύζυγος επιστρέφει και αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί, επιλέγει να τιμωρήσει τη γυναίκα του με το να θάψει το μωρό της, ενώ είναι ζωντανό, σ’ έναν λάκκο. Το «έγκλημα» της γυναίκας, δηλαδή η παράνομη ερωτική σχέση, ισοσταθμίζεται με τη διάπραξη ενός άλλου εγκλήματος, το οποίο, όμως, έχει κυριολεκτική χροιά.
Μία ιστορία με κάποια κοινά στοιχεία παρουσιάζεται στο «Ακόμα;», όπου εκεί ο πρωταγωνιστής, ο Κούρκουπος, οδηγείται στη δολοφονία της γυναίκας του με αφορμή το γεγονός ότι τον απατά. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ο Κούρκουπος προβαίνει στη βάναυση πράξη με την παρότρυνση του ξαδέλφου του, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον κοινωνικό περίγυρο που δεν ανέχεται οτιδήποτε αντιβαίνει στην κρατούσα ηθική. Αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης είναι ο θύτης να λειτουργεί με γνώμονα το αποδεκτό κοινωνικά.
Στα προαναφερθέντα παραδείγματα είδαμε ότι στόχος είναι να διασφαλιστεί η τιμή του άνδρα και σε δεύτερο επίπεδο της οικογένειάς του, χωρίς να υπάρχει κάποια αναφορά στην πλευρά της γυναίκας, εκτός, βέβαια, από την τιμωρία-εκδίκηση που εισπράττει. Στο επόμενο διήγημα που θα εξετάσουμε, την «Υπόληψη», η παραπάνω τάση ανατρέπεται. Ειδικότερα, όταν δύο γυναίκες, προερχόμενες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις (από τη μία, η φτωχή Μαρία και από την άλλη, η αριστοκράτισσα Κατερίνα), ενδιαφέρονται για τον Αντώνη, η κοινωνία παίρνει θέση υπέρ της Μαρίας. Θεωρώντας ότι η κοπέλα έχει εκτεθεί, ο κοινωνικός περίγυρος βοηθά στην πραγματοποίηση του γάμου, ώστε να αποκατασταθεί η τιμή της. Η κατάσταση αυτή αντιμετωπίζεται, δηλαδή, ως μια κοινωνική αδικία.
Στο «Κάιν» ο συγγραφέας παρουσιάζει κάτι διαφορετικό συγκριτικά με τα προηγούμενα διηγήματα. Η έννοια της τιμής εντάσσεται σε νέα συμφραζόμενα, με αποτέλεσμα να κλίνει περισσότερο προς την τιμιότητα, καθώς γίνεται λόγος για την άρνηση ενός αδελφού προς τον άλλον να κλέψουν τον «νοικοκύρη». Ωστόσο, αυτό που μένει σταθερό είναι η δολοφονία ως μέσο αποκατάστασης της «τάξης».
Στη «Ζωή του χωριού» το ζήτημα της τιμής του γυναικείου φύλου επανέρχεται. Η άρνηση της Μαργαρίτας να προβεί σε γάμο με τον εκλεκτό των γονιών της, διότι αγαπά τον φτωχό Μάρκο, την καθιστά αντιμέτωπη με την κοινωνία, η οποία, αφενός, δυσανασχετεί με την επιλογή της να αρνηθεί έναν «καλό» γάμο, μέσω του οποίου θα εξασφάλιζε μια άνετη ζωή και, αφετέρου, παραμερίζει την κοπέλα, όταν αποκαλύπτονται οι σχέσεις της με τον Μάρκο. Αυτή ακριβώς η περιθωριοποίηση της Μαργαρίτας είναι η τιμωρία της και, συγχρόνως, η εκδίκηση της οικογένειας του άνδρα που αρνήθηκε να παντρευτεί.
Αντίθετα, στην «Παντρειά της Σταλαχτής», η ομώνυμη ηρωίδα έχει προχωρήσει σε σχέση με τον ταξικά ανώτερό της, Αρτέμη, έχοντας προηγουμένως λάβει την υπόσχεση ότι θα την παντρευτεί. Όταν εκείνος αθετεί τον λόγο του, η κοπέλα αναστατώνεται για το τί θα ακολουθήσει και για τη ντροπή που θα βαραίνει μόνο την ίδια. Μάταια προσπαθεί να τον πείσει να την παντρευτεί και επιλέγει, τελικά, τον θάνατο για να λυτρωθεί, ως μια αντίδραση σε μια ζωή που θα ήταν καταδικασμένη να ζήσει με το βαρίδι της ντροπής, γιατί «η τιμή αξίζει κι απ’ την αγάπη περισσότερο». Στον χαρακτήρα της Σταλαχτής βλέπουμε πόσο βαθιά έχουν εντυπωθεί τα στερεότυπα και οι αρχές της συντηρητικής κοινωνίας στους ανθρώπους και δη στις αδύναμες, τότε, γυναίκες.
Στις «Δύο αγάπες», η ιστορία στρέφεται γύρω από τρεις ήρωες: τη Μαρία, τη Βασιλική και τον Γιώργη, οποίος βρίσκεται ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Το κοινωνικό περιβάλλον στρέφεται, αρχικά, αυτή τη φορά εναντίον του άνδρα. Όταν ο Γιώργης αποφασίζει να παντρευτεί τη Μαρία, οι συγγενείς της ενισχύουν τη διαπόμπευση της έτερης γυναίκας, παρά το γεγονός ότι και η Μαρία βρέθηκε στην ίδια ακριβώς θέση. Στην πορεία, παρακολουθούμε τη Μαρία να αρνείται να προχωρήσει στον γάμο και να τονίζει ότι προτιμά να ζήσει ντροπιασμένη παρά με τον Γιώργη. Αντίθετα, η Βασιλική προσπαθεί να αποκατασταθεί ηθικά, επιδιώκοντας τον γάμο με τον Γιώργη.
Τέλος, στο «Αμάρτησε» βλέπουμε πώς η ντροπή που θεωρείται ότι θα βαρύνει την οικογένεια, κατά την άποψη του πατέρα της ηρωίδας, οδηγεί σε δίλημμα τον ιερέα, ο οποίος αναρωτιέται ένα θα έπρεπε να κοινωνήσει την κοπέλα, γιατί ερωτεύτηκε έναν παντρεμένο. Η «ευλογία» της εκκλησίας τελικά έρχεται και λειτουργεί ως λύτρωση για τον πατέρα και την τιμή της οικογένειάς του, ώστε να μη βρει απέναντί τους την κοινωνία.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η παρουσίαση των διηγημάτων των Κορφιάτικων Ιστοριών που προσφέρονται για εξέταση με βάση την έννοια της τιμής. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η οποιαδήποτε μορφή σπίλωσης της τιμής επηρεάζει κατά βάση το γυναικείο φύλο, αναφορικά με τις συνέπειες που ακολουθούν, μιας και η κοινωνία που παρουσιάζεται είναι ανδροκρατούμενη. Στις περισσότερες ιστορίες, η γυναίκα φαίνεται αδύναμη να αντιδράσει, αποδέχεται τη μοίρα της και περιμένει την τιμωρία ή τίθεται στο περιθώριο, προσπαθεί να αναχαιτίσει την κοινωνική κατακραυγή με πράξεις αποδεκτές, οδηγείται, ακόμα, και στον θάνατο. Η κοινωνική πίεση δρα καταλυτικά στους θεοτοκικούς ήρωες, οδηγώντας τους στην τέλεση αποτρόπαιων εγκλημάτων, συχνά χωρίς ίχνος ενδοιασμού, που προκαλούν τον αποτροπιασμό του αναγνώστη και σε καμία περίπτωση δεν αποκαθιστούν την όποια προσβολή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δάλλας Γιάννης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1900-1914), τόμος Ι’, Σοκόλης, Αθήνα, 1997, σσ. 182-279.
- Θεοτόκης Κωνσταντίνος, Κορφιάτικες Ιστορίες, επιμέλεια: Δάλλας Γιάννης, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2005.