Της Ελένης Μανουδάκη,
Το 1920, ένας καλλιτέχνης άρχισε να δημιουργεί προκλητικές εικόνες, που προκαλούσαν τις προκαθορισμένες αντιλήψεις της πραγματικότητας.
Η δημόσια εικόνα ενός άντρα με σακάκι και bowler καπέλο, που ζει μέσα στην ανωνυμία σε ένα προάστιο των Βρυξελλών, σχεδιάστηκε για να απομακρύνει τις έρευνες για την προσωπική ζωή του. Απέφευγε όλες τις προσπάθειες να αποκωδικοποιήσει το νόημα πίσω από τα έργα του. Έλεγε πως μόνο η εικόνα μετράει.
Ο Magritte γεννήθηκε στην πόλη Λεσίν στο Βέλγιο, 21 Νοεμβρίου 1898. Είχε δύο μικρότερα αδέλφια και ήταν γιος ράφτη, που έφτιαξε μια πετυχημένη βιοτεχνία υφασμάτων. Στην ηλικία των 12 ετών ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής σχεδιασμένα για παιδιά. Δύο χρόνια αργότερα, το 1912, καθοριστικό ρόλο έπαιξε στη ζωή του η τραυματική εμπειρία της αυτοκτονίας της μητέρας του, σε ηλικία 49 ετών, στον ποταμό Σαμπρ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε προσπαθήσει να δώσει τέλος στη ζωή της, το είχε προσπαθήσει πολλές φορές, με αποτέλεσμα ο σύζυγός της να την κλειδώνει στο υπνοδωμάτιο για μέρες.
Φημολογείται ότι η γυναίκα εμφανιζόταν με το πρόσωπό της καλυμμένο από το λευκό της φόρεμα, κάτι το οποίο αν και παραμένει ένας αστικός μύθος, η εικόνα, όπου τα πρόσωπα είναι καλυμμένα με ύφασμα, συχνά εμφανίζεται στα έργα του Magritte.
Σπούδασε για δύο χρόνια στη Βασιλική Σχολή Καλών Τεχνών, όπου έκανε μαθήματα με τον France Van Damme, ο οποίος του δίδαξε τον ιμπρεσιονιστικό ρεαλισμό. Στην αρχή του 1918, συνάντησε τον αφηρημένο καλλιτέχνη Pierre-Louis Flouquet, με τον οποίο μοιράστηκαν για ένα χρονικό διάστημα το ίδιο ατελιέ. Εκείνο το διάστημα, παράλληλα, άρχισε να ενδιαφέρεται για τον δυναμισμό του ιταλικού φουτουρισμού.
Από τις αρχές του 1921 ξεκίνησε η στρατιωτική θητεία του και ολοκλήρωσε τα καθήκοντά του ως χαρτογράφος το 1922, ένα διάστημα στο οποίο δεν είχε ζωγραφίσει καθόλου. Το 1922, ο Magritte άρχισε να δουλεύει σε εργοστάσιο που κατασκεύαζε ταπετσαρίες, επηρεασμένος από τον αναλυτικό κυβισμό και σχεδίαζε αφίσες και διαφημίσεις μέχρι το 1926. Εκείνη την περίοδο υπέγραψε ένα συμβόλαιο με την Galerie Le Centaure των Βρυξελλών, επομένως, μπορούσε πλέον να ασχολείται συνέχεια με τη ζωγραφική. Μεγάλη επιρροή άσκησε πάνω του το έργο του Giorgio de Chirico με τίτλο “The song of love”, που όχι μόνο εμπνεύστηκε από τη ζωγραφιά αυτή, αλλά η δουλειά του άρχισε να έχει παρόμοια μυστηριώδη διάθεση.
Δημιούργησε το πρώτο επιτυχημένο σουρεαλιστικό έργο “Le jockey perdu” (1926) και έκανε την πρώτη έκθεση στις Βρυξέλλες. Ωστόσο, το καλλιτεχνικό του ταξίδι δεν ήταν χωρίς εμπόδια. H έκθεση απέτυχε παταγωδώς και οι κριτικοί τού επιτέθηκαν μαζικά. Απογοητευμένος με αυτό, μετακόμισε σε ένα χωριό κοντά στο Παρίσι, όπου έγινε φίλος με τον Αντρέ Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρεαλιστών, μεταξύ των οποίων μέλος ήταν και ο Νταλί. Τα πιο γνωστά του έργα που φτιάχτηκαν στο Παρίσι είναι τα “The lovers”, “The false Mirror” και “Treachury of images”.
Καθώς άρχιζε να παίρνει δόξα και φήμη, η Galerie Le Centaure έκλεισε και τα εισοδήματα από το συμβόλαιο σταμάτησαν. Ο Magritte επέστρεψε στις Βρυξέλλες και εργάστηκε στη διαφήμιση. Τότε, έφτιαξε με τον αδελφό του ένα πρακτορείο διαφημίσεων, με το οποίο έβγαζαν τα προς το ζην. Αργότερα, ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το 1940 έφυγε από τις Βρυξέλλες και μετακόμισε στη Γαλλία, όπου έφτιαχνε έργα κατά παραγγελία.
Το 1950, αγόρασε αρκετό ακριβό φωτογραφικό εξοπλισμό και άρχισε να φτιάχνει σειρές από μικρά film με σενάρια, τα οποία έγραφε με φίλους του και συχνά ήταν βασισμένα στα έργα του. Ακόμα κι αν μέσω της δόξας του είχε κερδίσει αρκετά χρήματα, μετακομίζοντας σε ένα μεγάλο σπίτι, εξακολουθούσε να ζωγραφίζει την τραπεζαρία, φορώντας το κουστούμι και το παπιγιόν του.
Γύρω στο 1963 διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας, αλλά συνέχισε να ζωγραφίζει και να ταξιδεύει σε χώρες, όπως η Ιταλία και η Αμερική. Πέθανε τον Αύγουστο του 1967, στην ηλικία των 69 χρόνων, και δεν κατάφερε, δυστυχώς, να ολοκληρώσει κάποια έργα και γλυπτά του.
Το μήλο και το καπέλο είναι τα συνηθισμένα σύμβολα στα έργα του και πειραματιζόταν συχνά με αυτά τα αντικείμενα. Ο ίδιος δε θεώρησε ποτέ τον εαυτό του ζωγράφο, αλλά έναν φιλόσοφο που χρησιμοποιούσε καθημερινά αντικείμενα, για να επικοινωνεί τις σκέψεις και τις ιδέες του με έναν οπτικό τρόπο. Ο σκοπός της δουλειάς του ήταν να κάνει κάποιον να σκεφτεί, να κάνει και τους κριτικούς και τους απλούς θεατές της τέχνης να αμφισβητήσουν τις ίδιες τις πεποιθήσεις τους.
Το μυαλό και η δημιουργικότητά του, ενώ ζωγράφιζε, είναι εκπληκτικά. Μπορούμε να δούμε παράδειγμα στο έργο του με την απεικόνιση ενός ζωγράφου που σχεδιάζει και κοιτάζει ένα αυγό, αλλά αποτυπώνει ένα πουλί, αυτό δεν είναι κάτι ρεαλιστικό. Αυτό μας ωθεί στο να αφήσουμε τη σκέψη μας ελεύθερη και να αγνοήσουμε το τι θα έπρεπε να γίνεται και να δημιουργούμε δικά μας νοήματα.
Θα περιέγραφα τις ζωγραφιές του ως οπτικές εικόνες, οι οποίες δεν κρύβουν τίποτα, παρόλα αυτά προκαλούν ένα μυστήριο. Έλεγε χαρακτηριστικά ο Magritte: «Πραγματικά, όταν κάποιος βλέπει μία από τις εικόνες μου, ο ένας ρωτάει τον άλλον μία πολύ απλή ερώτηση, “Τι σημαίνει αυτό;” δεν σημαίνει τίποτα, γιατί το μυστήριο δεν σημαίνει τίποτα».
Γνώριζε την παραξενιά του κόσμου στον οποίο ζούμε και αναγνώριζε πως η τέχνη είναι ένας άλλος κόσμος ιδεών, που είναι ελεύθερος, ή αλλιώς «ο κόσμος είναι μία κλειδαριά χωρίς κλειδί, ένα κλειδί χωρίς κλειδαριά».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Rene Magritte: The Life of an Artist – Art History School, youtube.com, διαθέσιμο εδώ.
- Rene Magritte and his paintings, renemagritte.org, διαθέσιμο εδώ.