Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Ένα από τα πιο κοινά γνωρίσματα των σύγχρονων δημοκρατιών, που είναι δυνατόν να τις διαβρώσουν εκ των έσω, είναι εκείνο της πολιτικής αποχής. Έχει γραφτεί πληθώρα άρθρων που εξηγούν τις διαρθρωτικές αιτίες του πολυσχιδούς αυτού φαινομένου. Σε αυτό το κείμενο θα ήθελα να επικεντρωθώ στις συνέπειες για το άμεσο μέλλον, όπου αν αυτή η παθογένεια δεν ανατραπεί, φαντάζει «οργουελικό».
Όπως όλοι μας γνωρίζουμε, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της συλλογικής συμμετοχής των πολιτών που έχουν το δικαίωμα –επιτέλους– να ορίζουν το μέλλον τους. Το παραπάνω, στην εποχή μας φαντάζει δεδομένο, σε καμία περίπτωση, όμως, τα πράγματα δεν θα ήταν έτσι, αν μια μερίδα ανθρώπων σε όλον τον κόσμο δεν είχαν θυσιαστεί γι’ αυτό το δικαίωμα. Οφείλουμε να αντιληφθούμε όλους εκείνους τους αγώνες κάθε φορά που πλησιάζει μια εκλογική αναμέτρηση και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας επιλέγει να κάνει το οτιδήποτε διαφορετικό. Όπως γνωρίζουμε όλοι μας, ο κορυφαίος, ίσως, παράγοντας αποχής είναι εκείνος της μη ταύτισης με κανένα μέρος του κομματικού συστήματος.
Θα ήθελα να επικεντρωθώ στο παραπάνω φαινόμενο. Αρχικά, οφείλουμε όλοι να αντιληφθούμε πως κανένα κόμμα δεν θα μας εκφράσει ποτέ εξ ολοκλήρου. Προφανώς θα υπάρχουν ζητήματα στα οποία διαφωνούμε, ο στόχος, όμως, είναι να μην παραδίδουμε το όραμα που έχουμε υπό τον φόβο του ανεκπλήρωτου. Ο κίνδυνος είναι να καταλήξουμε να έχουμε ένα πολίτευμα, στο οποίο αποφασίζει μια μειοψηφία του εκλογικού σώματος για το πώς θα ζήσει η πλειοψηφία. Ακόμα και ο πιο «απολιτίκ» πολίτης είναι δυνατόν να συνηγορήσει σε κάτι τέτοιο και να αντιληφθεί τον κίνδυνο. Οφείλουμε να αποτάξουμε τον υλιστικό τρόπο ζωής, που ως υπέρτατος αυτοσκοπός, έχει αναγάγει το καταναλωτικό πρότυπο.
Όπως παρατηρήσαμε και με τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, μια χώρα με τεράστια σημασία για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αποχή έφτασε σε ποσοστά ρεκόρ. Το φαινόμενο, όμως, αυτό δεν είναι Γαλλικό, αλλά διεθνικό. Οι πολίτες της Δύσης δείχνουν μια ευρεία απονομιμοποίηση προς τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας και αυτό οφείλει να μας προβληματίσει όλους.
Το πολίτευμά μας δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει χωρίς τη συμμετοχή του λαού, διότι με αυτόν τον τρόπο γίνεται κατ’ επίφαση δημοκρατικό. Το παραπάνω γεγονός οφείλει να συνεξεταστεί με την αύξηση του βαθμού τρωτότητάς του και από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, που θα επιθυμούσαν πολύ να το ανατρέψουν. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία πως αυτές οι δυνάμεις ωφελούνται από αυτήν τη διαδικασία, οι δυνάμεις, δηλαδή, της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς, οι οποίες, παρά τις διαφορετικές κοσμοθεωρίες τους, ενώνονται στο μίσος που τρέφουν για τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία. Το άρθρο 120 παράγραφος 4 του Ελληνικού Συντάγματος αναφέρεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, ως βασική προϋπόθεση για την τήρησή του. Ειδικά για τη χώρα μας, κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνάει τους αγώνες του Καλλέργη και του Μακρυγιάννη της 23ης Σεπτεμβρίου 1843 στη σημερινή πλατεία Συντάγματος.
Προσωπικά, θεωρώ πως δεν πρέπει να αποβάλλουμε τον πραγματισμό από την κρίση μας. Η δημοκρατία μας δεν ήταν τέλεια και δεν είναι σίγουρα ούτε στο παρόν, το γεγονός, όμως, ότι το μέλλον παραμένει από μόνο του μια δυνατότητα που θα εξαρτηθεί από τις προσπάθειες του καθενός μας, είναι απαράγραπτο. Όποιος διαβάζει αυτές τις γραμμές είναι δυνατόν να τις θεωρήσει κοινότοπες, πρέπει, όμως, να τις αξιολογήσει με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα.
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα όλοι μας να φανταστούμε πως ο κόσμος στον οποίον διαβιώνουμε δεν υπάρχει πια. Το πολιτικό περιβάλλον ομοιάζει με το έργο 1984 του Όργουελ, κανένας δεν μπορεί να εκφράσει μια αντίθετη άποψη από την «Κυβέρνηση», δεν υπάρχει καμία ελευθερία και ατομικό δικαίωμα. Μια τέτοια πραγματικότητα στα μάτια μας φαντάζει σουρεαλιστική, όμως δεν πρέπει να λοιδορούμε πως για πολλές δεκαετίες, αν όχι για αιώνες, έτσι ήταν –μέχρις έναν βαθμό– ο κόσμος μας. Πολλά μέρη αυτού του πλανήτη ακόμα δεν έχουν γνωρίσει τη δημοκρατία και ίσως ο καλύτερος τρόπος να εκτιμήσουμε αυτό που έχουμε και να το διασώσουμε είναι να εισέλθουμε σε μια κατάσταση σύγκρισης με το παρελθόν, αλλά και με άλλα πολιτικά συστήματα του παρόντος. Θεωρώ ειλικρινά πως κανένας νοήμων άνθρωπος δεν θα προτιμούσε να ζει υπό τέτοιες καθεστωτικές συνθήκες.
Στην παρούσα χρονική περίοδο, το ζητούμενο είναι να αλλάξουμε τη ρότα στην οποία κατρακυλά το πολίτευμά μας. Για να τα καταφέρουμε, απαιτείται μια συλλογική προσπάθεια επανεκκίνησης. Αποτελεί, λοιπόν, καθήκον μας να «ξαναγαπήσουμε» τη δημοκρατία και να ασχοληθούμε με τα τεκταινόμενά της, ώστε να μπορέσουμε να ανεβάσουμε το ποιοτικό της επίπεδο. Ο μόνος τρόπος πραγματοποίησης των παραπάνω είναι να έρθει η δημοκρατία –και οι θεσμοί που την απαρτίζουν– πραγματικά και ουσιαστικά δίπλα στους πολίτες και μακριά από τις εκάστοτε ελίτ. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η νομιμοποίηση των πολιτών θα επιστρέψει στους θεσμούς και θα μπορούμε να έχουμε μια ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον για τη Δημοκρατία μας.