Της Βικτώριας Βένιου,
Η βεβαρημένη με χρέη κληρονομία αποτελεί μια πραγματικότητα. Πραγματικότητα, ωστόσο, που ελλοχεύει μείζονες κινδύνους τόσο για τον κληρονόμο όσο και για τους κληρονομικούς δανειστές. Προς αποφυγή, λοιπόν, δυσάρεστων εκπλήξεων, κρίνεται απαραίτητη η ενδελεχής έρευνα του φαινομένου, αλλά και των θεσμών του ευεργετήματος της απογραφής και της δικαστικής εκκαθάρισης που συνυφαίνονται άρρηκτα με αυτό.
Απαραίτητο προ-στάδιο για την ανάλυση του ζητήματος των χρεών της κληρονομίας αποτελεί η αναφορά στο κύριο χαρακτηριστικό της κληρονομικής διαδοχής που είναι η φύση της ως «καθολικής» και συνακόλουθα ο χαρακτηρισμός του κληρονόμου ως «καθολικού διαδόχου». Ειδικότερα, ο κληρονόμος διαδέχεται τον κληρονομούμενο τόσο στο σύνολο του ενεργητικού όσο και στο σύνολο του παθητικού της περιουσίας του, δηλαδή και στις υποχρεώσεις του. Απόρροια των προαναφερθέντων είναι η σύμμειξη των δύο περιουσιών σε μια ενιαία περιουσία: της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου και της κληρονομικής περιουσίας. Κατά αναγκαίο αποτέλεσμα, οι δανειστές της κληρονομίας μπορούν να αναζητήσουν όσα τους ανήκουν στην ατομική περιουσία του κληρονόμου και να στραφούν κατά αυτής, αλλά και οι ατομικοί δανειστές του κληρονόμου μπορούν να ικανοποιηθούν από την κληρονομική περιουσία.
Ο κληρονόμος, μάλιστα, ευθύνεται προσωπικά και απεριόριστα ως προς τα χρέη της κληρονομίας. Έτσι, καθίσταται υπεύθυνος για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν και με τη δική του ατομική περιουσία. Περαιτέρω, δεν δύναται να ζητήσει από τους δανειστές της κληρονομίας να ικανοποιηθούν κατά προτεραιότητα από την κληρονομική περιουσία. Οι υποχρεώσεις της κληρονομίας διακρίνονται σε χρέη και σε βάρη. Τα χρέη του κληρονομούμενου συνιστούν τις απαιτήσεις των δανειστών του, που γεννήθηκαν μέχρι τον θάνατό του από τον νόμο ή από δικαιοπραξία. Ως βάρη της κληρονομίας νοούνται οι υποχρεώσεις που γεννήθηκαν στο πρόσωπο του κληρονόμου, μετά την επαγωγή της κληρονομίας. Σε αυτή την κατηγορία μπορούν να υπαχθούν ενδεικτικά: οι κληροδοσίες, οι τρόποι, οι δαπάνες της κηδείας. Αντίθετα, ο φόρος της κληρονομίας που οφείλει ο κληρονόμος δεν συγκαταλέγεται στην εν λόγω κατηγορία, διότι πρέπει να καταβάλλεται αποκλειστικά από την ατομική περιουσία του, ακόμα και αν έχει αποδεχθεί την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής.
Κρίσιμη εκδηλώνεται η αναφορά στο ζήτημα της τύχης των υποχρεώσεων της κληρονομίας επί περισσότερων κληρονόμων, δηλαδή μεταξύ συγκληρονόμων. Εάν προκύπτουν περισσότεροι κληρονόμοι είτε από διαθήκη είτε από τον νόμο και εφόσον ο κληρονομούμενος δεν έχει καθορίσει με τη διαθήκη του τον τρόπο διανομής, ο Αστικός Κώδικας εισάγει την αρχή του αυτοδίκαιου μερισμού μεταξύ των συγκληρονόμων. Συνεπώς, η αυτοδίκαιη διαίρεση των χρεών του κληρονομουμένου πραγματοποιείται ισόποσα, με βάση, δηλαδή, τη μερίδα του κάθε κληρονόμου. Εξαίρεση και μη εφαρμογή της εν λόγω αρχής μπορεί να τεθεί στην περίπτωση των βαρών της κληρονομίας, εάν τα βάρη καταλογίζονται σε όλους τους κληρονόμους, τότε διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων, ενώ εάν βαρύνουν μόνο έναν η ορισμένους από αυτούς, τότε μόνο οι αναφερόμενοι επωμίζονται το βάρος.
Σύμφυτοι με τον χαρακτηρισμό του κληρονόμου ως καθολικού διάδοχου είναι οι θεσμοί του ευεργετήματος της απογραφής και της δικαστικής εκκαθάρισης.
Η συνένωση της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου με την κληρονομική περιουσία ελλοχεύει κινδύνους στην περίπτωση υπερχρεωμένης κληρονομίας. Ακριβώς επειδή οι κληρονομικοί δανειστές έχουν το δικαίωμα να στραφούν κατά της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, στην περίπτωση κατάχρεης κληρονομίας τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα του κληρονόμου. Για αυτόν τον λόγο, δίνεται η δυνατότητα στον κληρονόμο να περιορίσει την ευθύνη του μέχρι το ενεργητικό της κληρονομίας με την αποδοχή της με το ευεργέτημα της απογραφής. Πρόκειται για μια ενδιάμεση λύση μεταξύ της αποποίησης της κληρονομίας στο σύνολό της και της αποδοχής της υπερχρεωμένης κληρονομίας.
Το μείζον δικαίωμα και υποχρέωση του εξ απογραφής κληρονόμου είναι ότι στο πρόσωπό του συντρέχει η ανάγκη ειδικής διαχείρισης της κληρονομίας, με στόχο, δηλαδή, την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών. Ο κληρονόμος δεν μπορεί να προβαίνει σε οποιαδήποτε διαχειριστική πράξη, πολλώ μάλλον δε σε διαχειριστικές πράξεις που δεν συνάδουν με τη φύση του θεσμού χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Για παράδειγμα, ο εξ απογραφής κληρονόμος δεν μπορεί να εκποιήσει ακίνητα της κληρονομίας ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες ανωνύμων εταιρειών χωρίς την άδεια Δικαστηρίου.
Οφείλει να διαχειρίζεται επιμελώς την κληρονομική περιουσία, ενώ, συγχρόνως, ευθύνεται για κάθε πταίσμα απέναντι στους δανειστές της κληρονομίας. Εάν ο εξ απογραφής κληρονόμος υπερβεί τα προαναφερθέντα όρια, τότε οι πράξεις δεν καθίστανται άκυρες, αλλά γεννάται λόγος έκπτωσής του από το ευεργέτημα και παράλληλη υποχρέωσή του για αποζημίωση των δανειστών της κληρονομίας. Βέβαια, εάν ο εξ απογραφής κληρονόμος το επιθυμεί, μπορεί να απαλλαγεί από το βάρος της εν λόγω διοίκησης και να παραχωρήσει την κληρονομία στους κληρονομικούς δανειστές, απαλλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του από κάθε υποχρέωσή του προς αυτούς.
Ο θεσμός της δικαστικής εκκαθάρισης, από την άλλη, προστατεύει τους δανειστές της κληρονομίας έναντι του κληρονόμου και των ατομικών δανειστών του, που ενδεχομένως να θελήσουν να στραφούν κατά της κληρονομικής περιουσίας, για να ικανοποιηθούν τα συμφέροντά τους. Συγκεκριμένα, με δικαστική απόφαση διατάσσεται η δικαστική εκκαθάριση και ο διορισμός ειδικού εκκαθαριστή, γεγονός το οποίο συνεπάγεται τον αποχωρισμό της κληρονομίας από την ατομική περιουσία του κληρονόμου, που πλέον αποτελεί ξεχωριστή ειδική ομάδα εναντίον της οποίας δεν μπορούν να στραφούν οι ατομικοί δανειστές του κληρονόμου.
Παράλληλα, το ενεργητικό της κληρονομίας διατίθεται από τον εκκαθαριστή προς εξόφληση των κληρονομικών δανειστών. Κρίνεται απαραίτητο, μάλιστα, να διακρίνουμε πως εάν, μετά το κλείσιμο της απογραφής, το ενεργητικό της κληρονομίας υπερβαίνει το παθητικό, ο εκκαθαριστής ικανοποιεί τους κληρονομικούς δανειστές χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις. Αντίθετα, εάν από την απογραφή προκύπτει ότι το ενεργητικό δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των κληρονομικών δανειστών, τότε ο εκκαθαριστής οφείλει να ζητήσει από το Δικαστήριο να διευθετήσει το ζήτημα της σύμμετρης πληρωμής των αναγγελθέντων δανειστών.
Καθίσταται, λοιπόν, πρόδηλο πως το ζήτημα των χρεών της κληρονομίας αποτελεί ένα συχνό, αλλά, παράλληλα, δυσεπίλυτο ζήτημα. Αναντίρρητα, οι προαναφερθέντες θεσμοί πλαισιώνουν ορθά το τεθέν ζήτημα, έχοντας, βέβαια, διαφορετικό πεδίο προστασίας. Ο μεν θεσμός του ευεργετήματος της απογραφής προστατεύει τον κληρονόμο και έμμεσα τους ατομικούς του δανειστές, ο δε θεσμός της δικαστικής εκκαθάρισης προστατεύει τους κληρονομικούς δανειστές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014