Του Τάσου Γρηγοριάδη,
Ως γνωστόν, κατά τον 20ό αιώνα στη Βαλκανική Χερσόνησο, οι διπλωματικές σχέσεις των γειτνιαζόντων κρατών της περιοχής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν το λιγότερο «παγερές». Γεγονός καθίσταται ότι πολλές από αυτές τις βαθύτατες «πληγές» του προηγούμενου αιώνα παραμένουν ανοιχτές, ενώ, παράλληλα, η διακρατική συνεργασία σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι ταραχώδεις ιστορικά Ελληνοαλβανικές σχέσεις, που έχουν βελτιωθεί σε εξαιρετικό βαθμό, αν αναλογιστούμε τα πάθη του παρελθόντος, τα οποία έθεταν απροσπέλαστες «νάρκες» σε αυτόν τον θεμελιώδη και άκρως ωφέλιμο διμερή διάλογο. Ποικίλοι παράγοντες συνεισέφεραν στο να επέλθει αυτή η θεαματική αλλαγή πλεύσης, αλλά καθίσταται, από την άλλη, καταφανές ότι πρέπει να γίνουν πολλά επιπλέον βήματα, για να μετουσιωθεί αυτό το θετικό κλίμα σε κάτι πιο ουσιώδες, προς όφελος των δύο γειτονικών λαών.
Η κομμουνιστική Αλβανία αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις της με το Ελληνικό κράτος το έτος 1971. Ο δικαιολογημένος αρχικός δισταγμός (καθώς οι χώρες ανήκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα κατά τον Ψυχρό Πόλεμο), αντικαταστάθηκε εν καιρώ με μέτρα οικοδόμησης της εμπιστοσύνης και ακόμη πιο έμπρακτες πρακτικές. Ουσιαστικά τρεις κρίσιμοι παράγοντες επίσπευσαν αυτήν την εποικοδομητική διαδικασία. Πρώτη, χρονικά, εκτυλίχθηκε η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού κατά τη δεκαετία του 1990. Άμεση συνέπεια αυτού του «κοσμογονικού» γεγονότος ήταν η κατάρρευση του καθεστώτος του Ραμίζ Αλία και η εισαγωγή του πολυκομματισμού και του κοινοβουλευτισμού στην Αλβανία. Αυτή θα ήταν η αφετηρία της πρώτης επαφής της Αλβανικής κοινωνίας με το δημοκρατικό πολίτευμα (έστω και με τα τεράστια προβλήματά του). Επιτέλους, η Αλβανία ήταν ελεύθερη να διαπραγματευτεί πιο ανοιχτά, χωρίς ιδεολογικές «παρωπίδες», όπως και τεράστιες ενδογενείς και εσωκομματικές πιέσεις, τα προβλήματα με τους γείτονές της.
Εν συνεχεία, «σημείο κλειδί» που έστρεψε τη χώρα στη Δύση αποτελεί η επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο το 1999 υπέρ των Αλβανικών πληθυσμών. Αυτή η παράμετρος κατέστη καθοριστική στη διαμόρφωση της Αλβανικής κοινής γνώμης, όσον αφορά την κατεύθυνση της χώρας. Πάνω σε αυτήν τη βάση στηρίχθηκε ο τρίτος παράγοντας, που περιλαμβάνει την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ το 2009 και την εν εξελίξει ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας. Η φιλοδυτική –σε γενικές γραμμές– στάση των Αλβανικών πολιτικών κομμάτων, ενίσχυσε σημαντικά, επίσης, την προσφυγή της χώρας στη διαπραγματευτική οδό. Πλέον, έχουν διανοιχθεί διάπλατα οι δίαυλοι επικοινωνίας με τα άλλα κράτη (όπως η Ελλάδα), με τα οποία η Αλβανία μοιράζεται ενεργά τρέχοντα ζητήματα.
Η εξομάλυνση των Ελληνοαλβανικών σχέσεων αποτελεί υψίστης σημασίας εγχείρημα και για τις δύο χώρες, με τις διαπραγματευτικές προσπάθειες επίλυσης διμερών ζητημάτων να είναι συνεχείς. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελούν οι εξελίξεις στο πεδίο της οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), όπου ολοκληρώθηκε (εντός του Μαΐου) η διαδικασία υπογραφής συνυποσχετικού για την παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτή η από κοινού απόφαση αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για το πώς θα έπρεπε να δρομολογούνται άλλα ανάλογα προβλήματα, όταν δεν μπορεί να επέλθει διμερής συμφωνία.
Από την Ελληνική πλευρά, οι διάφορες κυβερνήσεις δείχνουν να συμφωνούν στο γεγονός ότι η περαιτέρω εξυγίανση των Ελληνοαλβανικών σχέσεων μόνο θετικά θα επιδράσει για τις κοινωνίες των γειτονικών κρατών. Συγχρόνως, ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, έχει αναφερθεί ακριβώς στη θετική τροπή που έχουν λάβει οι Ελληνοαλβανικές σχέσεις, τονίζοντας πάντως ότι θα μπορούσαν μελλοντικά να περάσουν σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο, στηρίζοντας μια πολιτική «μηδενικών» προβλημάτων με τα γειτονικά κράτη. Στην πράξη, όμως, έχουν υπάρξει διάφορα σκαμπανεβάσματα στις διμερείς σχέσεις, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ρόδινες. Χαρακτηριστικά είναι τα «πισωγυρίσματα» λόγω πολιτικής αστάθειας, ρητορικής στραμμένης προς εσωτερική κατανάλωση και εξωτερικών παραγόντων, που κυρίως επηρεάζουν την Αλβανική πολιτική σκηνή και σε μικρότερο βαθμό την αντίστοιχη Ελληνική.
Τελευταίο περιστατικό αποτέλεσε η αναφορά από την Αλβανίδα Υπουργό Εξωτερικών, Olta Xhaçka, στις λεγόμενες περιουσίες των «Τσάμηδων» στη Θεσπρωτία, ενώπιον του Έλληνα ΥΠΕΞ, Νίκου Δένδια. Αυτό το ζήτημα εκ των πιο δυσεπίλυτων ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς και η ίδια η κυβέρνηση Ράμα δέχεται ασφυχτικές πιέσεις από το εθνικιστικό κόμμα των Τσάμηδων. Το «Κόμμα για τη Δικαιοσύνη, την ενσωμάτωση και την Ενότητα» (PDIU) κάνει συνεχώς αναφορές και ανάλογες εκδηλώσεις για την υποτιθέμενη «γενοκτονία» των προγόνων του από τις Ελληνικές αρχές κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σημασία έχει οι χώρες να κατανοήσουν επιτέλους τις τεράστιες δυνατότητες, που θα επέφερε το οριστικό τέλμα σε τέτοιες τοξικές ρητορικές στραμμένες προς τον «εξ ανάγκης» γείτονα.
Αντικειμενικά, όμως, η σύμπραξη των Βαλκανικών κρατών κρίνεται κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη, όπως αναλόγως είναι και η προσέγγιση της Αλβανίας όλο και πιο κοντά στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Μια μελλοντική εισχώρηση του Βαλκανικού κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται πως θα επιφέρει διάνθιση των οικονομικών συναλλαγών, του εμπορίου, των μεταφορών, του τουρισμού και της κοινοπραξίας σε μεγάλο εύρος τομέων ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία. Επιπρόσθετα, η Νοτιοανατολική Ευρώπη θα ενισχυθεί στους τομείς της ασφάλειας και της σταθερότητας, μια συνθήκη ανεκτίμητης αξίας, ειδικά στα αιματοβαμμένα Βαλκάνια, που προσπαθούν να ανακάμψουν και να επιστρέψουν εκεί που τους ανήκει, στην Ενωμένη Ευρώπη.
Σε πιο τοπικό επίπεδο, η πιο άμεση επαφή (λόγω διευκολυμένων μεταφορών και τελωνιακών διεργασιών) Ελλήνων και Αλβανών θα μπορούσε να μειώσει δραστικά την καχυποψία και τα αρνητικά στερεότυπα που αναπαράγουν πολλοί εντός της Ελληνικής, αλλά και της Αλβανικής κοινωνίας. Η στενή αλληλεπίδραση των κρατών δύνανται να δημιουργήσει υλική ανάπτυξη και για τις δύο πλευρές, όπως και να καλλιεργήσει το αναγκαίο κλίμα «καλής γειτονίας» που επιζητείται από τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών στον 21ο αιώνα.
Επομένως, αποτελεί επιτακτική ανάγκη να συσφιχθούν ακόμη περισσότερο οι Ελληνοαλβανικές σχέσεις, ώστε να κλειστούν οριστικά στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» παρωχημένες –και ανούσιες πλέον– έριδες του παρελθόντος. Γι’ αυτό, λοιπόν, τα Ελληνικά και Αλβανικά πολιτικά κόμματα πρέπει να κάνουν πιο αποφασιστικά και έμπρακτα βήματα προς την επιθυμητή κατεύθυνση, ώστε να γεφυρωθούν οριστικά τα διμερή «χάσματα». Ο εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός επιβάλλεται να «δώσουν οριστικά σκυτάλη» στην αλληλοκατανόηση, καλή πίστη και τη σύμπλευση. Τότε και μόνο τότε θα υπάρξει πρόσφορο έδαφος για να γεννηθεί η φιλοδοξία πως αυτοί οι δύο λαοί θα μπορέσουν, τελικά, να συνυπάρξουν πλήρως αρμονικά και να βαδίσουν αδερφωμένοι διηνεκώς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οι σχέσεις Ελλάδας – Αλβανίας, Η Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
- Το «Τσάμικο» αγκάθι στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και στη πορεία της Αλβανίας προς την Ε.Ε., Ηuffingtonpost.gr, διαθέσιμο εδώ
- Με συνυποσχετικό Ελλάδα και Αλβανία στη Χάγη για ΑΟΖ, Εφημερίδα των Συντακτών, διαθέσιμο εδώ
- Ε. Ράμα: Σε καλό επίπεδο οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ