Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,
Ο τρόπος οργάνωσης κάθε κοινωνίας βασίζεται σε ένα σύνολο αξιών, κανόνων και διεργασιών, τον οποίο συνηθίζουμε να αποκαλούμε ιδεολογία. Στον πυρήνα κάθε ιδεολογίας και του ζητήματος της κοινωνικής δομής βρίσκεται το κύριο οικονομικό πρόβλημα. Το πώς θα παραχθούν και θα διαμοιραστούν οι οικονομικοί πόροι τη στιγμή που αυτοί είναι περιορισμένοι, ενώ οι ανάγκες κι επιθυμίες των ατόμων απεριόριστες. Σκοπός κάθε ιδεολογίας είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, την οποία κάθε μία ορίζει και διαφορετικά. Σε αυτό το άρθρο, λοιπόν, θα επικεντρωθούμε στην οικονομική διάστασή της, κάνοντας όμως αναφορές και στην πολιτική και στην κοινωνική λόγω της άρρηκτης σύνδεσης μεταξύ τους.
Οι πρώτες οργανωμένες οικονομίες βασίζονταν σε μία αυστηρή ιεραρχία και διαχώριση των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Το μοντέλο που ακολούθησαν όλες οι προ-νεωτερικές κοινωνίες –πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση– βασίζονταν σε τρεις κατηγοριοποιήσεις των μελών της. Σε αυτή των κληρικών, που ήταν υπεύθυνοι για την πνευματική καθοδήγηση των ατόμων, των ευγενών, οι οποίοι ήταν ουσιαστικά η τάξη των πολεμιστών –ερχόταν αρκετά συχνά σε σύγκρουση με τον κλήρο– και τέλος, η λαϊκή τάξη, που ήταν κυρίως αγρότες, δουλοπάροικοι, έμποροι και τεχνίτες. Φυσικά, σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν και οι σκλάβοι, κάτι που θα εξεταστεί ξεχωριστά.
Στις κοινωνίες που βασίζονταν σε αυτές τις τρεις τάξεις, η πολιτική και η οικονομική εξουσία ταυτίζονταν. Τόσο στις αρχαίες αυτοκρατορίες, όσο και στην προ-επαναστατική Γαλλία (“Ancient Regime”) η γη άνηκε κατά κύριο λόγο στους ευγενείς, οι οποίοι όντας οι απόλυτοι άρχοντες είχαν τα μέσα να την εκμεταλλεύονται, τους ανθρώπους στο έπακρο και σκοπός τους ήταν να διαιωνίζουν την κυριαρχία τους. Στον Μεσαίωνα, βέβαια, παρατηρείται σε ορισμένες χώρες, όπως την Ισπανία και την Ιταλία, ότι η Εκκλησία απέκτησε την πλειονότητα των γαιών, άρα του πλούτου και της ισχύς, τόσο μάλιστα που να μπορεί να απειλεί την κυριαρχία του μονάρχη ή των ολιγαρχικών. Από τη μία, οι ευγενείς και ο μονάρχης κυβερνούσαν ελέω θεού κι έτσι ο συγκεντρωτισμός ήταν δικαιολογημένος. Από την άλλη, οι ιερείς είχαν επαφές με το θείο, με αποτέλεσμα δύσκολα να έβρισκε κάποιος λόγο και κουράγιο να τους εναντιωθεί.
Η δουλεία ήταν ένας θεσμός που υπήρχε σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς –ακόμη και σήμερα υπάρχει με κάποια πιο ήπια μορφή σε ορισμένες χώρες– ως βάση των οικονομιών τους. Η αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, καθώς και οι Η.Π.Α. ήταν τέτοια παραδείγματα οικονομιών. Στην αρχαία Ελλάδα κάποιος θα μπορούσε να γεννηθεί σκλάβος, να γίνει λόγω χρέους ή να σκλαβωθεί λόγω πολέμου ή πειρατείας. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην αρχαία Αθήνα, οι δούλοι είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν αξιοπρεπώς ή ακόμα και να αποκτήσουν την ελευθερία τους σε σπάνιες περιπτώσεις. Ωστόσο, στις ΗΠΑ οι μαύροι σκλάβοι θεωρούνταν «υπάνθρωποι», οι οποίοι έμοιαζαν περισσότερο με ζώα παρά με ανθρώπους. Έτσι, απολύτως «δικαιολογημένα» αποτελούσαν ιδιοκτησία των λευκών Αμερικανών. Βλέπουμε εδώ τον φυλετικό ρατσισμό να χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τη δουλεία κι επομένως, των υπερκερδών των γαιοκτημόνων. Και στις δύο περιπτώσεις, η ύπαρξη σκλάβων παρουσιάζεται ως φυσική. Στην πρώτη περίπτωση λόγω αναγκαιότητας και στη δεύτερη προβάλλοντας το ρατσισμό.
Μεταίχμιο στην ιστορία της ιδεολογίας και της κοινωνικής οργάνωσης αποτέλεσε η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης, με ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός τη Γαλλική Επανάσταση –ως αποτέλεσμα του Διαφωτισμού– η οποία έθεσε τα θεμέλια για την νεωτερικότητα. Κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, η δουλοπαροικία και η δουλεία άρχισαν να καταργούνται ανά την Ευρώπη και τον κόσμο, ενώ νέες τεχνολογίες έκαναν την παραγωγή πιο αποδοτική. Πλέον, η βάση της οικονομίας δεν ήταν η αγροτική παραγωγή, αλλά η βιομηχανική και το εμπόριο. Μία νέα τάξη αναδείχθηκε και άρχισε να συγκεντρώνει πλούτο και επιρροή, η αστική. Η ιδεολογία που ακολουθούσε αυτή τη νέα τάξη ήταν ο φιλελευθερισμός. Το άτομο, εάν το κράτος του παρέχει την ελευθερία και τις απαιτούμενες συνθήκες, μπορεί μέσω των δικών του δυνάμεων και προσπαθειών να επιτύχει, ακόμα κι αν έχει γεννηθεί στην κατώτερη τάξη. Τον 19ο αιώνα, φιλελεύθερες κυβερνήσεις άρχισαν να αποκτούν την εξουσία στην Ευρώπη, καταργώντας πολλά από τα προνόμια της αριστοκρατίας και του κλήρου, υπερασπιζόμενες παράλληλα τις ελεύθερες αγορές.
Αυτή την περίοδο κύρια διαφορά μεταξύ των ατόμων δεν αποτελεί ο τίτλος τους, αλλά η περιουσία τους, η οποία πέρα από γη μπορούσε να αποτελείται από μετοχές, επιχειρήσεις, δικαιώματα εμπορίας κ.ο.κ. Η οικονομική ισχύς άρχισε να διαχωρίζεται από την πολιτική με διαφορετικά άτομα να ασκούν την καθεμία τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά κοινωνίες. Τότε άρχισε και να διαδίδεται και η άποψη ότι κάποιος έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τη φτώχεια, μόνο αν δουλέψει σκληρά.
Την ίδια στιγμή, η Belle Epoque το 1880-1914 είναι από τις περιόδους με τις μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες στην ιστορία. Στις ΗΠΑ, η εποχή αυτή ονομάζεται πλουτοκρατία με τεράστια μονοπώλιά και μια χούφτα ανθρώπων να αποφασίζουν για την επόμενη κυβέρνηση. Αυτές οι τεράστιες ανισότητες είναι αυτές που ενέπνευσαν δύο ανθρώπους να ιδρύσουν μια νέα σχολή σκέψης που σήμερα αποκαλούμε μαρξισμό. Η επόμενη περίοδος του 20ου αιώνα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ιδεολογικό ενδιαφέρον και ποικιλομορφία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Capital and Ideology, Thomas Piketty, Harvard University Press