Της Παναγιώτας Βέργου,
Ο καταρράκτης των ματιών αποτελεί μια από τις πιο κοινές και, δυστυχώς, από τις πιο αναπόφευκτες παθήσεις των ματιών. Στις ημέρες μας, με την εξέλιξη της επιστήμης, της τεχνογνωσίας και της βελτίωσης της ποιότητας των υλικών, η αντιμετώπιση θεωρείται ασφαλής και επιτυχής, χωρίς να προκαλεί ιδιαίτερες ανησυχίες για τυχόν επιπλοκές.
Τι είναι, όμως, ο καταρράκτης των ματιών;
Μέσα στον οφθαλμικό βολβό και ακριβώς πίσω από την ίριδα εντοπίζεται ο κρυσταλλοειδής φακός, πάνω στον οποίο «λυγίζουν» οι ακτίνες του φωτός που τον διαπερνούν. Τελικά, οι ακτίνες θα εστιάσουν στον κερατοειδή χιτώνα του οπίσθιου μέρους του οφθαλμού, ο οποίος θα συνδεθεί μέσω του οπτικού νεύρου με τον εγκέφαλο, ώστε να σχηματιστεί η εκάστοτε εικόνα. Όταν είμαστε νέοι, ο φακός είναι καθαρός και διάφανος σαν κρύσταλλο, έτσι μπορούμε με άνεση να εστιάζουμε σε αντικείμενα είτε σε μακρινή είτε σε κοντινή απόσταση. Με την πάροδο του χρόνου, ο φακός αρχίζει να θολώνει και να γίνεται πιο σκληρός και πιο σκούρος. Το αποτέλεσμα είναι οι ακτίνες του φωτός να μην τον διαπερνούν απρόσκοπτα και, τελικά, να διαμορφώνεται μια παθολογική κατάσταση, αυτό που ονομάζουμε καταρράκτης ματιών.
Γιατί, όμως, ο φακός αλλοιώνεται;
Με τα χρόνια, ο φακός αρχίζει σταδιακά να παίρνει ένα καφετί χρώμα λόγω της οξείδωσής του και της συνεχούς έκθεσής του στο ηλιακό φως, όπως όταν ένα μέταλλο έχει παραμείνει για αρκετό καιρό έξω και αρχίζει να σκουριάζει. Αρχικά, χάνεται η ικανότητα του οφθαλμού να διαφοροποιεί τα σκούρα χρώματα μεταξύ τους, όπως το μαύρο και το σκούρο μπλε χρώμα. Ο φακός είναι το μόνο όργανο του ανθρωπίνου σώματος που αρχίζει να γερνάει από την ηλικία των 8 ετών, λόγω της έκθεσής του στο ηλιακό φως. Ωστόσο, η γήρανση επιταχύνεται από την ηλικία των 50 ετών. Στα πρώιμα στάδια, ο φακός κιτρινίζει και σταδιακά αποκτά καφέ χρώμα, με αποτέλεσμα η εικόνα να θολώνει. Παρ’ όλα αυτά, η παραπάνω αλλοίωση είναι απολύτως φυσιολογική και παρόμοια αυτής της γήρανσης του δέρματος. Ο κρυσταλλοειδής φακός μπορεί να παρομοιαστεί με ένα ροδάκινο: εξωτερικά περιβάλλεται από μια κάψα, τη φλούδα του ροδάκινου, στη μέση εντοπίζεται ο πυρήνας του, δηλαδή το κουκούτσι, και ανάμεσα στην κάψα και τον πυρήνα παρεμβάλλεται ο φλοιός του φακού. Καθένα από τα τμήματα του φακού μπορεί να υποστεί βλάβη και, τελικά, να προκαλέσει θολερότητα στην όραση.
Επιπρόσθετες αιτίες
Η συνηθισμένη αυτή αιτία δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των ηλικιωμένων λόγω της ηλικιακής έκθεσης. Νεαρά άτομα, ακόμη και βρέφη, μπορεί να εμφανίσουν καταρράκτη, καθώς είναι δυνατόν να προκληθεί και από άλλες αιτίες, όπως ο διαβήτης, η φαρμακολογική χορήγηση κορτιζόνης, πιθανοί τραυματισμοί του οφθαλμού, αλλά και ο σύγχρονος τρόπος ζωής, που περιλαμβάνει ανθυγιεινή διατροφή, κάπνισμα και κατανάλωση αλκοόλ. Ο συγγενής καταρράκτης μπορεί να εμφανιστεί στη νεογνική ηλικία, αν η μητέρα κολλήσει ερυθρά, ωστόσο, οι πιθανότητες είναι ελάχιστες λόγω της εμβολιαστικής κάλυψης.
Ποια είναι τα συμπτώματα που προϊδεάζουν για καταρράκτη των ματιών;
Στα αρχικά στάδια, η όραση δεν επιβαρύνεται και ο ασθενής μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση ειδικών γυαλιών και φακών επαφής. Σταδιακά, περιορίζεται η κοντινή ή και η μακρινή όραση, εξασθενίζει η διαφοροποίηση των χρωμάτων και η όραση γίνεται θολή. Πιο συγκεκριμένα, οι ακτίνες που διαπερνούν το μάτι διασκορπίζονται ανώμαλα, γι’ αυτό πολλοί ασθενείς παραπονιούνται για την ύπαρξη φωτεινών κύκλων, δηλαδή φωτοστέφανων σκιών γύρω από αντικείμενα, όπως είναι οι προβολείς, και εμφανίζουν δυσκολία κατά την οδήγηση τις βραδινές ώρες. Άλλοι ασθενείς ταλαιπωρούνται από διπλωπία, καθώς βλέπουν διπλά τα αντικείμενα, ενώ άλλοι αδυνατούν να διαφοροποιήσουν την ένταση και την εναλλαγή των χρωμάτων λόγω της σκλήρυνσης του φακού. Ως συνέπεια της αδυναμίας αυτής και με απώτερο σκοπό τη βελτίωση της κοντινής όρασης, αναπτύσσουν μυωπία, τη λεγόμενη «μυωπία της τρίτης ηλικίας».
Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Η διάγνωση του καταρράκτη πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας λεπτομερούς και διεξοδικής οφθαλμολογικής εξέτασης με τη χρήση σχισμοειδούς λυχνίας. Μετά την αρχική διάγνωση, έπεται πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος, με οπτική τομογραφία συνοχής (OCT), βυθοσκόπηση και μέτρηση της πίεσης του οφθαλμού. Μέσω της διαδικασίας της βιομετρίας, αποφασίζεται το είδος του φακού που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
Θεραπεία
Ο εκάστοτε ασθενής μπορεί να λάβει μόνος του την απόφαση για το πότε θα προχωρήσει στην πραγματοποίηση χειρουργικής επέμβασης, εφόσον πλέον τα γυαλιά οράσεως που χρησιμοποιεί δυσχεραίνουν την καθημερινότητά του. Η επέμβαση διαρκεί περίπου 15 λεπτά και μπορεί να επαναφέρει πλήρως τη φυσιολογική όραση, σε περίπτωση που δεν συνυπάρχουν άλλες οφθαλμολογικές παθήσεις, όπως η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Το χειρουργείο περιλαμβάνει τη διαδικασία της «φακοθρυψίας», κατά την οποία ο φακός απομακρύνεται από τον οφθαλμό μέσω θρυμματισμού και αντικαθίσταται από άλλον τεχνητό φακό. Λίγες ώρες μετά το χειρουργείο και έπειτα από την επίδραση των σταγόνων, ο ασθενής επανακτά την όρασή του. Σε γενικές γραμμές, το χειρουργείο είναι αναίμακτο και ανώδυνο και ο χρόνος της αποθεραπείας πολύ μικρός, καθώς η τομή είναι πολύ μικρή και δεν απαιτούνται ράμματα. Ο ασθενής μπορεί να επανέλθει άμεσα στις καθημερινές του δραστηριότητες, χρησιμοποιώντας επιμελώς ειδικές οφθαλμολογικές σταγόνες που θα του χορηγήσει ο θεράπων ιατρός και αποφεύγοντας την άρση βαρών, τουλάχιστον για τις πρώτες 3-4 ημέρες.