Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Τα πρόσφατα γεγονότα στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο, αλλά και τα δημοσιεύματα περί εξωτικών ζώων που μεταφέρθηκαν στη Μύκονο για τους σκοπούς κάποιου πάρτι, έχουν δημιουργήσει, και όχι άδικα, μεγάλο προβληματισμό στον δημόσιο διάλογο για το κατά πόσο η μεταχείριση των ζώων στα ζωολογικά πάρκα και η αξιοποίησή τους για λόγους κέρδους ή επιδείξεως είναι ηθική. Παρόλα αυτά, αυτό που πολλοί δε γνωρίζουν είναι ότι κανονισμοί για τους χώρους αυτούς υπάρχουν στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την αντίστοιχη Οδηγία του 1999, που καθορίζει τους βασικούς κανονισμούς, αλλά και τις καλές πρακτικές που εξέδωσε το 2015 η Κομισιόν για το ίδιο θέμα.
Στην αρχαιότητα, η κατοχή εξωτικών ζώων, αποκλειστικά σε ιδιωτικές συλλογές, ήταν για τη συμβολική τους αξία που σηματοδοτούσε τη δύναμη και τον πλούτο του ιδιοκτήτη. Η επέκταση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, γύρω στον 3ο αιώνα π.Χ., έφερε ένα νέο ενδιαφέρον για τη φύση ως επιστήμη και άρχισε να ανθίζει η επιθυμία για μελέτη των ζώων, οδηγώντας σε μια πιο βαθιά μελέτη και ταξινόμηση των ειδών. Αυτό οδήγησε στην ίδρυση της πρώτης ανοιχτής προς το κοινό μονάδας με χαρακτηριστικά ζωολογικού πάρκου στην Αλεξάνδρεια των ελληνιστικών χρόνων. Όμως, είμαστε ακόμη σε αυτό το στάδιο; Μπορούμε να δικαιολογήσουμε την κράτηση άγριων ζώων σε άθλιες συνθήκες για λόγους ικανοποίησης της δικής μας ματαιοδοξίας;
Παρόλα αυτά, τα ζωολογικά πάρκα όπου τηρούνται οι βέλτιστες πρακτικές μπορούν να αποτελέσουν χώρους επιστημονικής έρευνας, η οποία ευνοεί τη διατήρηση της άγριας ζωής. Αυτό είναι βασικό προαπαιτούμενο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, γι’ αυτό και κρίθηκε ότι είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα νομοθετικό πλαίσιο για το ζήτημα. Η διατήρηση ex situ και η διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (in situ διατήρηση) είναι δύο από τα κύρια εργαλεία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Οι ex situ δράσεις διατήρησης έχουν σχεδιαστεί για τη διατήρηση της γενετικής ποικιλότητας και των πληθυσμών των ειδών εκτός των φυσικών τους οικοτόπων. Τα μέτρα διατήρησης ex situ συμπληρώνουν τα in situ και μπορούν να συμβάλουν στη διασφάλιση της βιωσιμότητας ορισμένων απειλούμενων άγριων πληθυσμών και στην πρόληψη της εξαφάνισης ειδών.
Σε αυτό το συγκείμενο, η Ε.Ε. εξέδωσε την οδηγία 1999/22/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τη φιλοξενία άγριων ζώων σε ζωολογικούς κήπους. Η οδηγία αυτή στοχεύει στην ενίσχυση του ρόλου των ζωολογικών κήπων στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα για την αδειοδότηση και την επιθεώρηση των ζωολογικών κήπων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι αυτά τα πάρκα τηρούν ορισμένα μέτρα διατήρησης και προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης στέγασης των ζώων. Τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας για τους ζωολογικούς κήπους και τη διασφάλιση της αναγκαίας επιβολής τους. Ο ρόλος της Ε.Ε. στην εφαρμογή είναι πολύ περιορισμένος, καθώς η οδηγία δεν προβλέπει την ανάγκη σύστασης επιτροπής ή υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων στην Επιτροπή. Ωστόσο, πολλές προσεγγίσεις καλών πρακτικών έχουν αναπτυχθεί για να βοηθήσουν τους ζωολογικούς κήπους να αυξήσουν τη συμβολή τους στη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Όπως φαίνεται από αυτές τις διατάξεις, υπάρχει αρκετά μεγάλο περιθώριο για εκτίμηση του ίδιου του κράτους μέλους ως προς το ποιες προϋποθέσεις επιθυμεί να θέσει για τη λειτουργία ζωολογικών πάρκων. Αρκετές φορές ακούγεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ότι οι κανονισμοί θα έπρεπε να γίνουν αυστηρότεροι, καθώς δεν είναι ψευδές ότι πλείστες καταγγελίες έχουν πραγματοποιηθεί κατά του Αττικού Ζωολογικού Πάρκου για κακομεταχείριση των ζώων, κακές συνθήκες διαβίωσης, αλλά και αναχρονιστικά θεάματα, όπως το διαβόητο δελφινάριο, για το οποίο η άδεια ανακλήθηκε ήδη από το 2020. Είναι, πάντως, εύλογο ότι κάθε κράτος μέλος δε διαθέτει τους πόρους ή ισως και τη βούληση να αυστηροποιήσει τα πλαίσια ή να προβεί σε τακτικούς ελέγχους. Διαφορετικές ομάδες ενδιαφερομένων έχουν επισημάνει μια σειρά από εμπόδια για πιο αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή της Οδηγίας και των συναφών καλών πρακτικών. Αυτά περιλαμβάνουν τις περιορισμένες δυνατότητες των κρατών μελών, στo πλαίσιo της διαδικασίας αδειοδότησης και επιθεώρησης (ιδιαίτερα σε σχέση με τις απαραίτητες ειδικές γνώσεις για τα ζώα του ζωολογικού κήπου και τα θέματα διαβίωσής τους). Υπάρχουν, επίσης, περιορισμοί που αφορούν τους πόρους και τις υποδομές στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, ενώ η εμπλοκή διαφορετικών αρχών στην αδειοδότηση και την επιθεώρηση μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις.
Εν κατακλείδι, είναι εμφανές ότι κάθε δομή ζωολογικού πάρκου δεν είναι ίδια. Παρόλα αυτά, ακόμη και αξιολογήσεις φιλοζωικών διεθνών οργανισμών για πάρκα, όπως ο δημοφιλέστατος ζωολογικός κήπος του Βερολίνου μιλούν για ολιγωρίες και ταλαιπωρία των ζώων, τα οποία γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Από αυτήν τη νοοτροπία δείχνουν να έχουν ξεφύγει ελάχιστες εγκαταστάσεις, οι οποίες βασίζονται συχνά στην επιστημονική έρευνα ή στη διαφύλαξη ειδών υπό εξαφάνιση. Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα ζωολογικά πάρκα στο μέλλον, σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πιο ευαισθητοποιημένη για τα δικαιώματα των ζώων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- EU Zoos Directive Good Practices Document, ec.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- EU Zoos Directive, eaza.net, διαθέσιμο εδώ