Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Οι δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας εντός της τρέχουσας εβδομάδας αποτελούν μία ακόμα ψηφίδα στο μωσαϊκό που στρώνεται στον δρόμο προς τις βουλευτικές κάλπες. Μπορεί ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, να διαβεβαίωσε ότι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία θα λάβει χώρα στη λήξη της τετραετούς θητείας της κυβέρνησής του, πλην όμως, οι μηχανισμοί όλων των κομμάτων κι όχι μόνο λειτουργούν σε γοργούς προεκλογικούς ρυθμούς.
Οι μετρήσεις των τάσεων ως προς την εκλογική συμπεριφορά της κοινής γνώμης συμφωνούν στα εξής:
Πρώτον, στην καθαρή διαφορά υπέρ της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Διαφορά που έχει περιοριστεί σε μονοψήφια ποσοστά, αλλά που παραμένει υψηλή, καθιστώντας το κυβερνών κόμμα «φαβορί» για την πρώτη θέση. Την τελική κατάταξη των κομμάτων και τις διαφορές μεταξύ τους, ουδείς δύναται να τις προδικάσει. Φαίνεται, όμως, ότι ο Μητσοτάκης έχει ακόμη πολιτικό κεφάλαιο να διαθέσει. Το ποια θα είναι η ταχύτητα της αφομοίωσής του και πόσο αυτή θα διαρκέσει θα εξαρτηθεί κι από τις εξελίξεις πρωτίστως στο μέτωπο της οικονομίας. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το να χάσει ψήφους ο Μητσοτάκης δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα τους καρπωθεί ο Τσίπρας, έστω κι αν το μοτίβο της εκλογικής συμπεριφοράς του Έλληνα ψηφοφόρου παραμένει το πολωτικό. Ακόμα κι αν ο σημερινός Πρωθυπουργός έχει κατορθώσει να περιορίσει τους ενοίκους της πάλαι ποτέ «δεξιάς πολυκατοικίας» στο ημιυπόγειο, αυτό δεν σημαίνει ότι μια έντονη περίοδος οικονομικής ύφεσης, σε συνδυασμό μ’ ενδεχόμενα νέα περιοριστικά μέτρα έναντι του κορωνοϊού, δεν θα οδηγήσουν σε ψήφο διαμαρτυρίας. Ίσως όχι της έντασης της εποχής του αντιμνημονίου, αλλά πάντως ικανής να του προκαλέσει καίρια ζημιά, δεδομένου ότι στόχος του είναι η αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές, μετά το «κάψιμο» της αναλογικής Τσίπρα.
Δεύτερον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται με μεγάλη διαφορά του Αλέξη Τσίπρα στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία. Αν και το συγκεκριμένο εύρημα εν πολλοίς αποτελεί απότοκο του κανόνα –όχι ότι δεν υπάρχουν κι εξαιρέσεις– που θέλει τους εν ενεργεία Πρωθυπουργούς να θεωρούνται ικανότεροι από τους εν δυνάμει. Εδώ και πολύ καιρό ήταν ξεκάθαρο, αλλά πλέον παγιώνεται ως δεδομένο, ότι ο Τσίπρας μπορεί να παραμένει το δυνατό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ σε ό,τι αφορά την εσωκομματική του συνοχή, αλλά αποτελεί βαρίδι για την κυβερνητική του προοπτική. Ο σημερινός αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης δεν μπορεί, τρία χρόνια μετά την ήττα του, ν’ ανακτήσει την αξιοπιστία του. Το κυβερνητικό του παρελθόν τον κυνηγά, αλλά μεγαλύτερη ζημιά του κάνει ο συνδυασμός των πεπραγμένων του με αυτά που είχε υποσχεθεί. Παραμένει αδύναμος να δομήσει μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση. Αφενός, λόγω της διαχρονικής ανικανότητας του ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει με βάση τον τεκμηριωμένο προγραμματικό λόγο. Αφετέρου, λόγω της φύσης του κόμματός του που τον εμποδίζει ν’ αναπτύξει μια θεσμική αντίληψη του ρόλου του σε συνθήκες κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, την οποία κατά βάση αποστρέφεται. Έτσι, ο μέσος ψηφοφόρος, ακόμα κι ο απογοητευμένος από τον Μητσοτάκη, ακούει τον Πολάκη να υπόσχεται ρεσάλτο στους αρμούς της εξουσίας με εκκαθαρίσεις στη Δικαιοσύνη κι όχι μόνο. Ακούει τον Τσακαλώτο να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον Βαρουφάκη, προφανώς για να ολοκληρώσουν όσα άφησαν ατελή το δραματικό καλοκαίρι του 2015, όταν μας έφεραν με το ένα πόδι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κι Ευρωζώνης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, αντί να επιχειρήσει να προσεγγίσει τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που θα του επιτρέψουν να κατοχυρώσει τη θέση του ως ο «εις εκ των δύο κυρίων πόλων» του πολιτικού συστήματος, τους δείχνει κατάμουτρα πώς όχι μόνο δεν έχει μάθει από τα λάθη του, αλλά, επιπλέον, είναι διατεθειμένος να επαναλάβει τα ίδια και χειρότερα. Ως αντιπολιτευτική τακτική δε, έχει επιλέξει την τυφλή σύγκρουση επί παντός επιστητού και τον λούμπεν δικαιωματισμό (στον οποίο ψαρώνουν μόνο διάφοροι συμπλεγματικοί και πολιτικά ελλειμματικοί από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), ώστε ν’ αναγορευτεί ως δήθεν προοδευτική δύναμη. Παραμένει, εν ολίγοις λόγοις, ο μεγαλύτερος χορηγός του Μητσοτάκη.
Τρίτον, καταγράφεται υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ. Αναμένεται να δεχτεί περαιτέρω πίεση, μιας και η λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξει αύξηση της συσπείρωσης ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, πριμοδοτούμενη από το διακύβευμα της κυβερνησιμότητας. Το ΠΑΣΟΚ κινείται σε σταθερά διψήφια ποσοστά, αλλά πλέον έχει χάσει την ώθηση που του είχαν δώσει η συγκινησιακή φόρτιση λόγω του θανάτου της Φώφης Γεννηματά, η ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη ως νέου Προέδρου και οι εσωκομματικές του διαδικασίες. Ο Ανδρουλάκης εξέφρασε το αίτημα της βάσης του Κινήματος για ανανέωση προσώπων. Πλέον πρέπει να εκφράσει το αίτημα της κοινωνίας για σοβαρή εναλλακτική έναντι του Μητσοτάκη. Αυτό απαιτεί παραγωγή πολιτικής, πρόγραμμα, επικοινωνία, οργάνωση. Ζωτικής σημασίας για το ίδιο είναι να κατορθώσει να εμπεδώσει στη συνείδηση του εκλογικού σώματος ότι μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις τη δεύτερη θέση στις εκλογές. Κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί μέσα από θέσεις ρεαλιστικές και επιδεχόμενης άμεσης εφαρμογής, καθώς και μέσα από την ανάδειξη των ουσιαστικών του διαφορών με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η Δημοκρατική Παράταξη είχε διαχρονικά τρία χαρακτηριστικά που οριοθετούσαν τον ζωτικό της χώρο έναντι της Δεξιάς και της Αριστεράς• Πρώτον, προάσπιση κι εμβάθυνση της Δημοκρατίας έναντι του αμφίπλευρου αυταρχισμού. Δεύτερον, ιδιαίτερη πατριωτική ευαισθησία. Κόντρα στη δεξιά πατριδοκαπηλία που αποτελεί τον «φερετζέ» της ενδοτικότητας προς τη Δύση και βαφτίζει ευρωπαϊσμό την «ευρω-λιγούρα». Κόντρα στην αριστερή αποστροφή για κάθε τι εθνικό κι ελληνικό, μιας και το εκάστοτε Κόμμα ήταν και παραμένει πάνω απ’ όλα είτε ως ελληνικό υποκατάστημα της μητρικής «εταιρείας» είτε ως ανεξάρτητο «μαγαζί». Τρίτον, έκφραση των μικρομεσαίων στρωμάτων που προσδοκούν ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Ούτε με τη δεξιά προαγωγή των μεγάλων συμφερόντων ούτε με την αριστερή προλεταριοποίηση της μεσαίας τάξης. Αυτοί είναι άξονες πάνω στους οποίους πρέπει το ΠΑΣΟΚ να κινηθεί, για ν’ ανακάμψει. Το να μαλώνει με τον ΣΥΡΙΖΑ για το ποιο είναι το πιο φιλο-ΛΟΑΤΚΙ κόμμα προκαλεί από θυμηδία έως οργή στη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου του…
Τέταρτον, το μείζον ζήτημα για την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος είναι το οικονομικό. Ο κορωνοϊός έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, με τον κόσμο να αισθάνεται κόπωση από τα δύο χρόνια «ανωμαλίας» που προηγήθηκαν και να έχει αποδεχθεί ότι πλέον δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο. Ο μέσος Έλληνας ανησυχεί πρωτίστως για την τσέπη του, για την οικονομική του ασφάλεια και την ποιότητας ζωής του ιδίου και των προσφιλών του προσώπων. Μετά από τη μνημονιακή δεκαετία και τη βίαιη ανατροπή πολλών μεταπολιτευτικών «δεδομένων», περάσαμε στην πανδημία. Συνολικά τα τελευταία 12 χρόνια, ο ελληνικός λαός έχει ταλαιπωρηθεί υπερβολικά τόσο σε πρακτικό επίπεδο όσο και σε ψυχολογικό. Η προοπτική μιας νέας βίαιης φτωχοποίησης τρομάζει. Τρομάζει δε περισσότερο, ότι πλέον δεν υπάρχει και η απατηλή έστω ελπίδα που ευαγγελιζόταν το αντι-μνημόνιο. Καλό για τη χώρα, αλλά και σκληρό για πάρα πολλούς ανθρώπους. Η είσοδος στην προεκλογική περίοδο εν μέσω θέρους κι έναν χρόνο πριν τη συνταγματικώς προβλεπόμενη λήψη της κυβερνητικής θητείας αποτελεί για πάρα πολλούς την επιβεβαίωση ότι έρχονται δύσκολες ημέρες, γι’ αυτό κι ο Μητσοτάκης θα σπεύσει το φθινόπωρο να εκμεταλλευτεί την εναπομείνασα θερινή ευφορία και έσοδα από τον τουρισμό, προκειμένου να περιορίσει τη φθορά. Ίσα ίσα γι’ αυτό και η πρωθυπουργική διαβεβαίωση του βήματος της Εθνικής Αντιπροσωπείας ότι οι βουλευτικές κάλπες δεν θα στηθούν άμεσα.
Εν πάση περιπτώσει, νικητής θα είναι αυτός που θα καταφέρει να δώσει στον κόσμο προοπτική. Που θα καταφέρει να αναγνωριστεί από την πλειοψηφία ως ικανότερος να επιτύχει την ανάσχεση της οικονομικής κρίσης, που έχει ενσκήψει ήδη στη χώρα μας, να προστατεύσει το λαϊκό εισόδημα και να δημιουργήσει συνθήκες ανάκαμψης. Αυτός που, εν άλλοις λόγοις, θα έχει πρωτίστως θετική ατζέντα. Όποιος παγιδευτεί σε μια κοντόφθαλμη θεώρηση της πραγματικότητας κι επενδύσει κυρίως στη λογική «το μη χείρον βέλτιστον», θα βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων…