Toυ Ιδομενέα Ασσαργιωτάκη,
Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές οδήγησαν τη Γαλλία σε πραγματικό πολιτικό αδιέξοδο. Τα αποτελέσματα της κάλπης του δευτέρου γύρου των βουλευτικών δεν στέρησαν από τον Πρόεδρο Macron μόνο την απόλυτη πλειοψηφία στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, προϋπόθεση απαραίτητη για τη διατήρηση της προεδρικής εξουσίας, αλλά αντιθέτως του χάρισαν μόλις 245 βουλευτές, 44 δηλαδή λιγότερους από αυτούς που απαιτεί η πλειοψηφία (289). Η αναπάντεχη εκλογή 89 βουλευτών του RN (Εθνική Συσπείρωση) της Marine Le Pen και η αναμενόμενη επιτυχία της NUPES (Συνασπισμένης Αριστεράς) 131 βουλευτές, συνέθεσε μια πολιτικά κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση με τρεις κυρίαρχους, διακριτούς και ταυτόχρονα πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους πόλους, που όμως αντικατοπτρίζουν με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα τη γαλλική κοινωνία.
Για να μπορέσει, λοιπόν, να σχηματιστεί μια πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, ο Πρόεδρος Macron είναι αναγκασμένος να συνεργαστεί με άλλες κοινοβουλευτικές ομάδες, πέρα από τη δική του. Και αυτό ακριβώς, η πολιτική των συνεργασιών, ξένη στη γαλλική πολιτική κουλτούρα, είναι που οδηγεί σε πρωτοφανές πολιτικό αδιέξοδο, ίσως το μεγαλύτερο της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Ο σχηματισμός μιας οικουμενικής κυβέρνησης (Εθνικής Ένωσης όπως την αποκαλούν οι Γάλλοι) φαίνεται να είναι καταδικασμένη εξ αρχής. Η πολιτική του Δημοκρατικού Μετώπου του Macron, που του χάρισε άλλωστε και τη νίκη στις προεδρικές εκλογές, του απαγορεύει να συνεργαστεί με βουλευτές που δεν ανήκουν, σύμφωνα με τον ίδιο, στο δημοκρατικό τόξο, δηλαδή τους βουλευτές της Εθνικής Συσπείρωσης και της Ανυπότακτης Γαλλίας (βασικής συνιστώσας της Συνασπισμένης Αριστεράς), της Le Pen και Mélenchon. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε να ονομαστεί μια κυβέρνηση οικουμενική χωρίς τη συμμετοχή των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης;
Επομένως, η λύση βρίσκεται στη συνεργασία με ένα από τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Το επικρατέστερο και λογικότερο σενάριο είναι αυτό του συνασπισμού του προεδρικού κόμματος με εκείνο των LR (Les Republicains), της λεγόμενης παραδοσιακής δημοκρατικής Δεξιάς, η οποία εξέλεξε 61 βουλευτές. Τα δύο κόμματα έχουν παρόμοιες πολιτικές θέσεις σε αρκετά θέματα, ιδίως στην οικονομική πολιτική. Η αύξηση, για παράδειγμα, του ορίου συνταξιοδότησης στα 65 έτη, μέτρο που βρίσκει πλήρως αντίθετους Le Pen και Mélenchon, αποτελεί πεδίο σύγκλισης. Ακόμα και αυτό το σενάριο είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο. Η πολιτική του Macron να περιφρονεί τον διάλογο με το ρεπουμπλικανικό κόμμα και να λεηλατεί τα στελέχη και τους ψηφοφόρους με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε πολιτική σμίκρυνση, το μετέτρεψαν σε ένα σκληρά εχθρικό εναντίον του κόμμα. Αυτό αποδεικνύεται και από την επανεκλογή των πιο σκληρών δεξιών βουλευτών, όπως ο Eric Ciotti, ο οποίος στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών κάλεσε τους ψηφοφόρους να μην ψηφίσουν τον Macron, στηρίζοντας εμμέσως τη Le Pen. Με άλλα λόγια, ό,τι ήταν να πάρει ο Macron από τους Ρεπουμπλικάνους, το έχει ήδη πάρει.
Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και με τους Σοσιαλιστές και τους Πρασίνους. Προερχόμενος ο ίδιος από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ήδη από τη δημιουργία του κόμματός του, το 2017, προσέλκυσε μεγάλο μέρος των κεντροαριστερών τάσεών του, αφήνοντας σε αυτό τα πιο ριζοσπαστικά στελέχη του, τα οποία δεν προτίθενται σε καμία περίπτωση να συνεργαστούν μαζί του. Εδώ, όμως, υπάρχει ένα ακόμα μεγάλο εμπόδιο, η υπαγωγή των Σοσιαλιστών στη NUPES, την Ένωση της Αριστεράς υπό τον Mélenchon. Αν και ο συνασπισμός αυτός, που δημιουργήθηκε για την κοινή κάθοδο τις βουλευτικές, φαίνεται να μη συνεχίζει με ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα, διατηρώντας το καθένα την ανεξαρτησία του μέσα στη Βουλή, όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί προεκλογικά, θα ήταν πολιτικά ανήθικη μια ενδεχόμενη συνεργασία με τις προεδρικές δυνάμεις.
Ολόκληρος ο προεκλογικός τους αγώνας άλλωστε, μέσα από τη συνεργασία τους με τον Mélenchon, στηρίχθηκε στο αντι-Macron μέτωπο. Θα ήταν, επομένως, αδικαιολόγητη η στήριξη στην κυβέρνηση. Ακόμα μάλιστα, και αν αποτύγχανε η συμφωνία, αυτή δεν θα ήταν αρκετή χωρίς τη συνδρομή τρίτων, ενδεχομένως των Πρασίνων (23 βουλευτές), καθώς οι Σοσιαλιστές αριθμούν πλέον 24 μόνο βουλευτές.
Όλα, λοιπόν ,οδηγούν σε αδιέξοδο και η δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης ή κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού μοιάζει σχεδόν αδύνατη. Η πιο πιθανή λύση προς το παρόν μοιάζει η παραμονή της παρούσας κυβέρνησης με μειοψηφία στη Γαλλική Βουλή. Αυτό είναι εφικτό καθώς, συνταγματικά, στην Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία τον Πρωθυπουργό τον διορίζει ο Πρόεδρος και όχι η Εθνοσυνέλευση. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε όμως την παράλυση της κυβέρνησης, καθώς για κάθε νομοσχέδιο που θα προσπαθεί να επικυρώσει από την Εθνοσυνέλευση θα πρέπει να διαπραγματεύεται με την αντιπολίτευση, ώστε να βρει την κατά περίπτωση πλειοψηφία να το ψηφίσει. Δύσκολα έτσι θα μπορέσει η κυβέρνηση του Macron να υλοποιήσει το πρόγραμμα και τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες είχε εξαγγείλει προεκλογικά.
Όποια και να είναι τελικώς η λύση που θα βρεθεί, φαίνεται πως η εποχή του «Μακρονισμού» ( όπως ονομάζουν οι Γάλλοι την πολιτική κυριαρχία του Macron), έφτασε στο τέλος της. Ο Πρόεδρος Macron θα πρέπει να κάνει αρκετές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς για να μπορέσει να συνυπάρξει με τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, της οποίας η θέση στα πολιτικά πράγματα εκ του αποτελέσματος έχει αναβαθμιστεί.
ENΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- New French parliament: Is a government of ‘national unity’ possible?, France 24, διαθέσιμο εδώ
- The end of Macronism, Politico.eu, διαθέσιμο εδώ