Του Χάρη Κουρή,
Εδώ και πέντε χρόνια, από τον Οκτώβριο του 2017, στην επαρχία Cabo Delgado της Μοζαμβίκης μαίνεται μία ισλαμιστική εξέγερση, η οποία παρέσυρε αρκετές ξένες δυνάμεις, κρατικές και μη, και έχει, επίσης, επιφέρει σημαντικές συνέπειες στον ντόπιο πληθυσμό.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Μοζαμβίκη γεννήθηκαν αρκετά νωρίτερα, στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της θα έλεγε κανείς, καθώς πολλά από τα προβλήματα της χώρας προκύπτουν από την εκμετάλλευση των πόρων της από ξένες εταιρείες και τη διαφθορά των πολιτικών. Η ξένη εκμετάλλευση, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό των εθνοτικών ομάδων Amakhuwa και Kimwane από την κυρίαρχη εθνοτική ομάδα, τους Makonde, και τη ριζοσπαστικοποίηση πολλών φοιτητών που σπούδασαν στη Σαουδική Αραβία, το Σουδάν, και την Αίγυπτο, οδήγησαν σε ένα επικίνδυνο μείγμα, το οποίο δε θα αργούσε να εκραγεί.
Αν και σημάδια κρίσης υπήρχαν ήδη από το 2013, όταν εξεγέρθηκε το κόμμα RENAMO (Resistência Nacional Moçambicana – Εθνική Αντίσταση της Μοζαμβίκης), η διεθνής κοινότητα δεν έχασε την εμπιστοσύνη της στη Μοζαμβίκη. Η έλλειψη εμπιστοσύνης προήλθε από την ανακάλυψη, το 2016, ενός κρυμμένου δημοσίου χρέους 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κάτι που οδήγησε τους ξένους δωρητές στη ματαίωση της παράδοσης της χρηματικής βοήθειας για την αντιμετώπιση της πειρατείας και του λαθρεμπορίου.
Όλα αυτά τα προβλήματα δεν άργησαν να οδηγήσουν σε κάποια έκρηξη του πληθυσμού. Στις 5 Οκτωβρίου του 2017, μία ακραία ισλαμιστική οργάνωση, η Ansar al-Sunnah (Πολεμιστές της Παράδοσης), επιτέθηκε σε αστυνομικό τμήμα στην πόλη Mocímboa da Praia. Τον πρώτο καιρό η κυβέρνηση αγνοούσε τα σημάδια, ότι επρόκειτο για ακραίους ισλαμιστές, καθώς το Ισλάμ στη Μοζαμβίκη ακολουθεί παραδοσιακά μία πιο μετριοπαθή στάση, και απέδιδε τις επιθέσεις σε κοινούς συμμορίτες.
Μία τέτοια έκρηξη προήλθε από δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι η γαλλική εταιρεία TotalEnergies, που έστησε ένα παράρτημα στην πόλη Afungi, προσέλαβε αποκλειστικά ξένους εργάτες, αποκλείοντας τους Μοζαμβικανούς, με αποτέλεσμα να γίνει εμφανής η απάθεια του κράτους στο θέμα της μέριμνας για την εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση του πληθυσμού. Ο δεύτερος ήταν ότι, μερικά χρόνια πριν την εξέγερση, υπήρχαν αναφορές ότι Σαλαφιστές μουσουλμάνοι κληρικοί είχαν αρχίσει να αντικαθιστούν τους πιο μετριοπαθείς κληρικούς, λόγω του γεγονότος ότι πολλοί νεαροί είχαν σπουδάσει σε θρησκευτικά σχολεία (Μεντρεσέδες) στην Αίγυπτο, το Σουδάν, και τη Σαουδική Αραβία. Η εκπαίδευσή τους σε τέτοια σχολεία τους έπεισε ότι η εφαρμογή της Σαρίας θα οδηγούσε σε ανακατανομή του πλούτου.
Δύο χρόνια μετά την αρχή της εξέγερσης, η κυβέρνηση δέχθηκε διεθνή βοήθεια, με τη μορφή μισθοφόρων. Οι ομάδες Wagner (της Ρωσίας) και Dyck (της Νότιας Αφρικής) δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τον τρόπο μάχης των επαναστατών και υπήρξαν καταγγελίες περί βομβαρδισμού των αμάχων. Παράλληλα, οι επαναστάτες άρχισαν να λαμβάνουν υποστήριξη από παρόμοιες ομάδες στην Αφρική, όπως το κεντροαφρικανικό παράρτημα του Ισλαμικού Κράτους και η Σομαλική οργάνωση al-Shabaab.
Παρά το γεγονός ότι ο χαρακτήρας αυτού του πολέμου είναι κυρίως τοπικός, η εμπλοκή ξένων δυνάμεων οδήγησε το Ισλαμικό Κράτος στο να δώσει σε αυτήν τη σύγκρουση μία διεθνή χροιά, σύμφωνα με την οποία επεκτείνεται ο πόλεμος μεταξύ πιστών και απίστων. Στις 14 Ιουλίου του 2021, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Anthony Blinken, τόνισε ότι στόχος των Η.Π.Α. στην περιοχή είναι η καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους και στις 4 Απριλίου του 2022, η Μοζαμβίκη τοποθετήθηκε σε έναν κατάλογο πέντε χωρών που αναφέρονται στο Νομοσχέδιο περί Παγκόσμιας Αστάθειας.
Η κυβέρνηση της Μοζαμβίκης άρχισε, επίσης, να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις γειτονικές αφρικανικές χώρες. Ο Πρόεδρος της χώρας, Filipe Nyusi, συναντήθηκε αρχικά στις 21 Μαΐου 2021 με τον Γάλλο Πρόεδρο, Macron, και τον Πρόεδρο της Ρουάντας, Paul Kagame, και στις 19 Ιουλίου του ίδιου έτους, η Ρουάντα έστειλε 1.000 στρατιώτες ως βοήθεια. Πρόσφατα, ο Nyusi επισκέφθηκε και την Ουγκάντα, για να συναντηθεί με τον Πρόεδρο Yoweri Museveni. Από τότε, η εμπλοκή ξένων στρατιωτών έχει πολλαπλασιαστεί και οι επαναστάτες έχουν χάσει εδάφη. Όμως, η ξένη βοήθεια και η πολεμική αντιμετώπιση των επαναστατών δεν μπορούν να συνεχιστούν επ’ αόριστον. Η Μοζαμβίκη πρέπει να εκπαιδεύσει πιο αποτελεσματικά τον στρατό της και να φροντίσει, ώστε να εξαλειφθούν τα προβλήματα που οδήγησαν σε αυτήν την επανάσταση.
Τέλος, αυτός ο πόλεμος έχει και ανθρωπιστικές επιπτώσεις. Περίπου 4.000 άμαχοι έχουν σκοτωθεί, ενώ οι πρόσφυγες έχουν φτάσει τους 800.000, από τους οποίους οι 450.000 είναι παιδιά. Η τωρινή τάξη πραγμάτων σημαίνει ότι πολλοί από αυτούς μπορούν να επιστρέψουν, αλλά οι αρχές δεν τους αφήνουν, καθώς υποστηρίζουν ότι η κατάσταση της περιοχής δεν είναι κατάλληλη για την επιστροφή, ενώ υπάρχουν και φόβοι ότι πολλοί από τους επαναπατρισθέντες μπορεί να ταχθούν με τους επαναστάτες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Mozambique insurgency: Why 24 countries have sent troops, Joseph Hanlon, bbc.com, διαθέσιμο εδώ
- Internationalising the Mozambique Insurgency, Luca Bussotti, internationalaffairs.org.au, διαθέσιμο εδώ
- Regional Security Support: A Vital First Step for Peace in Mozambique, Andrew Cheatham; Amanda Long; Thomas P. Sheehy, usip.org, διαθέσιμο εδώ
- Insurgency in Cabo Delgado, wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ