Του Ιωάννη Περγαντή,
Μια από τις πιο γνωστές έριδες του αρχαίου κόσμου είναι αυτή μεταξύ της Ρώμης και της Καρχηδόνας. Οι δύο αυτές υπερδυνάμεις, τοποθετημένες η μια σχετικά κοντά στην άλλη, επιδίωκαν τον έλεγχο της Μεσογείου και την εδαφική επέκταση, μαζί και με την καθυπόταξη του άλλου με κάθε κόστος. Στο επίκεντρο αυτών των συνεχών συγκρούσεων βρέθηκε το αδιαμφισβήτητης στρατηγικής σημασίας νησί της Σικελίας.
Η Σικελία υπήρξε ανέκαθεν στο επίκεντρο των εξελίξεων. Τοποθετημένη σχεδόν στο μέσο της Μεσογείου, η στρατηγική θέση που είχε αλλά και οι εύφορες πεδιάδες που διέθετε, την καθιστούσε «μήλον της έριδος» για τους λαούς των γύρω περιοχών, με πρώτους τους Έλληνες, οι οποίοι κατά το β` τέταρτο του 8ου αιώνα ίδρυσαν στη Σικελία και την περιοχή της Καλάβριας (Νότια Ιταλία) τις πρώτες αποικίες. Μία από αυτές τις αποικίες, η οποία θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε αρκετές διαμάχες και συγκυρίες του παρελθόντος, είναι αυτή των Συρακουσών.
Ιδρυθείσες το 734 π.Χ. από Κορίνθιους αποίκους και τοποθετημένες στο ανατολικό άκρο του νησιού, οι Συρακούσες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε αρκετά επεισόδια του αρχαίου κόσμου. Η σημαντική γεωγραφική θέση που διέθετε, την υποχρέωνε αρκετές φορές να εμπλέκεται σε υποθέσεις, οι οποίες δεν την αφορούσαν άμεσα. Το ίδιο ισχύει και για την κόντρα Ρώμης-Καρχηδόνας.
Στο πλαίσιο του Α΄ Καρχηδονιακού Πολέμου μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας (264-241 π.Χ.), οι Συρακούσες, με τον τύραννο Ιερό Β΄, τάχθηκαν με το μέρος της Ρώμης προσδοκώντας εδαφική επέκταση σε περίπτωση Ρωμαϊκής νίκης, καθώς μέχρι τότε το μεγαλύτερο μέρος του νησιού ήταν υπό Καρχηδονιακό έλεγχο. Όταν, τελικά, αυτή ήρθε, όχι μόνο η Ρώμη δεν παραχώρησε γη στις Συρακούσες, αλλά έθεσε το μέχρι τότε ανεξάρτητο κρατίδιο σε ένα καθεστώς υποτέλειας, μετατρέποντάς το σε ένα είδος προτεκτοράτου, ενώ αυτή επωφελήθηκε από τις εκτάσεις του υπολοίπου νησιού. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε αντιδράσεις στις Συρακούσες, εξαιτίας των οποίων συγκροτήθηκαν δύο παρατάξεις, η μια φιλικά προσκείμενη στη Ρώμη, ενώ η άλλη με φιλοκαρχηδονιακές απόψεις.
Το 215 π.Χ. φέρνει στον θρόνο των Συρακουσίων τον εγγονό του Ιερού Β΄, τον Ιερώνυμο. Όντας σε μια σχετικά μικρή ηλικία (15 χρονών), ήταν εύκολο για τους ανθρώπους γύρω του να τον επηρεάζουν και να τον καθοδηγούν. Έτσι, η φιλοκαρχιδονιακή μερίδα των ακολούθων του τον έπεισαν να στείλει μια αντιπροσωπεία στον Αννίβα, τον Καρχηδόνιο βασιλιά. Ο Αννίβας, βλέποντας την ευκαιρία να επέμβει στο νησί και να στρέψει τους Συρακούσιους με το μέρος του, έστειλε στην πόλη τους Ιπποκράτη και Επικύδη, δύο σημαντικούς στρατηγούς του με Καρχηδονιακή και Σικελική καταγωγή. Σκοπός αυτής της αποστολής ήταν η σύναψη συμμαχίας μεταξύ των δύο πλευρών, στοχευμένη ενάντια στη Ρώμη. Αυτή η συμμαχία, όμως, δεν θα συναφθεί, καθώς ο Ιερώνυμος δολοφονείται το επόμενο έτος από μια φιλορωμαϊκή συνωμοσία. Με την πόλη να βρίσκεται σε μια εσωτερική κρίση, οι Ιπποκράτης και Επικύδης, υποβοηθούμενοι από τους φιλοκαρχιδόνιους, κατάφεραν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του λαού, καθώς και την ανάληψη της διοίκησης της πόλης. Έτσι, οι Συρακούσες αλλάζουν επίσημα στρατόπεδο, με την κήρυξη πολέμου ενάντια στη Ρώμη και την κατάληψη της πόλης Λεοντίνι, βόρεια των Συρακουσών.
Οι Ρωμαίοι, φοβούμενοι την αρνητική τροπή που θα έπαιρνε για αυτούς ο Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος (218-201 π.Χ.) σε ενδεχόμενη πτώση της Σικελίας, προέβησαν σε άμεσες δράσεις. Ανακηρύξαν ως νέο διοικητή του νησιού στα τέλη του 214 π.Χ. τον Μάρκο Κλάβδιο Μαρκέλλο, ο οποίος με τη στήριξη δύο λεγεώνων κατευθύνθηκε νότια, με σκοπό την καθυπόταξη των Συρακουσίων και την αποτροπή οποιασδήποτε καρχηδονιακής στρατιωτικής επέμβασης. Εν τω μεταξύ, ο Ιπποκράτης με ένα στρατιωτικό σώμα έκανε περιοδεία στο νησί, με σκοπό την υποκίνηση εξεγέρσεων στις διάφορες πόλεις, ενώ ο Επικύδης ετοίμαζε τις Συρακούσες για την επικείμενη πολιορκία.
Αφού ανακατέλαβε το Λεοντίνι το 213 π.Χ. και εκτέλεσε όλους τους Ρωμαίους στρατιώτες που λιποτάκτησαν (περίπου στους 2.000), το φθινόπωρο του ίδιου έτους περικύκλωσε την πόλη με περίπου 18.000 στρατιώτες. Μαζί με τον Μαρκέλλο ήταν και ο Άππιος Κλάδιος, για να τον βοηθήσει σε αυτή την αποστολή. Έτσι, οργανώνουν μια επίθεση σε δύο διαφορετικά μέτωπα της πόλης, ο Άππιος θα αναλάμβανε την κατάληψη του βόρειου τείχους, ενώ ο Μαρκέλλος με 60 πλοία θα κατευθυνόταν κατά των θαλάσσιων τειχών. Παρά την αριθμητική και στρατιωτική υπεροχή των Ρωμαίων, ο Μαρκέλλος δεν έλαβε υπόψιν το πιο ισχυρό όπλο που διέθετε η πόλη, τον Αρχιμήδη.
Ο Αρχιμήδης, γεννηθείς το 287 π.Χ. στις Συρακούσες, ήταν ένα από τα λαμπρότερα μυαλά του αρχαίου κόσμου. Με ασυναγώνιστες ικανότητες και γνώσεις στα μαθηματικά, τη φυσική και την αστρονομία, αποτελούσε τον άσο στο μανίκι του Επικύδη εξαιτίας των εφευρέσεων που θα μπορούσε να προσφέρει. Έτσι, κατά τη διάρκεια της επίθεσής τους, οι Ρωμαίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με όπλα και αμυντικούς μηχανισμούς, τα οποία δεν είχαν αντικρίσει ξανά. Ατμοτηλεβόλα (κανόνια με ατμό που εκσφενδόνιζαν πέτρες), ο περίφημος τεράστιος καθρέφτης που έβαζε φωτιά στα ρωμαϊκά πλοία μέσω της αντανάκλασης του ηλίου, καθώς και η τεράστια σιδερένια δαγκάνα, η οποία ανασήκωνε τα πλοία σε μεγάλο ύψος και τα άφηνε να πέσουν πάλι στη θάλασσα, ήταν κάποιες από τις εφευρέσεις του Αρχιμήδη, που κατέστησαν την πόλη απόρθητο φρούριο (όλοι οι προαναφερθέντες μηχανισμοί αποτελούν αντικείμενο προς συζήτηση, όσον αφορά την πραγματική ύπαρξή τους).
Ο Μαρκέλλος, βλέποντας το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε, μαζί και με τη πτώση του ηθικού των στρατιωτών του, ζήτησε από τη Σύγκλητο την περαιτέρω στήριξή του με δύο λεγεώνες και αποφάσισε να θέσει την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας, αφήνοντας τον Άππιο υπεύθυνο, ενώ ο ίδιος με μέρος του στρατού θα κινούνταν κατά των πόλεων που εξεγέρθηκαν. Την ίδια περίπου περίοδο, βλέποντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Ρωμαίοι, οι Καρχηδόνιοι έστειλαν τον στρατηγό Χίμιλκο με 28.000 περίπου στρατιώτες, ώστε να στηρίξει τις Συρακούσες και να εξολοθρεύσει τον Μαρκέλλο, με απώτερο σκοπό την προσάρτηση της Σικελίας για ακόμη μια φορά. Αφού, αρχικά, κατέκτησαν την πόλη του Αγριγέντιου και έσπασαν το μπλόκο του ρωμαϊκού στόλου στο λιμάνι των Συρακουσών παρέχοντας στους ντόπιους προμήθειες, κατευθύνθηκαν κατά του Μαρκέλλου.
Οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε μια πολύ δεινή θέση, καθώς οι ενισχύσεις από τη Σύγκλητο καθυστερούσαν αρκετά και ο Αννίβας, ο οποίος έκανε επιδρομές στη νότια Ιταλία, αποτελούσε κίνδυνο λόγω μιας πιθανής επίθεσης που μπορεί να επιδίωκε κατά του Άππιου. Βλέποντας αυτές τις αδυναμίες, μετά από συνάντηση του Χίμιλκο και του Ιπποκράτη, πάρθηκε η απόφαση να επιτεθούν από κοινού στο ρωμαϊκό στρατόπεδο, βγάζοντας μία και καλή τον Μαρκέλλο από το παιχνίδι. Παρά, όμως, το κοινό τους σχέδιο, ο Χίμικλο έδειξε διστακτικότητα και κινήθηκε παρά μόνο όταν οι δύο ρωμαϊκές λεγεώνες, οι οποίες έρχονταν ως ενισχύσεις φάνηκαν στο ορίζοντα, θέλοντας να αποτρέψει τη συνάντησή τους με τον Μαρκέλλο. Παρ΄ όλα αυτά, ο Χίμιλκο δεν ανέκοψε ποτέ την πορεία τους, καθώς πήρε τον λάθος δρόμο και δεν τις συνάντησε στο πεδίο της μάχης, υποχρεώνοντάς τον να υποχωρήσει στο Αγριγέντιο λόγω αριθμητικής κατωτερότητας και να αφήσει τις Συρακούσες ανυπεράσπιστες, αναζωπυρώνοντας στο εσωτερικό της τις διαμάχες μεταξύ των δύο αντιπάλων παρατάξεων.
Η τελική πτώση της πόλης ήρθε την άνοιξη του 212 π.Χ. Τότε λάμβανε μέρος μια μεγάλη γιορτή αφιερωμένη στη θεά Άρτεμιν, με όλους να είναι πιο χαλαροί και εκτός επιφυλακής, ακόμη και ο ίδιος ο Επυκίδης, εξαιτίας των κακουχιών που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι από την πολιορκία. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, μερίδα των φιλορωμαίων ενημέρωσε τον Μαρκέλλο για ένα ανυπεράσπιστο μέρος του τείχους. Έτσι, εκμεταλλευόμενος την αδράνεια των αμυνομένων, έστειλε μια επίλεκτη ομάδα στρατιωτών να αναρριχηθούν στα τείχη, ανοίγοντας τον δρόμο και για τον υπόλοιπο στρατό. Μέχρι το επόμενο πρωί, όλα τα τείχη της πόλης είχαν πέσει σε Ρωμαϊκά χέρια.
Ο Επικύδης εγκατέλειψε την πόλη, αφήνοντάς την ουσιαστικά στην τύχη της. Ακολούθησε μια λεηλασία μεγάλης έκτασης, ενώ απαγορεύθηκαν ρητά οι εκτελέσεις αμάχων. Μια τελευταία προσπάθεια από τη μεριά του Χίμιλκο για την ανακατάληψη της πόλης απέτυχε, καθώς το στρατόπεδό του μαστιζόταν από μια αρρώστια, κοστίζοντας τη ζωή στον ίδιο και στον Ιπποκράτη. Μια από τις εντολές του Μαρκέλλου ήταν να του παραδώσουν σώο και αβλαβή τον Αρχιμήδη εξαιτίας του μεγάλου σεβασμού που έτρεφε για αυτόν, καθώς και γιατί θα ήταν πολύ χρήσιμος στην υπηρεσία της Ρώμης. Παρά την εντολή αυτή, ο Αρχιμήδης, τελικά, θανατώθηκε από έναν Ρωμαίο στρατιώτη, σύμφωνα με πολλές πηγές, ενώ έλυνε ένα μαθηματικό πρόβλημα.
Το αποτέλεσμα της κατάληψης αυτής ήταν σημαντικό. Το νησί της Σικελίας ήλθε μια και καλή υπό την κυριαρχία της Ρώμης, θωρακίζοντας, έτσι, τα νότια σύνορά της και θέτοντας τις βάσεις για την οριστική νίκη της ενάντια της Καρχηδόνας, καθώς και για την ίδρυση μιας αυτοκρατορίας, η οποία δεν έβλεπε όρια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bunson, M. (2002), Encyclopedia of the Roman Empire, Revised Edition
- Iakovidis N., Antiquity’s Most Bizarre Siege: The Siege of Syracuse. Διαθέσιμο εδώ
- Cook, S. A. (1930), The Cambridge Ancient History: Vol. VIII (v. 8) Rome and the Mediterranean 218-133 B.C., Cambridge University Press