Της Δήμητρας Βαξεβάνη,
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα υπομένει τη δυσβάσταχτη τριπλή κατοχή από τις Δυνάμεις του Άξονα. Ως Δυνάμεις του Άξονα λογίζονται η Γερμανία, η Βουλγαρία και η Ιταλία. Στις Δυνάμεις αυτές, λοιπόν, γίνεται μια ανισομερής διχοτόμηση του ελληνικού κράτους, το οποίο περνάει πια στην κατοχή των αλλοεθνών. Η πόλη των Σερρών –η οποία μας ενδιαφέρει και θα μελετήσουμε εκτενέστερα– ανήκει στην κατοχή των Βουλγάρων, όπως, επίσης, ολόκληρη η Μακεδονία και η Ανατολική Θράκη.
Η περίοδος της τριπλής κατοχής χαρακτηρίζεται από οδυνηρές δυσκολίες και αναγκαστικό εκβουλγαρισμό του τόπου και του πληθυσμού, από κακουχίες και ταπεινωτικούς αγώνες επιβίωσης από πλευράς Ελλήνων. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ανεργία, η φτώχεια και οι ασθένειες θέριζαν τους πολίτες των Σερρών, καθώς στερούνταν είδη πρώτης ανάγκης. Στα περίχωρα τα πράγματα ήταν ευνοϊκότερα, διότι υπήρχαν οι εύφοροι κάμποι που εξασφάλιζαν στους κατοίκους τα προς το ζήν.
Οι Σερραίοι πολίτες όφειλαν να υπακούουν στις αυστηρές εντολές και να συμμορφώνονται σε οποιαδήποτε προσταγή εξέφερε ο Βούλγαρος κατακτητής. Οι Βούλγαροι διέπραξαν αμέτρητες αυθαιρεσίες, ανάμεσά τους ήταν και ο διωγμός των Ελλήνων μακριά από τη νοτιοδυτική όχθη του ποταμού Στρυμόνα, ο οποίος αποτελεί σύνορο και κόβει στη μέση την εύφορη πεδιάδα των Σερρών. Οι Έλληνες, τότε, αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Στις πρώην οικίες τους εγκαταστάθηκαν Βούλγαροι -στρατιωτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι- ως έποικοι που δήμευαν τις ξένες περιουσίες.
Ήδη από τις πρώτες μέρες μετά την εγκατάστασή τους, οι Βούλγαροι υπήκοοι ξεκίνησαν να αφισοκολλούν στους δρόμους πρωτοσέλιδα εφημερίδων γραμμένα σε τρεις γλώσσες (γερμανική, βουλγαρική, ελληνική), για να προετοιμάσουν το πλήθος για ριζικές αλλαγές. Ασφαλώς, ο λαός των Βουλγάρων διόρισε τον δήμαρχο και τον έπαρχο που θα στελέχωναν τη βουλγαρική διοίκηση. Φάνηκε σύντομα πως οι κατακτητές ήταν αγροίκοι και άξεστοι.
Είναι σκόπιμο να εστιάσουμε στους πιο βάναυσους περιορισμούς που τέθηκαν στους Έλληνες. Αρχικά, όλοι οι Έλληνες που ήθελαν να ζουν με κάποια ελάχιστη αξιοπρέπεια, υποχρεούνταν να πολιτογραφηθούν στα μητρώα πολιτών ως Βούλγαροι πολίτες. Ειδάλλως, δεν θα είχαν πρόσβαση στα απαραίτητα, όπως ήταν η γεωργική παραγωγή, το εμπόριο, το σιτηρέσιο κ.ά. Όσοι, βέβαια, εκούσια δεν άλλαζαν την ελληνική τους ταυτότητα ως το 1943, θα εκτοπίζονταν από την κατεχόμενη περιοχή.
Όσον αφορά το σιτηρέσιο, δηλαδή τη διανομή τροφίμων στους Σερραίους, αυτό ήταν αρκετά πενιχρό έως μηδαμινό. Ανάλογα με την ηλικία διαμορφωνόταν η ποσότητα που αναλογούσε στον καθένα. Μοιράζονταν 200 gr ψωμιού στους Έλληνες ενήλικες, 100 gr στα παιδιά αυτών και 300 gr στους Βούλγαρους. Στο σιτηρέσιο είχαν πρόσβαση μόνο όσοι άλλαξαν την ταυτότητά τους και έλαβαν αμέσως τα κουπόνια Σαμός τα Μπόλγκαρι, δηλαδή μόνο για τους Βούλγαρους. Με αυτά τα κουπόνια θα γίνονταν στο εξής οι συναλλαγές.
Αναφορικά με τη διατροφή, το ψωμί μπομπότα παρασκευαζόταν από ευτελούς ποιότητας καλαμπόκι αναμεμειγμένο με κεχρί, χώμα, πέτρες και κατσαρίδες. Ακόμα, κάθε οικογένεια αγόραζε μόνο μια οκά κρέας μηνιαίως. Επίσης, μπορούσαν να προμηθευτούν μαρμελάδα, αλάτι, πετρέλαιο, βαμβακέλαιο κ.ά. Εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών αναπτύχθηκε η Μαύρη Αγορά, ένα σχετικά παράνομο εμπόριο σπάνιων τροφίμων. Διεξαγόταν στη σημερινή Πλατεία Εμπορίου, τη λεγόμενη Ταμπάχανα. Μαυραγορίτες ήταν οι ίδιοι οι Βούλγαροι που προσπαθούσαν να πάρουν το βιός του κόσμου, αφού τα αγαθά κόστιζαν ολόκληρες περιουσίες. Τέτοια δυσεύρετα τρόφιμα ήταν τα αυγά, ζυμαρικά από σιτάρι, ρύζι, βούτυρο, τυρί, ζάχαρη και το ελαιόλαδο. Μέχρι και τα τσιγάρα ήταν βουλγαρικά, κακής ποιότητας και έφεραν την επιγραφή pobeda, δηλαδή νίκη.
Ένα ακόμα επώδυνο μέτρο στα κατοχικά χρόνια ήταν η επιβολή της βουλγαρικής γλώσσας ως επίσημης, ομιλούμενης και γραφόμενης γλώσσας σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν οριστικά και στη θέση τους ιδρύθηκαν βουλγαρικά, που προωθούσαν τον βουλγαρικό πολιτισμό. Το πιο ευρέως διαδεδομένο ήταν το Λαϊκό Δημοτικό Σχολείο Σερρών Γκότσε Ντέλτσεφ. Ωστόσο, οι περισσότεροι Έλληνες δεν γράφτηκαν, εφόσον δεν ήταν υποχρεωτική η φοίτηση.
Επιπροσθέτως, η θρησκεία, που κατείχε σημαντική θέση στη ζωή των Ελλήνων, κλονίστηκε. Η Θεία Λειτουργία θα έπρεπε να τελείται πλέον στη βουλγαρική γλώσσα και θα καθιερωνόταν το βουλγαρικό εορτολόγιο. Οι εικόνες των Αγίων θα μετονομάζονταν με τις καταλήξεις –ev και –ov, ώστε να είναι βουλγαριστί. Στις εκκλησίες που οι ιερείς δεν γνώριζαν τη γλώσσα, θα λειτουργούσαν Βούλγαροι ιερείς, απεσταλμένοι για αυτό τον σκοπό. Αν πάλι δεν υπήρχαν αρκετοί ιερείς για τη συμπλήρωση των θέσεων, τότε οι εκκλησίες εκείνες θα σφραγίζονταν με κλειδαριές και θα παραδίδονταν στη βουλγαρική διοίκηση. Στα γραφεία της Ιεράς Μητρόπολης Σερρών και στα γραφεία των εκκλησιαστικών επιτροπών επέβαλαν την ανάρτηση της εικόνας του βασιλιά των Βουλγάρων, Boris III.
Στον κλάδο των επιχειρήσεων και του εμπορίου, ο εκβουλγαρισμός του λαού δρομολογήθηκε με την εφαρμογή του μέτρου για τις βουλγαρικές επικεφαλίδες όλων των καταστημάτων και τα ονόματα των πολιτών με βουλγαρικές καταλήξεις. Διαφορετικά, θα επωμιζόταν ο ιδιοκτήτης πρόστιμο και θα του έκλειναν προσωρινά το κατάστημα. Βέβαια, αξίζει να τονιστεί και το αποκορύφωμα της εκμετάλλευσης και της απάτης. Όσοι δεν είχαν γραφτεί στα μητρώα πολιτών ως Βούλγαροι, όφειλαν να έχουν Βούλγαρο συνέταιρο στην επιχείρησή τους, με τον οποίο θα μοιράζονται τα έσοδα, αλλά όχι τα έξοδα. Ο υποχρεωτικός συνεταιρισμός με τους Βουλγάρους καθιστούσε δύσκολη την ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων, διότι ήταν άσχετοι με το επάγγελμα και τρομερά ράθυμοι και αδιάφοροι για κάθε είδους εργασία. Ωστόσο, τα τσιρακούδια, δηλαδή τα παιδιά που δούλευαν σε αυτές τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, συνέδραμαν καθοριστικά τους Έλληνες εργοδότες.
Τα παιδιά –όπως προαναφέρθηκε– είχαν χάσει από νωρίς την παιδική τους αθωότητα και ξεγνοιασιά λόγω των συνθηκών. Τα περισσότερα ξεκίνησαν να εργάζονται, ώστε να προσφέρουν ένα επιπλέον εισόδημα στην οικογένεια. Δούλευαν ως μικροπωλητές χρήσιμων αντικειμένων ή εκλεκτών λιχουδιών. Για παράδειγμα, η πλειονότητα πουλούσε μπατιρόσπορα, πασατέμπο, δαδί, πετροκάρβουνα, μπομπότες, γλυκομπομπότες, πατατοτυρόπιτες και άλλα λαχταριστά μαγειρευτά φαγητά, που παρασκεύαζαν με όσα υλικά διέθεταν. Έπειτα, οι Εβραίοι στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας και εντάχθηκαν στα Τάγματα Εργασίας, όπου υλοποιούσαν έργα υποδομής.
Παράλληλα, οι γυναίκες παράχωναν σε έναν μποχτσά, δηλαδή σακίδιο, την προίκα πολύτιμων αντικειμένων που διέθεταν, όπως τραπεζομάντηλα, σεντόνια ή κουβέρτες, και επισκέπτονταν τα χωριά των Σερρών, για να τα ανταλλάξουν με ένα πιάτο φαγητό. Τα αγαθά που προμηθεύονταν από τα χωριά μπορεί να ήταν καρβέλι χάσικο, δηλαδή σιταρένιο, καλαμποκάλευρο, αυγά, μπληγούρι, λαρδί και ό,τι άλλο έβρισκε κανείς.
Στις απαγορεύσεις προστέθηκε και η άσκοπη μετακίνηση των υπόδουλων Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν δύναντο να πλημμυρίζουν τους δρόμους της πόλης χωρίς τη δέουσα άδεια από τα στρατιωτικά φρουραρχεία, δηλαδή έπρεπε να υπάρχει κάποιος σοβαρός –κατά τους Βούλγαρους– λόγος, ώστε να τους επιτρέψουν τη διέλευση από τόπο σε τόπο. Το μέτρο, όμως, περιόριζε στο έπακρο τις μετακινήσεις των πολιτών έως τις 9.00 μ.μ. Στους δρόμους υπήρχαν χωροφύλακες που έκαναν νυχτερινές περιπολίες. Όποιος τολμούσε να παραβεί τον περιορισμό, τότε θα τιμωρείτο με την απειλή όπλου.
Επιπλέον, οι βουλγαρικές αρχές μετονόμασαν και τις σημαντικότερες οδούς, πλατείες και δημόσιες υπηρεσίες ως εξής: την οδό Ερμού σε Μουσολίνι, την οδό Μεραρχίας σε Βόριδος Α’, την Πλατεία Ελευθερίας σε Πλατεία Συμεών Τερνόφσκι, την Εθνική Τράπεζα σε Μπαλγκρόσκια Μπάνκα και τον κινηματογράφο «Πάνθεον» σε Σαν Στέφανο. Στο μεταξύ, ιδρύθηκαν βουλγαρικές οργανώσεις και σωματεία, με σκοπό την αποτελεσματικότερη διάδοση των βουλγαρικών αξιών. Οι πιο χαρακτηριστικές ήταν ο γερμανοβουλγαρικός εκπολιτιστικός σύλλογος, η επαγγελματική οργάνωση Εργασία και Χαρά, η βουλγαρική αστική λέσχη και βιβλιοθήκη κ.ά. Επειδή προωθούσαν τη βουλγαρική κουλτούρα, οι Σερραίοι ήταν απρόθυμοι να ενταχθούν σε αυτές.
Στον αγροτικό τομέα κυριαρχούσε η βαριά φορολογία. Οι Έλληνες, ενώ εργάζονταν όλον τον χρόνο στα χωράφια τους, παρέδιδαν τις σοδειές στις βουλγαρικές αρχές. Έπειτα, οι Βούλγαροι διεξήγαγαν το εμπόριο μεταξύ τους, γεγονός που υποβίβαζε ακόμα περισσότερο τους υπόδουλους Έλληνες. Υποχρεωτική ήταν και η παράδοση κάθε είδους οπλισμού στη βουλγαρική διοίκηση. Μάλιστα, τα στρατιωτικά φρουραρχεία θα έκαναν έφοδο σε κάθε οικία, προκειμένου να διεξάγουν εξονυχιστικό έλεγχο για όπλα. Στο εξής, οποιαδήποτε εχθρική-απειλητική ενέργεια σε βάρος των Βουλγάρων θα συνοδευόταν από κυρώσεις, που θα έφταναν έως και την καταδίκη σε θάνατο. Όλοι ανεξαιρέτως όφειλαν να επιδεικνύουν «άψογη» συμπεριφορά και πειθαρχία στους ανώτερους.
Στα οδυνηρά χρόνια της κατοχής, οι Έλληνες, ως μοναδικές πηγές πληροφόρησης για τα γεγονότα στο μέτωπο, είχαν τον αντιστασιακό τύπο και το ραδιόφωνο. Εξυπακούεται πως κάτι τέτοιο ήταν παράνομο και ριψοκίνδυνο. Το 1943, ένα αίσθημα αισιοδοξίας πως η κατοχή φτάνει στο τέλος κυριάρχησε επιτέλους στις ψυχές των Σερραίων, γεγονός που επιβεβαιώθηκε το 1944 με την ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο και τη συνακόλουθη αποχώρηση των Βουλγάρων από τα ελληνικά εδάφη. Τα χρόνια αυτά παρέμειναν ανεξίτηλα στις μνήμες των ανθρώπων ως ένας εφιάλτης μιας άλλης εποχής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Πάσχος, Γεώργιος & Σαμσάρης, Πέτρος (επιμ.), Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου – Οι Σέρρες και η περιοχή τους, 100 χρόνια από την απελευθέρωση (1913-2013), Δήμος Σερρών, 2016
- Τζανακάρης, Βασίλης, «Τα Σέρρας του Πολέμου, της Κατοχής & της Αντίστασης», Γιατί (1998)