Του Μενέλαου Γιώτη,
Όταν κάποιος ακούει για σοσιαλδημοκρατία, του έρχονται αμέσως στο μυαλό μερικά ονόματα μεγάλων Ευρωπαίων ηγετών και όχι μόνο, που έβαλαν τη σφραγίδα τους στην πολιτική Ιστορία. Για να φτάσουμε, όμως, στο σημείο να μιλήσουμε για τους ηγέτες αυτούς, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε το πώς αυτές οι ιδέες κατάφεραν να εξελιχθούν σε πλειοψηφικό ρεύμα. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να πάμε αρκετά πίσω στον χρόνο, ώστε να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Αρχικά, πριν οποιαδήποτε ανάλυση, καλό θα ήταν να ορίσουμε το πλαίσιο, στο οποίο θα κινηθούμε. Στο παρόν κείμενο, θα κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στη μεταπολεμική περίοδο. Θέλοντας να δώσουμε έναν ορισμό για το τι είναι και τι εκφράζει η σοσιαλδημοκρατία, μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως το πολιτικό ρεύμα, που υποστηρίζει την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, έτσι ώστε να προωθήσει, στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της καπιταλιστικής μικτής οικονομίας, την κοινωνική δικαιοσύνη, την άμβλυνση των ανισοτήτων, καθώς και μια καλύτερη ποιότητα δημοκρατίας και αλληλεγγύης.
Εκείνη την εποχή, η ελληνική σοσιαλδημοκρατία ήταν μια έννοια αφηρημένη και εξαιρετικά άγνωστη στον κόσμο. Δεν μιλάμε, λοιπόν, σε καμία περίπτωση για κάποιο οργανωμένο ρεύμα που προσδοκούσε να γίνει πλειοψηφικό. Επρόκειτο για μειοψηφικές τάσεις των κομμάτων του κέντρου, που τους έδιναν, απλώς, έναν πιο προοδευτικό χαρακτήρα. Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και με το ΚΚΕ να τίθεται εκ νέου εκτός νόμου, η σοσιαλδημοκρατία δεν είχε άλλη διέξοδο, από το να συνταχτεί σε μεγάλο βαθμό με τον Κεντρώο Χώρο. Μέσω αυτού, θα είχε ρεαλιστικές δυνατότητες να βρεθεί σε θέσεις εξουσίας, έτσι ώστε να καταφέρει να επιβάλει μέρος των θέσεών της. Ένα δε μέρος της, το οποίο ασπαζόταν πιο ριζοσπαστικές ιδέες, προσχώρησε στη νόμιμη αριστερή παράταξη της εποχής, την ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).
1961: Ο Κεντρώος χώρος συσπειρώνεται
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1961, ο τότε πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, προκηρύσσει εκλογές για τις 29 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Την ίδια μέρα, ξεκίνησαν οι διαβουλεύσεις για τη συγκρότηση ενός κεντρώου συνασπισμού, με τρεις κυρίαρχους πολιτικούς σχηματισμούς: των Φιλελευθέρων, του Λαϊκού Κοινωνικού Κόμματος και του Δημοκρατικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού (ΔΚΕΛ). Αξίζει να τονιστεί ότι καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση αυτή έπαιξαν οι νεολαίες των κομμάτων αυτών. Από την ένωση των προαναφερθέντων κομμάτων δημιουργήθηκε νέος πολιτικός σχηματισμός, εν ονόματι «Ένωσις Κέντρου» (ΕΚ), με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου. Κάπως έτσι, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα κέρδισε πρόσφορο έδαφος, μέσω του ΔΚΕΛ –τουλάχιστον θεωρητικά– εντός της «εσωκομματικής διαβούλευσης». Στην ουσία, όμως, αποτελούσε την «αριστερή» πτέρυγα της Ενώσεως Κέντρου, η οποία, με τη σημαντική συμβολή της, κατάφερε να κερδίσει τη νέα γενιά, όπου ιστορικά οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις θεωρούν ως προνομιακό τους πεδίο.
Με αυτά και με αυτά, στις εκλογές του ίδιου έτους, η ΕΡΕ («Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις») του Κ. Καραμανλή κερδίζει, σχηματίζοντας ξανά κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που η ΕΚ πετυχαίνει ποσοστό 33,66%. Δεν αργεί, όμως, η στιγμή, που ξεκινούν οι καταγγελίες για νοθεία και για ευθεία αμφισβήτηση του αποτελέσματος από τον Γ. Παπανδρέου. Ο «ανένδοτος αγών», λοιπόν, ξεκινάει και η ΕΚ εκμεταλλεύεται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τη γενική φθορά της κυβέρνησης, αλλά και του ίδιου του Καραμανλή. Η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, είναι το τελειωτικό χτύπημα στις όποιες ελπίδες είχε ο Κ. Καραμανλής να πείσει τον λαό, ο οποίος ήταν, ήδη, έτοιμος για μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Ο πρωθυπουργός, χάνοντας και τη στήριξη του παλατιού, δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το να προκηρύξει νέες εκλογές, με σκοπό να λυθεί το πολιτικό αδιέξοδο.
1963 – 1965: Νίκη και Ήττα
Το μεγάλο πλειοψηφικό προοδευτικό ρεύμα στήριξε μαζικά την ΕΚ, πετυχαίνοντας μια σαρωτική νίκη επί της ΕΡΕ του Καραμανλή, στις εκλογές του 1963. Συγκεκριμένα, η ΕΚ λαμβάνει το 42,04% των ψήφων, ενώ η ΕΡΕ το 39,37%. Όμως, παρά την ξεκάθαρη νίκη του Γ. Παπανδρέου, δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Έτσι, ο Παπανδρέου δέχεται αναγκαστικά τις 28 έδρες της ΕΔΑ. Ένας από τους λόγους που η ΕΚ και η ΕΔΑ κατάφεραν να έρθουν σε μια συμφωνία ήταν ότι είχαν και οι δυο στις τάξεις τους ένα κοινό ρεύμα –τη σοσιαλδημοκρατία– η οποία από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών είχε ενισχυθεί σημαντικά.
Η συμμαχία, εν τέλει, δεν διήρκεσε πολύ. Ο Γ. Παπανδρέου, αν και αρκετά αλλαγμένος στις απόψεις του προς τους κομμουνιστές και την ΕΔΑ, δεν ήθελε να αισθάνεται δέσμιος της Αριστεράς για να είναι πρωθυπουργός. Έτσι, ενώπιον του στέμματος, παραιτήθηκε και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Φεβρουάριο του 1964, ζητώντας την αυτοδυναμία. Σε εκείνες τις εκλογές, θα κατέβαινε υποψήφιος ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ο οποίος έμελλε να γράψει τη δική του μεγάλη ιστορία, λίγα χρόνια αργότερα. Φυσικά, αναφερόμαστε στον υιό του Γ. Παπανδρέου, Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτή ήταν η «κίνηση ΜΑΤ» του Γ. Παπανδρέου, καθώς ο γιος του ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τις ριζοσπαστικές του ιδέες και τον οραματισμό. Επιπλέον, όντας νέος τότε, είχε τη δυνατότητα να προσεγγίσει τη νέα γενιά και να την πάρει με το μέρος του. Ο Α. Παπανδρέου κατάφερε να επιβάλει από νωρίς στο κόμμα την πολιτική του ταυτότητα και με τη νεολαία, ως αιχμή του δόρατος, δημιούργησε ένα νέο ρεύμα που αντιπροσώπευε πιο προοδευτικές και σοσιαλιστικές θέσεις. Έτσι, το ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας δυνάμωσε εντυπωσιακά μέσα στην ΕΚ, με την πολιτικά άφθαρτη, δυναμική και χαρισματική προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου να παίζει καθοριστικό ρόλο.
Τελικά, το αποτέλεσμα των εκλογών του Φεβρουαρίου του 1964, ήταν η ΕΚ –αξιοποιώντας την εντυπωσιακή δυναμική που απέκτησε– να συντρίψει την ΕΡΕ, με επικεφαλής πλέον τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με 52,72% έναντι 35,36%. Αυτό σήμαινε, πως ο Γ. Παπανδρέου είχε άνετη πλειοψηφία και μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ο γιος του, Α. Παπανδρέου, βγήκε πρώτος σε ψήφους, πράγμα που «θορύβησε» πολλούς από τους «παλιούς» μέσα στο κόμμα.
Κριτική Προσέγγιση
Ωστόσο, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απέτυχε. Όπως φάνηκε, όλα ήταν εναντίον του. Τα ανάκτορα, οι Η.Π.Α., ακόμα και το ίδιο του το κόμμα τον πολέμησαν ύπουλα και με πάθος. Μια προφανής εξήγηση είναι πως οι «βαρόνοι» της ΕΚ, δηλαδή, Νόβας, Τσιριμώκος, Στεφανόπουλος, Μητσοτάκης και άλλοι, ένιωσαν να χάνουν τα πρωτεία και την επιρροή τους στο κόμμα, με την έλευση του Α. Παπανδρέου. Ειδικότερα, οι μεν Νόβας και Στεφανόπουλος φοβήθηκαν τη «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» της ΕΚ, καθώς και οι δύο προέρχονταν από τον χώρο της Δεξιάς και ο κύριος λόγος που συντάχτηκαν στο κόμμα ήταν διότι τους ένωσε ο «αντι-Καραμανλισμός». Ο δε Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όντας για πολλούς το νούμερο δύο στην ηγεσία του κόμματος, είδε τη θέση του να κινδυνεύει από την επιρροή που ασκούσε ο Α. Παπανδρέου, από την πρώτη κιόλας μέρα. Τέλος, ο Τσιριμώκος που προερχόταν ξεκάθαρα από τον χώρο της Αριστεράς, αποδείχθηκε ένας οπορτουνιστής, προδίδοντας, έτσι, τις αξίες για τις οποίες έδωσε πολλούς αγώνες, μόνο και μόνο για μια προσπάθεια να σχηματίσει μια κυβέρνηση αποστατών. Το τι ακολούθησε μετά, πάνω κάτω είναι γνωστό.
Με λίγα λόγια, το 1965 ο Γ. Παπανδρέου παραιτείται και αμέσως μετά ξεκινά η αποστασία, στην οποία συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, όλοι οι παραπάνω «βαρόνοι». Έπειτα, οι κυβερνήσεις «ανεβοκατέβαιναν» η μία μετά την άλλη, δημιουργώντας, έτσι, ένα κλίμα πολιτικής αστάθειας, με αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος για τη χούντα των συνταγματαρχών 1967–1974. Η σοσιαλδημοκρατία, όμως, δεν κατέρρευσε ως πολιτικό ρεύμα. Μετά από δυο δεκαετίες, επιστρέφει πιο ισχυρή, ως πλειοψηφικό ρεύμα, θέτοντας ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές από τη Δεξιά συντήρηση και την Αριστερά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- 19/9/1961: Ιδρύεται η Ένωση Κέντρου, tanea.gr, διαθέσιμο εδώ