Της Αλεξάνδρας Γκασδρόγκα,
Έπειτα από δύο χρόνια αδράνειας και στασιμότητας στο πολιτιστικό γίγνεσθαι, το φετινό καλοκαίρι φέρνει μαζί του μελωδίες πολυαγαπημένες που μας έχουν συγκινήσει, μας έχουν προβληματίσει, μας έχουν διδάξει, μας έχουν διασκεδάσει και συντροφεύσει στις δύσκολες στιγμές. Ένας πολλά υποσχόμενος Ιούλιος έρχεται να ανατρέψει την κατά τ’ άλλα ήρεμη καθημερινότητα με την επόμενη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που ακούει στο όνομα Τόσκα, όπερα σε μουσική του Τζάκομο Πουτσίνι και ιταλικό λιμπρέτο των Λουίτζι Ίλλικα και Τζιουσέπε Τζιακόσα. Έπειτα από τη μεγάλη επιτυχία του Ριγκολέτο, η γνωστή σε όλους όπερα θα αποτελέσει το τελευταίο καλλιτεχνικό εγχείρημα της Ε.Λ.Σ. για την περίοδο 2021/2022 και θα παρουσιαστεί στις 28, 29, 30 και 31 Ιουλίου 2022 υπό την καλλιτεχνική σκέπη του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Υπό τη διεύθυνση του Γάλλου αρχιμουσικού, Φιλίπ Ωγκέν, θα ερμηνεύσουν μερικές από τις πιο δημοφιλείς άριες, Έλληνες και ξένοι μονωδοί με διεθνή αναγνώριση, όπως, μεταξύ άλλων, οι Λιάνα Χαρουτουνιάν, Κριστίνε Οπολάις, Δημήτρης Πλατανιάς, Τζόρτζιο Μπερρούτζι, Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Γιάννης Γιαννίσης κ.ά. Τα σκηνικά και τα κοστούμια αναλαμβάνει ο Αργεντίνος σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα.
Η υπόθεση του τρίπρακτου αυτού δράματος φέρεται να διαδραματίζεται περί το 1800. Ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι, εραστής της διάσημης τραγουδίστριας της όπερας, Τόσκα, φερόμενος ότι παρείχε άσυλο σε κάποιον καταδιωκόμενο, συλλαμβάνεται κατά διαταγή του βαρόνου Σκάρπια και ρίχνεται στη φυλακή μέχρι την εις θάνατο καταδίκη του. Πραγματική αιτία της σύλληψής του, βέβαια, αποτελεί ο έρωτάς του για την Τόσκα, η οποία είναι παράφορα ερωτευμένη με τον εραστή της και παθολογικά ζηλιάρα, υποκινούμενη από τα πάθη της.
Την παραμονή της εκτέλεσης, η Τόσκα ικετεύει τον διοικητή της Αστυνομίας, προκειμένου να του χαρίσει τη ζωή, κι εκείνος τη διαβεβαιώνει πως τα όπλα των ανδρών, που θα ήταν υπεύθυνοι για την εκτέλεση, θα γεμίζονταν απλώς με πυρίτιδα και όχι με σφαίρες, με την προϋπόθεση εκείνη να του δοθεί. Υποκρινόμενη ότι δέχεται την πρόταση και μόλις εξασφαλίζει την έγγραφη άδεια εξόδου που θα εξασφάλιζε και τη φυγή της με τον Μάριο, η Τόσκα φονεύει με ένα μικρό μαχαίρι τον Σκάρπια στην κανονισμένη συνάντησή τους. Τελικά, όμως, ο Μάριο κατά την εκτέλεση πέφτει νεκρός από τα αληθινά πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος και η Τόσκα, έξαλλη και απελπισμένη, αυτοκτονεί στον Τίβερη. Όλες οι συμπεριφορές και τα συναισθήματά της συναποτελούν το κατεξοχήν οπερατικό στερεότυπο της ματαιόδοξης λυρικής τραγουδίστριας, που είναι παραδομένη στη δύναμη των ενστίκτων της. Τα χαρακτηριστικά αυτά του πρωταγωνιστικού ρόλου καθιστούν την όπερα μία από τις δημοφιλέστερες έως σήμερα.
Πώς περιγράφονται μουσικά ο έρωτας, η ζήλια και, εν γένει, τα ανθρώπινα πάθη που αναδεικνύονται κατά τη διάρκεια του έργου; Με τη χρήση μοτίβων, και δη κατά τα «Βαγκνερικά», σχεδόν, πρότυπα: μικρά σε έκταση μελωδικά σχήματα που δεν υπόκεινται σε κάποιου είδους επεξεργασία, μίμηση και ανάπτυξη, αλλά υπάρχουν αυτούσια και συνδέονται με χαρακτήρες, αντικείμενα και ιδέες, υποβοηθώντας την εξέλιξη της πλοκής. Το πιο ισχυρό, ίσως και έντονο, μοτίβο αποτελούν οι δυνατές, στριγκές συγχορδίες, με τις οποίες η αυλαία ανοίγει και δεν θα μπορούσαν παρά να υπογραμμίζουν τον χαρακτήρα του σκοτεινού Σκάρπια, ο οποίος με την εξουσία του βρίσκει ευχαρίστηση στον πόνο των θυμάτων του. Αμέσως ο ακροατής-θεατής προετοιμάζεται για τη βίαιη ατμόσφαιρα που «στοιχειώνει» το οπερατικό αυτό θρίλερ σε όλη του την έκταση. Κάνοντας λόγο για τη συνθετική φόρμα του έργου, αυτή είναι ενιαία και έχει τη μορφή μιας συνεχούς, μη επαναλαμβανόμενης μουσικής εξέλιξης. Η μορφή σύνθεσης όπερας σε μικρότερα «κουτάκια» αριών και ρετσιτατίβων, αισθητά διαχωρισμένα, εγκαταλείπεται αισθητά από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1900 στο θέατρο Costanzi της Ρώμης, παρουσία όλης της καλής κοινωνίας. Παρευρίσκονταν η πολιτειακή και η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας, καθώς και πολλοί άνθρωποι της μουσικής, ανάμεσα στους οποίους, οι συνθέτες Φραντσέσκο Τσιλέα, Πιέτρο Μασκάνι και ο Αλμπέρτο Φρανκέτι. Τον επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα σοπράνο, Χαρίκλεα Νταρκλέ, η οποία ήταν και απόγονος της μεγάλης οικογένειας των Μαυροκορδάτων (το πατρικό της όνομα ήταν Χαρίκλεια Χαρτουλάρη). Οι συντελεστές της παράστασης, αλλά και ο ίδιος ο Πουτσίνι επιβραβεύθηκαν με το παρατεταμένο χειροκρότημα των παρευρισκόμενων.
Από την αρχή το έργο κέρδισε το κοινό της όπερας, έγινε ένα από τα αγαπημένα του, ενώ στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εντάχθηκε στις 27 Αυγούστου 1942, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Η παρουσίαση έγινε στο θέατρο Παρκ της Πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη Μαρία Καλογεροπούλου (αργότερα Κάλλας) να ερμηνεύει τον κεντρικό ρόλο, υπό τη μουσική διεύθυνση του Σώτου Βασιλειάδη. Τον ρόλο της Τόσκα, πέρα από την πρώτη διδάξασα, Νταρκλέ και την Κάλας, έχουν ερμηνεύσει, επίσης, οι υψίφωνοι Ζίνκα Μιλάνωφ, Μονσεράτ Καμπαγιέ, Μιρέλα Φρένι, Ράινα Καμπαϊβάνσκα, Ρενάτα Σκότο και Άντζελα Γκεοργκίου.
Η Ε.Λ.Σ. θα μας αποχαιρετήσει το φετινό καλοκαίρι, καλώντας μας να τραγουδήσουμε μαζί “Vissi d’arte” («Έζησα για την τέχνη, έζησα για την αγάπη»), προσβλέποντας σε ένα καλλιτεχνικό και πολιτιστικό αισιόδοξο μέλλον, σε νέες παραγωγές και συγκινήσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τόσκα, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου , Ριγολέττος και Τόσκα: Οι δύο όπερες της Λυρικής που ανοίγουν και κλείνουν το Ηρώδειο, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι στην Εθνική Λυρική Σκηνή, culturenow.gr, διαθέσιμο εδώ.