Του Παντελή Κοτζάμπαση,
Λίγους μήνες μετά την ανακήρυξη της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, η κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου ήρθε αντιμέτωπη, στα τέλη του Ιουνίου 1924, με μια οξύτατη κρίση που δημιουργήθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό και ονομάστηκε «Η Απεργία του Ναυτικού».
Οι δυσαρεστημένοι με την πολιτική της ευνοιοκρατίας του Υπουργού Ναυτικών Α. Χατζηκυριάκου αξιωματικοί, δημιούργησαν τετραμελής Επιτροπή αποτελούμενη από τους αντιπλοιάρχους Π. Βούλγαρη (ο μετέπειτα αρχηγός του Στόλου, το 1944, και Πρωθυπουργός τον Απρίλιο του 1945), Ι. Χαλκιόπουλο, Χ. Κονιάλη και υποπλοίαρχο Δ. Τσάφο. Η Επιτροπή αυτή, το απόγευμα της 25ης Ιουνίου, κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Παπαναστασίου. Καθώς, ο Παπαναστασίου έβγαινε από το σπίτι του, οι τέσσερις αξιωματικοί του ζήτησαν ακρόαση. Ο Παπαναστασίου είχε προειδοποιηθεί για τις κινήσεις των αξιωματικών του Ναυτικού από τον βουλευτή Μυτιλήνης Γ. Παπανδρέου. Έτσι λοιπόν, απάντησε στους αξιωματικούς ότι η ακρόαση θα μπορούσε να γίνει σε δύο μέρες στο γραφείο του. Με την καθυστέρηση της ακρόασης, ο Πρωθυπουργός ήλπιζε ότι η κίνηση των αξιωματικών θα φθειρόταν μέσω των τυπικών ενασχολήσεων των επιτελείων κατά τη διάρκεια της επισκέψεως του αγγλικού στόλου στο Φάληρο.
Οι αξιωματικοί δεν ικανοποιήθηκαν από τη στάση του Παπαναστασίου και επέστρεψαν στο καφενείο «Γαμβέτα», όπου τους περίμενε μεγάλη ομάδα αξιωματικών. Λίγη ώρα αργότερα, έστειλαν έναν ιδιώτη στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και άφησε ένα πακέτο παραιτήσεων 83 αξιωματικών. Ταυτόχρονα, διέρρευσε στον Τύπο το κείμενο του πρωτοκόλλου, το οποίο είχε συγγραφεί από την παραπάνω τετραμελή επιτροπή, και ανέφερε ότι: α) Οι αξιωματικοί δεν αναγνώριζαν τους προβιβασμούς του Χατζηκυριάκου, β) ζητούσαν την απομάκρυνση του Χατζηκυριάκου και την αντικατάστασή του από άνθρωπο που θα έφερνε την ηρεμία και την τάξη στο Ναυτικό, γ) Ήθελαν να καταργήσουν το πολιτικό γραφείο του υπουργού και να επαναφέρουν τον θεσμό του Συμβουλίου των Ναυάρχων, καθώς και να ανατεθεί η διοίκηση του σώματος στους φυσικούς του αρχηγούς, ώστε να αποδοθεί το δίκαιο στον καθένα, δ) η ενέργεια αυτή (οι παραιτήσεις των αξιωματικών) δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα. Πλέον, η κυβέρνηση Παπαναστασίου είχε να αντιμετωπίσει το αντιπειθαρχικό κίνημα των αξιωματικών του Ναυτικού.
Η Κυβέρνηση, χωρίς να χάσει χρόνο, έδρασε γρήγορα αποφασίζοντας να παραπεμφθούν σε Ναυτοδικείο και να τιμωρηθούν οι αξιωματικοί που υπέγραψαν το πρωτόκολλο. Με την απόφαση αυτή ήταν σύμφωνος και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Π. Κουντουριώτης, παρά την ανάμειξη του υιού του, υποπλοίαρχου Θ. Κουντουριώτη, και του υπασπιστή του, αντιπλοίαρχο Βασιλειάδη. Πράγματι, συνελήφθησαν οι αντιπλοίαρχοι Ι. Χαλκιόπουλος, Π. Βούλγαρης και Α. Ψύλλας και οι υποπλοίαρχοι Δ. Τσάφος και Θ. Κουντουριώτης, όπου ο τελευταίος κρατήθηκε στην οικία του.
Την επόμενη μέρα, 26 Ιουνίου 1924, στην Εθνοσυνέλευση έγινε αναφορά στην κρίση του Ναυτικού, η οποία υπονόμευε την Κυβέρνηση λόγω της παρουσίας του αγγλικού στόλου στο Φάληρο, γεγονός που έδειχνε ότι η Αγγλία αναγνώριζε την πολιτειακή μεταβολή. Από τη μεριά της Κυβέρνησης, πρώτος πήρε τον λόγο ο υπουργός Ναυτικών Χατζηκυριάκος, ο οποίος δήλωσε ότι περίπου 75 αξιωματικοί υπέβαλαν την παραίτησή τους στο Υπουργείο Ναυτικών και τα αίτια της κίνησης αυτής είναι βαθύτερα και απώτερα. Αναφέρει ότι έχει το δικαίωμα ως Υπουργός Ναυτικών να κάνει προβιβασμούς, καθώς το Συμβούλιο των Ναυάρχων είχε καταργηθεί από την Επανάσταση του 1922, διότι δεν υπήρχαν όσοι Ναύαρχοι ζητούσε ο θεσμός.
Μετά την Επανάσταση του 1922, αποστρατεύθηκαν οι περισσότεροι ναύαρχοι και έμειναν στο Ναυτικό περίπου τέσσερις. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι ο νόμος περί Συμβουλίου των Ναυάρχων αφήνει στον Υπουργό των Ναυτικών το δικαίωμα του προβιβασμού κατά εκλογή. Τέλος, αναφέρει ότι ελήφθησαν όλα τα μέτρα για να υπάρξει τάξη στο Ναυτικό και πράγματι έχει διατηρηθεί η ησυχία και η ασφάλεια στο Σώμα, ενώ θα τιμωρηθούν αυστηρά οι πρωταίτιοι της κίνησης αυτής.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης Παπαναστασίου, ο οποίος τόνισε ότι το κίνημα ήταν κάτι απότομο, παρόλο που είχε ενημερωθεί από τον βουλευτή Λέσβου Παπανδρέου ότι προετοιμάζεται κίνημα από τους αξιωματικούς του Ναυτικού και ότι είχαν συντάξει πρωτόκολλο. Πίστευε ότι οι αξιωματικοί έπρεπε να προτιμήσουν τη νόμιμη οδό, αν νιώθουν ότι αδικούνται από τις ενέργειες του Χατζηκυριάκου, αντί να προβούν σε αντιπειθαρχικό κίνημα. Ανέφερε, επίσης, το γεγονός της τετραμελούς Επιτροπής που τον επισκέφτηκε στις 25 Ιουνίου και του ζητούσε ακρόαση. Δεν τους δέχτηκε και τους είπε να τον επισκεφτούν στις 27 Ιουνίου, επειδή πίστευε ότι θα σκεφτούν πιο ψύχραιμα και δεν θα κάνουν κίνημα, το οποίο θα είχε πολιτική χροιά. Επιπλέον, υποστήριζε τον υπουργό Ναυτικών για τον προβιβασμό του Κολιαλέξη, λέγοντας ότι είναι ένας από τους πιο άριστους αξιωματικούς του Ναυτικού. Κλείνοντας, δήλωσε ότι θα επιδιώξει να επικρατήσει η ησυχία στο Ναυτικό.
Μετά τον Παπαναστασίου, τον λόγο πήρε η Αντιπολίτευση. Ο Στ. Γονατάς δήλωσε ότι πληροφορήθηκε από τις εφημερίδες για την ανωμαλία στο Ναυτικό, παρατηρώντας ότι η πράξη των αξιωματικών αντιβαίνει τους κανόνες πειθαρχίας και τόνισε ότι πρέπει να ενισχυθεί η Κυβέρνηση, ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την καταστολή του κινήματος. Ο Α. Μιχαλακόπουλος αναφέρει ότι το κίνημα στο Ναυτικό είναι πολύ λυπητερό, καθώς οι αξιωματικοί θα πρέπει να νιώθουν το βάρος των πράξεών τους, διότι δεν είναι προσβολή μόνο για την πολιτική τάξη, αλλά συμβαίνει αυτό παραμονή του κατάπλου του Αγγλικού Στόλου. Δήλωσε, επίσης, ότι οι Άγγλοι θα μάθουν ότι οι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας, παρόλο που δεν στερούνται από ανδρεία, στερούνται από πειθαρχία. Τέλος, ο Γ. Κονδύλης συμβούλεψε την Κυβέρνηση να δει αν έχει το κύρος, για να επιβληθεί στο αντιπειθαρχικό κίνημα.
Η Συνεδρίαση εξελίχτηκε σε μορφή πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης Παπαναστασίου. Τελικά, η Κυβέρνηση πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την Εθνοσυνέλευση και από τους 294 πληρεξούσιους οι 158 ψήφισαν υπέρ, οι 123 κατά, ενώ 13 αρνήθηκαν να ψηφίσουν. Αφού η Κυβέρνηση Παπαναστασίου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή, συνέχισε το δύσκολο έργο της για την καταστολή της Απεργίας στο Ναυτικό. Ο Υπουργός Ναυτικών Χατζηκυριάκος συνέχισε να παίρνει μέτρα για την καταδίωξη και τη σύλληψη των παραιτηθέντων αξιωματικών.
Όμως, πολλοί αξιωματικοί συνέχιζαν να υποβάλλουν τις παραιτήσεις τους, δηλώνοντας αλληλέγγυοι προς τους παραιτηθέντες συναδέλφους τους. Τελικά, οι παραιτήσεις μάχιμων έφθασαν τις 133 σε σύνολο 234 μόνιμων αξιωματικών, δηλαδή το 56,8%, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν κενά στις υπηρεσίες του Ναυτικού. Για παράδειγμα, στον Ναύσταθμο παρέμεινε μόνο ο γενικός διευθυντής και ο διευθυντής των τεχνικών υπηρεσιών, οι λοιπές διευθύνσεις απογυμνώθηκαν εντελώς. Παραλίγο να κλείσει και η Σχολή των Δοκίμων, λόγω της παραίτησης του διοικητή της Ι. Δεμέστιχα, αλλά και λοιπών αξιωματικών της. Η απογύμνωση αυτή φαίνεται και στο προγυμναστήριο του Πόρου, όπου έκλεισαν πολλές λειτουργικές σχολές, όπως η τορπιλική, πυροβολικού, σημάτων και άλλων. Επίσης, έπαυσε να λειτουργεί και η υδρογραφική υπηρεσία, η οποία παρείχε απαραίτητες οδηγίες όχι μόνο στο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και στο Εμπορικό, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι είχαν παραιτηθεί οι περισσότεροι Αξιωματικοί της Ναυτικής Αεροπορίας, ενώ 80 οικονομικοί Αξιωματικοί δήλωσαν ότι θα παραιτηθούν στο κοντινό μέλλον.
Κάτω από αυτές τις εξελίξεις, ο Υπουργός Ναυτικών Χατζηκυριάκος αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 5 Ιουλίου 1924, ενώ το Υπουργείο Ναυτικών το κράτησε ο Πρωθυπουργός Παπαναστασίου. Ο τελευταίος, παρόλο που προσπάθησε να λύσει το Ναυτικό Ζήτημα, το οδήγησε σε αδιέξοδο. Πλέον το Ναυτικό ζήτημα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία κόντρα μεταξύ παραμενόντων και παραιτηθέντων Αξιωματικών. Οι συνέπειες της κόντρας αυτής ήταν οδυνηρές για το Ναυτικό, επειδή οι παραιτήσεις συνεχίζονταν και τα μαθήματα ορισμένων Σχολών ειδικεύσεως διακόπτονταν, ενώ οι υπηρεσίες του Υπουργείου και του Ναυστάθμου υπολειτουργούσαν.
Τελικά, στη Συνεδρίαση της 19ης Ιουλίου 1924, οι Μιχαλακόπουλος, Γονατάς και Κονδύλης απέσυραν την ψήφο εμπιστοσύνης τους προς την Κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να είναι σίγουρη η πτώση της. Η Κυβέρνηση καταψηφίστηκε από τους 322 πληρεξούσιους, οι 178 ψήφισαν κατά, 131 υπέρ και 14 αρνήθηκαν να ψηφίσουν. Μετά την ψηφοφορία, ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης ανακοίνωσε ότι η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να παραιτηθεί, ενώ ο Πρόεδρος της Βουλής, Κ. Ρακτιβάν, ανακοίνωσε ότι η Συνεδρίαση πρέπει να λυθεί και να διακοπούν οι εργασίες, μέχρι να διευθετηθεί η κυβερνητική κρίση. Τέλος, την επομένη ο Παπαναστασίου μετέβη στο Κυβερνείο και υπέβαλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την παραίτησή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Εφημερίδα Βραδυνή (26/06/1924-20/07/1924)
- Εφημερίδα Δημοκρατία (26/06/1924-20/07/1924)
- Εφημερίδα Έθνος (26/06/1924-20/07/1924)
- Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος (26/06/1924-20/07/1924)
- Εφημερίδα Εμπρός (26/06/1924-20/07/1924)
- Εφημερίδα Νέα Ημέρα (26/06/1924-20/07/1924)
- Εφημερίδα Σκριπ (26/06/1924-20/07/1924)
- Βουλή των Ελλήνων, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Δ΄ εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, τόμος Β΄ Συνεδρ. ΛΘ΄ της 19 Μαΐου-Συνεδρ. ΠΖ΄ της 30 Ιουλίου 1924, Εθνικό Τυπογραφείον, Αθήναι 1924.
- Χαράτσης, Στυλιανός (1985), 1023 αξιωματικοί και 22 κινήματα, τόμος Α΄, Αθήνα: Εκδόσεις Libro