Της Ζαφειρίας Πολυχρονιάδου,
Η Μαντάμ Μποβαρύ αποτελεί ένα από τα πολυδιαβασμένα κλασικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Επικεντρώνεται στον έγγαμο βίο της Έμμα Μποβαρύ και στις διεξόδους που αναζητά, ώστε να απελευθερωθεί από τα «δεσμά» της ανιαρής ρουτίνας της. Είναι μία ηρωίδα που παρασύρεται στα άνομα και πολυτελή πάθη της και την παρατηρούμε, καθώς την οδηγούν σε ένα τρομακτικό αδιέξοδο και τέλος στην αυτοκαταστροφή της. Το μυθιστόρημα έγινε γνωστό στο ελληνικό κοινό, την περίοδο 1923-1924, χάρη στη μετάφραση του λογοτέχνη Κωνσταντίνου Θεοτόκη, αρχικά σε συνέχειες και έπειτα ως βιβλίο. Η Μαντάμ Μποβαρύ είναι ένα μυθιστόρημα που έχει μετατραπεί πολλάκις σε διασκευές και για αυτό οι θεατρικές παραστάσεις και οι κινηματογραφικές μεταφορές βρίθουν.
Το μυθιστόρημα αποτελείται από τρία μέρη στα οποία εξελίσσεται η πλοκή και η ιστορία του. Το πρώτο μέρος αφορά τον Κάρολο Μποβαρύ, ο οποίος, όντας επαρχιώτης και εξαιρετικά ντροπαλός, δέχεται τον εμπαιγμό των συμμαθητών του στο σχολείο. Η μητέρα του κατορθώνει να τον πείσει να σπουδάσει Ιατρική και να φέρει εις πέρας τις σπουδές του. Με την ολοκλήρωση τους, ο Κάρολος εγκαθίσταται στην επαρχιακή πόλη, Τοστ, στην περιοχή της Νορμανδίας, για να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού, αλλά και εξαιτίας του γάμου του με την άσχημη και απίστευτα ζηλιάρα, Ελόϊζ Ντιμπίκ, που κανονίστηκε από την μητέρα του. Μια μέρα, ο Κάρολος επισκέπτεται έναν κτηματία και εκεί αντικρύζει και την κόρη του, Έμμα, η ομορφιά της οποίας τον καταπλήσσει. Επιδιώκει συχνές επισκέψεις στο σπίτι τους, οι οποίες διακόπτονται, όταν η Ελόϊζ αντιλαμβάνεται πως ο Κάρολος γοητεύτηκε από τη νεαρή και καλλονή, Έμμα. Γρήγορα, όμως, ακολουθεί ο αιφνίδιος θάνατος της Ελόϊζ και ο Κάρολος καταφέρνει να ζητήσει το χέρι της Έμμας και να τη νυμφευθεί.
Ευθύς αμέσως, τα «φώτα» του μυθιστορήματος στρέφονται προς την Έμμα Μποβαρύ, η οποία αποτελεί το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ιστορίας. Η Έμμα, ούσα λάτρης της λογοτεχνίας, ευελπιστούσε μια ζωή γεμάτη έρωτα, πάθος, περιπέτεια, χλιδή και συναίσθημα. Αντ’ αυτού, «εγκλωβίζεται» σε έναν γάμο πληκτικό με έναν σύζυγο, που δεν συμμερίζεται την οπτική της Έμμα, ούτε διαπνέεται από ιδιαίτερες επαγγελματικές φιλοδοξίες. Όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής, για την Έμμα «την μια μονότονην ημέραν άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί».
Στο δεύτερο μέρος, ο Κάρολος, αντιλαμβανόμενος τη δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση της Έμμα, αποφασίζει να μετακομίσουν σε ένα μεγαλύτερο χωριό, το Γιονβίλ, όπου η Έμμα θα φέρει στη ζωή την κόρη τους, Μπέρτα. Εκεί, η Έμμα συναντά τον νεαρό Λεόν Ντιπουί, ο οποίος συμμερίζεται το αστείρευτο πάθος της για τη λογοτεχνία, τη μουσική και τις τέχνες. Ο χρόνος που περνούν μαζί ανασύρει στην επιφάνεια το συναίσθημα του έρωτα, όμως, ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής δεν της επιτρέπει να εξωτερικεύσει τα συναισθήματα της στον Λεόν. Έτσι, ο Λεόν αποφασίζει να μετακομίσει στο Παρίσι, πιστεύοντας πως η Έμμα δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά του. Η φυγή του Λεόν σημαίνει ξανά την απελπισία μιας μονότονης ζωής για την Έμμα και αυτό το συναίσθημα δεν θεραπεύεται ούτε από τη μητρότητα, ενώ σταδιακά η κατάσταση της υγείας της ακολουθεί παρόμοια τροπή με την ψυχολογία της.
Καθώς περνά ο καιρός, η κατάσταση δεν δείχνει να βελτιώνεται, μέχρι την στιγμή που στη ζωή της εισβάλει ένας άλλος άντρας, ο Ροδόλφος Μπουλανζέ. Ο πλούσιος κτηματίας, που γοητεύεται από την ομορφιά της Έμμα, επιθυμεί να την κάνει δική του χωρίς, όμως, αιώνιες δεσμεύσεις. Η Έμμα, εν τέλει, ενδίδει, πιστεύοντας πως ο Ροδόλφος την αγαπά και επηρεασμένη από τα ειδυλλιακά μυθιστορήματά της, συνάπτει σχέση μαζί του και τον συναντά τακτικά στο αρχοντικό του. Σταδιακά, όμως, το πάθος στη σχέση τους μοιάζει να φθίνει και ο Ροδόλφος παύει να είναι τόσο διαχυτικός, όσο ήταν στην αρχή. Το δεύτερο μέρος ολοκληρώνεται με τον Ροδόλφο να την εγκαταλείπει, ύστερα από τέσσερα χρόνια σχέσης, αποχαιρετώντας τη με ένα γράμμα και με την εισαγωγή του Λεόν ξανά στην αφήγηση, τον οποίο και συναντά μαζί με τον Κάρολο σε μια όπερα.
Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ο έρωτας ανάμεσα στην Έμμα και τον Λεόν αναζωπυρώνεται και πραγματώνεται, όταν η Έμμα τον επισκέπτεται για τα υποτιθέμενα μαθήματα πιάνου της. Και σε αυτή τη σχέση, όμως, η Έμμα, άκρως ανασφαλής, «πνίγει» τον Λεόν με τις συναισθηματικές της εξομολογήσεις. Παράλληλα, η Έμμα γνωρίζει έναν έμπορο, τον κύριο Λερέ, ο οποίος την οδηγεί σε υπερβολικές σπατάλες και μάλιστα την εξαπατά, οχταπλασιάζοντας σχεδόν το χρέος της μέσα σε λίγα χρόνια. Απελπισμένη και απεγνωσμένη, η Έμμα αναζητά οικονομική βοήθεια από τους πελάτες του Κάρολου, αλλά και από τους δύο εραστές της, οι οποίοι αρνούνται και έτσι αγοράζει αρσενικό, το οποίο καταναλώνει και πεθαίνει, παρά τις προσπάθειες του συζύγου της να την σώσει. Στο τέλος, ο Κάρολος, αποκαρδιωμένος, διατηρεί το δωμάτιο της Έμμας ως έχει, αλλά η εύρεση των ερωτικών της γραμμάτων τον ωθεί στο θάνατο, αφήνοντας ορφανή την κόρη τους.
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Μαντάμ Μποβαρύ, δεν είναι άλλος από τον Γάλλο συγγραφέα Γκουστάβ Φλωμπέρ, ο οποίος εγκαινίασε μια νέα εποχή για το γαλλικό μυθιστόρημα, ως ένας από τους εισηγητές του ρεαλισμού στη Γαλλία. Μεγαλωμένος στην πόλη Ρουέν της Γαλλίας, ήταν δευτερότοκος γιός ενός τοπικού χειρουργού. Εξ απαλών ονύχων ασχολήθηκε με την λογοτεχνική συγγραφή, με την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος, της Μαντάμ Μποβαρύ, να πραγματοποιείται το 1856 σε συνέχειες, μέσα σε τρείς μήνες. Το μυθιστόρημά του υπήρξε τόσο σκανδαλώδες και συνταρακτικό για τη συντηρητική κοινωνία της Γαλλίας του 19ου αιώνα, που οδήγησε τον Φλωμπέρ σε δικαστικές διαμάχες με την κατηγορία της προσβολής των ηθών της γαλλικής κοινωνίας, τις οποίες και κέρδισε.
Ο ρεαλισμός συναντάται και αποπνέεται μέσα στο μυθιστόρημα του Φλωμπέρ άφθονα. Οι λεπτομερείς περιγραφές των τοπίων της αγροτικής Γαλλίας, του ενδυματολογικού κανόνα της αστικής και αγροτικής τάξης, αλλά και οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και συμπεριφορές των ηρώων, φέρουν ξεκάθαρα το αποτύπωμα του ρεαλισμού. Δεν ωραιοποιεί ούτε ακόμη τους παράνομους έρωτες της Έμμας, αλλά ούτε και τον θάνατο της, ο οποίος υπήρξε φρικτός και ανηλεής. Μάλιστα, το μυθιστόρημα θα μπορούσαμε να πούμε πως αγγίζει τα όρια της βιογραφίας, καθώς αναλύεται κάθε πτυχή, συναίσθημα και ενδόμυχη σκέψη της Έμμα. Ο χαρακτήρας της παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με αυτόν της Άννα Καρένινα, με τη διαφορά ότι η Καρένινα ήταν παντρεμένη με έναν άντρα απαθή και κατά πολύ μεγαλύτερο της και δεχόταν τις απειλές του ότι θα την απομακρύνει από τον γιό της, ενώ από την άλλη, ο Κάρολος εμφανίζεται να ενδιαφέρεται ειλικρινώς για την Έμμα και να την αγαπά, αλλά δεν εκπληρώνει τις προϋποθέσεις ενός μυθιστορηματικού εραστή. Η Άννα ήταν ένα χαρακτήρας συμπαθής στο κοινό, ενώ για την Έμμα η συμπόνοια έρχεται στο τέλος με τον μαρτυρικό της θάνατο, ως η εξιλέωση της για την προδοσία της απέναντι στον άντρα της και στην κόρη της.
Βέβαια, από το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ και τον χαρακτήρα της Έμμα Μποβαρύ προέκυψε η δημιουργία ενός όρου «μποβαρισμός» (bovarysme), που δηλώνει την τάση ορισμένων ατόμων, που δυσανασχετούν με τη ζωή τους, να πλάθουν μια πλασματική εικόνα για αυτή, η οποία θα ανταποκρίνεται στους ενδόμυχους πόθους τους. Εν ολίγοις, πρόκειται για τάσεις φυγής από την πραγματικότητα, τις οποίες εντοπίζουμε στον χαρακτήρα της Έμμα, η οποία δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στα φανταστικά μυθιστορήματα, που είχε ως πυξίδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “Madame Bovary”, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- «Μαντάμ Μποβαρύ»: Το αριστούργημα του Γκυστάβ Φλομπέρ που σκανδάλισε τη Γαλλία του 19ου αιώνα, bovary.com, διαθέσιμο εδώ
- «Τέχνη είναι η αλήθεια». Γκουστάβ Φλομπέρ: Ο συγγραφέας της απελευθερωμένης «Μαντάμ Μποβαρύ» έζησε μία αντισυμβατική ζωή με θαυμασμό «στα πορνεία γι’ αυτό που είναι, πέρα από τις σαρκικές απολαύσεις», mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ
- «Μποβαρισμός», ebooks.edu.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η Γαλλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, tetradiogallikon.weebly.com, διαθέσιμο εδώ
- Ο Φλομπέρ για το οξυδερκές, απρόσωπο γράψιμο, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Βογιατζάκη, Ε.,(2016), Τα αισθητικά ρεύματα στην ευρωπαϊκή και τη νεοελληνική λογοτεχνία του 19ου και 20ου αιώνα, Αθήνα, Gutenberg.