Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία «μοιράστηκε» στις συμμαχικές δυνάμεις. Η Ανατολική Γερμανία –Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας– έγινε ένα κράτος-δορυφόρος της Ε.Σ.Σ.Δ., ενώ η Δυτική Γερμανία –Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας– όταν ανεξαρτητοποιήθηκε, υιοθέτησε στην οικονομία της το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής των φιλελεύθερων δημοκρατιών της Δύσης. Όπως έδειξε η ιστορία, αυτή η διχοτόμηση της χώρας δημιούργησε δύο οικονομίες διαφορετικών ταχυτήτων. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η επανένωση της χώρας σε ένα ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος δημιούργησε εκτεταμένες κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές, κυρίως στα πρώην κομμουνιστικά κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας. Αποδείχθηκε μία εξέλιξη που ευνόησε, τελικά, τη χώρα εξ ολοκλήρου, αλλά η οικονομική ανισότητα μεταξύ των δύο αυτών περιοχών είναι ακόμη εμφανής.
Στις αρχές της χιλιετίας, το χάσμα μεταξύ των ποσοστών ανεργίας τους άγγιζε το 10%. Μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει το κράτος της Γερμανίας να τα εξισορροπήσει, αλλά η διαφορά τους έχει αμβλυνθεί αισθητά. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από την έκθεση της γερμανικής κυβέρνησης του 2019 για το έτος 2018, η ανεργία βρίσκεται σε σταθερά υψηλότερα επίπεδα στην ανατολική (6,9%) σε σχέση με τη δυτική (4,8%) Γερμανία. Επίσης, οι συνολικές αποζημιώσεις, οι ακαθάριστοι μισθοί, τα ημερομίσθια και τα εισοδήματα μετά φόρων στην ανατολική Γερμανία βρίσκονται μέχρι και σήμερα αρκετά χαμηλότερα. Τα τελευταία έτη, τα εισοδήματά τους (μετά φόρων) έχουν φτάσει το 85% περίπου των κατοίκων της δυτικής Γερμανίας. Βέβαια, έχει αμβλυνθεί κατά πολύ η διαφορά τους, καθώς το 1991 το κατά κεφαλήν εισόδημα των ανατολικογερμανών αποτελούσε μόνο το 61% εκείνου των δυτικών.
Επιπλέον, η ανατολική Γερμανία υπολείπεται και στην παραγωγικότητα κατά 34% περίπου σε όρους Α.Ε.Π., το οποίο είναι προσαρμοσμένο στις πληθυσμιακές διαφορές τους. Ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της ανισότητας, όπως έχει επισημάνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας, είναι η απουσία μεγάλων εταιρειών με έδρα τα ανατολικά κρατίδια. Καμία εταιρεία της ανατολικής Γερμανίας δεν είναι εισηγμένη στον DAX-30 –χρηματιστηριακό δείκτη με τις μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες– που διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, πολλές επιχειρήσεις της έχουν συγχωνευτεί ή εξαγοραστεί κατά το παρελθόν από μεγάλες δυτικογερμανικές και ξένες πολυεθνικές. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγικότητα των κρατιδίων της ανατολικής Γερμανίας έχει σημειώσει σημαντική άνοδο από το κομβικό σημείο του 1991, που τότε αποτελούσε μόνο το 43% της παραγωγικότητας της ελεύθερης Γερμανίας.
Αυτή η οικονομική στασιμότητα, και σε ορισμένες περιπτώσεις παρακμή, φαίνεται πως τείνει να αλλάξει. Τα τελευταία περίπου δύο χρόνια, έχουν εισχωρήσει στην αγορά της πρώην κομμουνιστικής Ανατολής νέοι επενδυτές, μετατρέποντας αρκετές υποανάπτυκτες πόλεις της σε βιομηχανικά κέντρα. Σήμα κατατεθέν αποτελεί η επένδυση της καναδικής τεχνολογικής εταιρείας, Rock Tech Lithium, ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ στην πόλη Guben, για να κατασκευάσει τον πρώτο μετατροπέα λιθίου στην Ευρώπη, ένα βασικό εξάρτημα για τις μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Σημαντική ήταν και η ανακοίνωση της εταιρείας Intel τον Μάρτιο ότι θα κατασκευάσει τουλάχιστον δύο εργοστάσια ημιαγωγών αξίας 17 δισεκατομμυρίων ευρώ στην πόλη του Magdeburg. Τον ίδιο μήνα, η Tesla άρχισε την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων στην πόλη Grunheide, καθώς, επίσης, η ίδια από το 2018 έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις 7 δισεκατομμυρίων στο Brandenburg. Σχετικά πρόσφατα, η Volkswagen άνοιξε καινούργια γραμμή παραγωγής στο Zwickau, δημιουργώντας ακόμα 1.000 θέσεις εργασίας. Αυτή τη στιγμή, η περιοχή του Zwickau βρίσκεται σε σχεδόν πλήρη απασχόληση, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, πέραν των επενδύσεων της Volkswagen, σε επενδύσεις της καλωδιακής εταιρείας Leoni 130 εκατομμυρίων ευρώ, που σκοπό είχαν να τροφοδοτούν τα εργοστάσια της Volkswagen. Να επισημανθεί ότι οι παραπάνω είναι κάποιες αξιοσημείωτες επενδύσεις που έχουν γίνει στις ανατολικές περιοχές της Γερμανίας και αναμένεται να γίνουν, ακόμα, επενδύσεις ύψους 11,5 δισεκατομμυρίων ευρώ στο κοντινό μέλλον.
Αυτά τα επενδυτικά έργα εμφανίζονται σε μία εποχή που εταιρείες, όπως η Bosch και η Continental, στο ανεπτυγμένο νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα της Γερμανίας ανακοινώνουν απολύσεις εργαζομένων τους. Πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες, επίσης, τα τελευταία τρία χρόνια έχουν ανακοινώσει περικοπές άνω των 100.000 θέσεων εργασίας, γεγονός που δείχνει μια τάση συρρίκνωσης της οικονομίας σε αυτές τις περιοχές. Αιτία αυτών των περικοπών είναι η κατάσταση αβεβαιότητας και η μειωμένη ζήτηση που επικρατεί στις αγορές, ειδικά αυτήν την περίοδο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σηματοδοτεί την είσοδο σε περίοδο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. Αντιθέτως, στα ανατολικά, οι νέες επενδύσεις θα διατελέσουν αρωγό ανάπτυξης. Αυτή η προσέλκυση μεγάλων εταιρειών στην ανατολική Γερμανία οφείλεται στο μεγάλο περιθώριο που υπάρχει για καινούργιες επενδύσεις. Η ανατολική Γερμανία έχει πολύ περισσότερη διαθέσιμη έκταση για κατασκευή νέων εργοστασίων, κάτι το οποίο είναι δυσεύρετο στην κεντρική Ευρώπη. Ένα ακόμα ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Α.Π.Ε.), που αποτελεί έναν πολύ βασικό παράγοντα επενδύσεων για βιομηχανίες που θέλουν –ή αναγκάζονται λόγω κανονισμών– να γίνουν πιο «πράσινες». Για παράδειγμα, το Brandenburg καταφέρνει να καλύπτει το 94% της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια από Α.Π.Ε., ενώ συνολικά η Γερμανία καλύπτει μόνο το 46% της ζήτησής της από αυτές. Επιπρόσθετα, μία αφορμή ανάπτυξης νέων έργων στην ανατολική Γερμανία είναι η κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων, που έχει προκαλέσει η πανδημία του Covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Λογικό και αναπόφευκτο είναι οι χώρες να προσπαθήσουν να αυξήσουν την εγχώρια παραγωγή βασικών προϊόντων, αλλά και να μειώσουν τις αποστάσεις στις μεταφορές.
Καθοριστικό ρόλο είχαν και οι κρατικές επιδοτήσεις πολλών δισεκατομμυρίων, με σκοπό την προσέλκυση επενδυτικού κοινού, αλλά και τη μείωση του κόστους της πράσινης μετάβασης. Στην ανατολική Γερμανία υπάρχουν πολλά ορυχεία λιγνίτη και εργοστάσια καύσης άνθρακα, τα οποία προορίζονται για κλείσιμο. Πιο συγκεκριμένα, το ομοσπονδιακό κράτος έχει σκοπό τα επόμενα χρόνια να διοχετεύσει κεφάλαια ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, ώστε να ενισχύσει την «πράσινη» μετάβαση, με ένα μεγάλο μέρος εξ αυτών να προορίζεται για τις ανατολικές περιοχές. Με επιφυλακτικότητα πρέπει, όμως, να δούμε αυτή τη δημοσιονομική πολιτική του κράτους, διότι αυτές οι επιδοτήσεις μπορεί να φθείρουν τον ανταγωνισμό και τις νεοφυείς επιχειρήσεις, αν ευνοήσουν μόνο τις μεγάλες εταιρείες. Επιπρόσθετα, εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι και το υπόβαθρο των υποδομών της, καθώς παλαιότερα πολλές πόλεις της ήταν βασικά βιομηχανικά κέντρα της Γερμανίας και της Ευρώπης. Εταιρείες, όπως η Bosch και η Infineon, διαβλέπουν θετικές επενδυτικές ευκαιρίες με ήδη έτοιμες εγκαταστάσεις που μπορούν να εξαγοραστούν σε χαμηλές τιμές, καθώς και επαρκώς καταρτισμένους εργαζόμενους, λόγω της ανάπτυξης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Εν κατακλείδι, η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και το άνοιγμα των συνόρων επέφεραν οικονομική παρακμή στην ανατολική Γερμανία. Εκατοντάδες εργοστάσια έκλεισαν, μειώνοντας τον βιομηχανικό κλάδο κατά 70%. Μέρος του πληθυσμού αναγκάστηκε να μετακινηθεί στα δυτικά και νότια, όπου υπήρχε ακόμη οικονομική άνθιση. Η άτυχη ανατολική Γερμανία έχασε τη χρονική περίοδο του γερμανικού οικονομικού «θαύματος» μετά τον πόλεμο. Πέρα από δύο διαφορετικές οικονομίες, διαμορφώθηκαν και δύο διαφορετικές κοινωνίες. Η κουλτούρα που είχαν διαμορφώσει οι ανατολικογερμανοί φαίνεται πως επηρέασε αρκετά τις καταναλωτικές και επενδυτικές τους συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η έκρηξη της ανάπτυξης που έπρεπε να συμβεί εξαιτίας της δεδομένης στήριξης που είχαν από τα ανεπτυγμένα κρατίδια. Όσον αφορά τις προβλέψεις για τη μελλοντική αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης των ανατολικών περιοχών, καλό θα ήταν να είμαστε επιφυλακτικοί, μέχρι να αποδειχθούν. Οι αρνητικές οικονομικές προοπτικές που επικρατούσαν έως σήμερα, τροφοδότησαν την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων AfD και Pegida στα ανατολικά κρατίδια. Η έντονη παρουσία και επιρροή τους ίσως εμποδίσουν την εισροή ξένου εργατικού δυναμικού, το οποίο μπορεί να είναι απαραίτητο για την κάλυψη κενών θέσεων εργασίας και αποτελεσματικής λειτουργίας των επιχειρήσεων. Μέχρι και σήμερα, στη δυτική Γερμανία, αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, η εισαγόμενη εργασία είναι σημαντική παράμετρος της οικονομικής προόδου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- East Germany has narrowed economic gap with West Germany since fall communism, but still lags, pewresearch.org, διαθέσιμο εδώ
- The surprising revival of eastern Germany, ft.com, διαθέσιμο εδώ