Του Τάσου Γρηγοριάδη,
Από το 2002 -επι κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, με Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη-, όταν και εισήχθησαν οι πρώτες ουσιαστικές ρυθμίσεις που αφορούσαν την απαγόρευση του καπνίσματος σε διάφορους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, μέχρι και σήμερα, δεν έχει αναπτυχθεί ευρέως σε ικανοποιητικό επίπεδο η αναγκαία για τη χώρα «αντικαπνιστική κουλτούρα». Γιατί όμως κρίνεται απαραίτητη; Αποτελεί σημάδι μιας ώριμης κοινωνίας και μιας πολιτείας προσανατολισμένης στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ο αλληλοσεβασμός και η ευσυνειδησία μεταξύ των πολιτών συνιστούν στέρεα θεμέλια για την οικοδόμηση μιας σύγχρονης και προοδευτικής κοινωνίας, που διαθέτει ομόνοια και συνεκτικότητα. Αποτελεί κοινωνικό κεκτημένο με εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία και πολλές έμμεσες προεκτάσεις στον ίδιο τον πολιτισμό και την εικόνα που εξάγει διεθνώς η χώρα.
Λαμβάνοντας, όμως, τα δεδομένα από την αρχή, ας μεταβούμε στο φθινόπωρο του 2019. Οι προηγούμενες προσπάθειες επιβολής κάποιου είδους αντικαπνιστικού νόμου απέτυχαν μακροπρόθεσμα, καθώς τα αντικαπνιστικά μέτρα τηρούνταν προσωρινά ή όταν υπήρχε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ο φόβος για κάποιον έλεγχο από τις αρχές. Κάπως έτσι, η έκνομη κατάσταση παγιώθηκε και οι νομοθεσίες ήταν de facto καταστρατηγημένες. Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη του 2019, η κυβέρνηση διακήρυξε την αρχή μιας καμπάνιας υπερ του αντικαπνιστικού νόμου, με τον Πρωθυπουργό να χαρακτηρίζει αυτήν την εξέλιξη ως: «Εμβληματική κίνηση εκσυγχρονισμού και εξευγενισμού της καθημερινότητάς μας αλλά και άσκηση αλληλοσεβασμού που τελικά ενδυναμώνει την κοινωνική συνοχή».
Αναφέρεται πως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στο σύνολο του στήριξε η Νέα Δημοκρατία και το Κίνημα Αλλαγής, ενώ το καταψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση και το ΜέΡΑ 25. Όσον αφορά ιδιαίτερα την απαγόρευση του καπνίσματος σε εσωτερικούς χώρους, το σύνολο των κομμάτων υπερψήφισαν τη σχετική ρύθμιση, εκτός των βουλευτών του ΚΚΕ που ψήφισαν «παρών» και την Ελληνική Λύση που την καταψήφισε. Με τον αναθεωρημένο αντικαπνιστικό νόμο να εγκρίνεται, ένα ευμέγεθες ποσοστό των ενδιαφερόμενων καταστηματαρχών και πελατών φαινόταν να υπακούουν στις «φρεσκαρισμένες» διατάξεις. Πριν όμως καταφέρει αυτό το κλίμα να παγιωθεί και να «ριζώσει» επαρκώς, τον Μάρτιο του 2020, κατέφθασε στη χώρα μας η πανδημία του Covid-19. Με μια πρώτη ματιά, τα δύο ζητήματα δε φαίνεται να συσχετίζονται άμεσα αναμεταξύ τους. Ωστόσο, η κατάσταση θα αλλάξει συθέμελα με την πολύμηνη καραντίνα του 2020, δηλαδή εμμέσω του δεύτερου και τρίτου κύματος της πανδημίας του κορονοϊού.
Φτάνοντας μέχρι και σήμερα, οι έλεγχοι των αρχών για την τήρηση του αντικαπνιστικού νόμου καθίστανται ανεπαρκείς και αυτό καθότι άλλα κοινωνικά — και όχι μόνο – θέματα πέρασαν υψηλότερα στην κυβερνητική ατζέντα. Οι έλεγχοι για τα υγειονομικά μέτρα εντάθηκαν και αναλόγως παραμελήθηκε η διαφύλαξη του αντικαπνιστικού νόμου. Εκτός όμως από αυτό, η πιο σημαντική αιτία της χαλάρωσης στο ζήτημα αυτό είναι το συνολικό πολιτικό κόστος που επιφέρει η διακυβέρνηση της χώρας σε αυτήν την δύσκολη εποχή. Πιο συγκεκριμένα, ίσως να αποτελεί συνειδητή επιλογή της κυβερνήσεως να μην πιέσει περαιτέρω για την ώρα στον τομέα του αντικαπνιστικού, ώστε να μην αποδυναμωθεί εκλογικά από τους ήδη καταβεβλημένους καταστηματάρχες, που κάνουν ότι μπορούν για να κρατήσουν ανοιχτές τις επιχειρήσεις τους. Περαιτέρω πίεση θα επέφερε ενδεχομένως αντιδράσεις από πλευράς των τελευταίων, που επιθυμούν να αξιοποιήσουν στο έπακρον τους μήνες που παραμένουν ανοιχτοί, κάνοντας τα «στραβά μάτια» για να μην δυσαρεστήσουν τους πελάτες τους.
Ανεξαρτήτως, όμως, από τις ιδιαίτερες τωρινές συνθήκες, είναι καταφανές ότι η αντικαπνιστική νοοτροπία από μόνη της υστερεί στη χώρα μας. Πολλοί δεν εφαρμόζουν τον νόμο επειδή απλώς δεν πιστεύουν ότι είναι κάτι το σημαντικό, μη αναλογιζόμενοι τη δύσκολη θέση των μη-καπνιστών. Άλλοι «αναθάρρησαν» με τους μειωμένους ελέγχους και εμφανώς δεν αποτρέπουν το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους των επιχειρήσεων τους. Εντούτοις, μεγάλη μερίδα των πολιτών επιζητούν μια οριστική λύση σε αυτό το κρίσιμο πρόβλημα. Θεωρούν αναφαίρετο δικαίωμα τους να μην καθίστανται «παθητικοί καπνιστές», επειδή ο διπλανός τους τυγχάνει να καπνίζει και ο καπνός του να κατευθύνεται κατά πάνω τους. Αντιστοίχως, πολλοί καπνιστές θεωρούν την επιβολή του αντικαπνιστικού νόμου ως μια καταπάτηση των ελευθεριών τους και επομένως κάτι το ξεκάθαρα αντισυνταγματικό. Οι λύσεις που μπορούν να προταθούν είναι σίγουρα ποικίλες, ώστε και οι δύο πλευρές να αποδεχθούν τις αναγκαίες ρυθμίσεις και να ομαλοποιηθεί κάπως η κατάσταση.
Τροχοπέδη, όμως, στην εύρεση της «χρυσής τομής» αποτελεί το ερώτημα, γιατί και σε αυτόν τον τομέα υπάρχει τέτοια αδιαφορία ή και ασυνεννοησία μεταξύ των πολιτευμένων; Ο καθένας μπορεί, φυσικά, να βγάλει τα συμπεράσματα επ’ αυτού, αναλογιζόμενος διάφορα γεγονότα. Ωστόσο, αυτό που καθίσταται καταφανές είναι ότι μόνο με τη σύμπλευση του συνόλου των πολιτικών κομμάτων θα μπορέσει να επιτευχθεί πρόοδος επι του αντικαπνιστικού ζητήματος. Η εφαρμογή η μη του νόμου δε θα πρέπει να αποτελεί πεδίο μικροπολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά σημείο ειλικρινούς διαλόγου προσανατολισμένου προς την πρόοδο του κοινωνικού συνόλου.
Γενικότερα οι πολιτικοί, κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι, επιζητείται να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου, ώστε με θέληση, ομόνοια και διακομματική συνεννόηση, να καταστρώσουν ένα ευρέως αποδεκτό αντικαπνιστικό σχέδιο, σε έναν κατά τα άλλα τομέα χαμηλής πολιτικής βαρύτητας. Η «ουτοπική» για πολλούς ελληνική διακομματική συνεργασία, μπορεί να προσεγγιστεί έως έναν βαθμό, ξεκινώντας από σχετικά «ελαφριά» πολιτικά -αλλά συνάμα ουσιώδη- θέματα όπως ο αντικαπνιστικός νόμος. Μόνο αφού επιτευχθεί αυτό θα μπορούσαμε να περάσουμε στη συνεννόηση για τα μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα. Εν κατακλείδι, στην υπόλοιπη Ευρώπη τέτοιου είδους ζητήματα έχουν επιλυθεί από τον προηγούμενο αιώνα, καιρός είναι λοιπόν, οι πολιτευτές να λάβουν συντονισμένη δράση και να αποδείξουν στην πράξη τα όσα ανά καιρούς αναμοχλεύουν ή προσπαθούν να «ξεχάσουν», ανάλογα με το τι τους συμφέρει κάθε φορά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Θύμα» της πανδημίας ο αντικαπνιστικός νόμος, In.gr, διαθέσιμο εδώ
- Πέρασε από τη Βουλή ο αντικαπνιστικός νόμος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, διαθέσιμο εδώ