Του Τάσου Μοσχονά,
Λίγα αντικείμενα, θα έλεγε κανείς, έχουν συνδεθεί περισσότερο με το καλοκαίρι και την άνεση όσο τα σανδάλια Birkenstock. Τα γερμανικά παπούτσια έχουν καταφέρει, για πάνω από μισό αιώνα, να κυριαρχούν στην αγορά, αλλά και να καταστούν ένα διαχρονικό trend, όμοιο με τα jeans. Τι και αν οι τάσεις έρχονται και παρέρχονται; Ένα ζευγάρι Birkenstock πάντα θα ταιριάζει σε ένα καλοκαιρινό look, και οι ιδιοκτήτες του θα το απολαμβάνουν για αρκετά χρόνια, εκμεταλλευόμενοι την άνεση, την ανθεκτικότητα και τον εργονομικό σχεδιασμό τους. Ποια είναι η ιστορία τους, όμως, και πώς έφτασαν να θεωρούνται τόσο διαχρονικά;
Όλα ξεκινούν το 1774, όταν ο Γιόχαν Μπίρκενστοκ φέρεται να ξεκινά μια οικογενειακή επιχείρηση σε ένα μικρό γερμανικό χωριό ως υποδηματοποιός. Μετά από έναν αιώνα, βέβαια, το 1897, έμελλε να αλλάξουν όλα για την οικογένεια Μπίρκενστοκ. Το 1897, ο εγγονός του Γιόχαν, Κόνραντ, έμελλε να αλλάξει για πάντα την ιστορία των υποδημάτων, εγκαινιάζοντας μια ειδική σόλα, ειδικά κατασκευασμένη για να αποτελεί αποτύπωμα και προσαρμογή του ίδιου του ποδιού και όχι μια ευθεία και κοινή φόρμα. Η πατέντα αυτή έφερε επανάσταση στην άνεση των παπουτσιών και, όπως είναι φυσικό, προωθήθηκε και σε άλλες εταιρείες. Από το 1902, αυτό το υποστηρικτικό άρχισε να κατασκευάζεται σε μαζική παραγωγή στα εργοστάσια και ευθύς αμέσως τα παπούτσια που την περιείχαν, έκαναν πάταγο στη Γερμανία.
Το 1925, ο γιος του Κόνραντ, Καρλ, κατέχει κεντρικό ρόλο στην εταιρεία και αποφασίζει να αρχίσει να εξάγει τα προϊόντα σε ολόκληρη τη Βόρεια Ευρώπη, με τη συνεισφορά, μάλιστα, και γιατρών, που διαρκώς βελτιώνουν τις σόλες, ώστε να καταστούν όσο το δυνατόν περισσότερο βολικές.
Η πραγματική επανάσταση, όμως, και ο λόγος για τον οποίον τα παπούτσια έχουν διατηρηθεί στη μόδα μέχρι και σήμερα, συναντάται 30 χρόνια αργότερα, στα χρόνια της δεκαετίας του ‘60. Το 1964, ο γιος του Καρλ Μπίρκενστοκ, επίσης ονομαζόμενος Καρλ, δημιουργεί το πρώτο σανδάλι της εταιρείας. Ευθύς αμέσως, το σανδάλι συνδέεται με την counter culture νεολαία της Ευρώπης και το προϊόν δεν αργεί να φτάσει και μέχρι τις Η.Π.Α. Η επιχειρηματίας Margot Fraser δοκιμάζει τα σανδάλια στη Γερμανία και μόλις μέσα σε λίγους μήνες παρατηρεί πως ο χρόνιος πόνος στα πόδια της έχει εξαφανιστεί. Όταν επιστρέφει στην Καλιφόρνια το 1966, είναι πεπεισμένη πως πρέπει να τα εισάγει στις Η.Π.Α. Η κίνηση αυτή εκτοξεύει τα παπούτσια και σταδιακά γίνεται σύμβολο της αναδυόμενης αντικουλτούρας. Το 1973, η Birkenstock εισάγει το Arizona, ίσως ο πιο γνωστό της μοντέλο και αυτό που οι περισσότεροι έχουμε κατά νου, όταν σκεφτόμαστε τη μάρκα.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80, η δημοτικότητα των Birkenstock είχε φτάσει στα ύψη, ενώ κατά τη δεκαετία του ‘90, περισσότεροι από 300 χρωματικοί συνδυασμοί και στυλ σανδαλιών ήταν διαθέσιμοι στο ευρύ κοινό, επιτρέποντας μια άνευ προηγουμένου εξατομίκευση. Το 2000, celebrities όπως η Gwyneth Paltrow, φορούν το παπούτσι, βάζοντάς το στις σελίδες των περιοδικών και στο επίκεντρο των trends.
Tα τελευταία χρόνια τα σανδάλια έχουν γίνει συνώνυμα του κινήματος “normcore” και των παπουτσιών “ugly pretty”. Η μάρκα έχει καταφέρει να μένει στο επίκεντρο της δημοσιότητας με το διαχρονικό της σχεδιασμό, αλλά και μια στρατηγική αναβίωσης παλιών μοντέλων και στυλ, που συνάδουν με το vintage στυλ, που βρίσκεται σε άνοδο τα τελευταία χρόνια. Και ακόμα και αν υπάρχουν έντονες κριτικές σχετικά με τις περιβαλλοντικές πρακτικές της εταιρείας, αλλά και με την τιμή των προϊόντων, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως η Birkenstock είναι μια μάρκα εγγύηση στον χώρο της υποδηματοποιίας που κατασκευάζει προϊόντα βολικά, ποιοτικά και, κυρίως, διαχρονικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ