Της Ιωάννας Χριστακοπούλου,
Οι αγορές των κρυπτονομισμάτων συνιστούν ένα πρωτόγνωρο για τα έως τώρα δεδομένα φαινόμενο. Ως εκ τούτου, εύλογα αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, καθώς πολλές από τις λειτουργίες τους μέχρι πρότινος ήταν άγνωστες προς το ευρύ κοινό και, συνάμα, έθεσαν επί τάπητος νέα ζητήματα για τους ειδήμονες. Το παρόν άρθρο αποπειράται να διαλευκάνει σε έναν βαθμό ένα από τα βασικά ζητήματα που ταλανίζουν τη σύγχρονη οικονομία, ήτοι τον όγκο συναλλαγών και την παροχή ρευστότητας σε αγορές κρυπτονομισμάτων.
Καταρχάς, για να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα είναι εκτός δείγματος και χωρίς μεροληψία για το μέλλον, ενώ διασφαλίζεται η εξαίρεση των πολύ μη ρευστοποιήσιμων νομισμάτων, το εμπορεύσιμο δείγμα κρυπτονομισμάτων εξισορροπείται εκ νέου κάθε μήνα. Αυτό έγινε επιλέγοντας τα κορυφαία 100 πιο ρευστά ζεύγη κρυπτονομισμάτων, με βάση τη μέση τιμή της αναλογίας Amihud (2002) εντός του μήνα. Για οποιονδήποτε μήνα t + 1, το εμπορεύσιμο δείγμα περιλαμβάνει ημερήσια δεδομένα για τα κορυφαία 100 πιο ρευστά ζεύγη, με βάση την κατάταξη που πραγματοποιήθηκε τον μήνα t σημαίνει ότι, από μήνα σε μήνα, το δείγμα προσαρμόζεται δυναμικά, για να αποκλείονται τα ζεύγη κρυπτονομισμάτων που έχουν τη λιγότερη ρευστότητα.
Για να διευκολύνουμε τη χρήση σταθερών και χρονικά σταθερών αποτελεσμάτων στην ανάλυση παλινδρόμησης, επιλέγουμε, άνευ όρων, τα κορυφαία 100 πιο ρευστά ζεύγη κρυπτονομισμάτων, με βάση την αναλογία Amihud (2002). Η αναλογία υπολογίζεται χρησιμοποιώντας ένα κυλιόμενο παράθυρο με δεδομένα 30 ημερών. Η κατάταξη βασίζεται απλώς στον συνολικό μέσο όρο της αναλογίας, δηλαδή επιλέγουμε 100 ζεύγη κρυπτονομισμάτων με τη χαμηλότερη αναλογία άνευ όρων Amihud (2002).
Ειδικότερα, ο όγκος των συναλλαγών υπολογίζεται ως κατωτέρω: Συγκεκριμένα, επαναλαμβάνουμε την κύρια εμπειρική ανάλυση για τη στρατηγική αντιστροφής υπό όρους, θεωρώντας m = 60 ημέρες ως τελική περίοδο. Επιπλέον, αναφέρουμε τα αποτελέσματα από ένα σύνολο πρόσθετων προγνωστικών παλινδρομήσεων, στις οποίες διερευνούμε το προγνωστικό περιεχόμενο του VIX και την αντιληπτή αστάθεια για τη δυναμική των αποδόσεων στη στρατηγική αντιστροφής υπό όρους.
Τόσο το επίπεδο της πραγματοποιηθείσας αστάθειας όσο και η κεφαλαιοποίηση της αγοράς φαίνεται να συσχετίζονται με τη ρευστότητα στα επιμέρους χαρτοφυλάκια, δηλαδή το μέσο rvol (μέγεθος) είναι υψηλότερο (χαμηλότερο) για εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία με χαμηλότερη εμπορική δραστηριότητα.
Συνοψίζοντας, ακόμη και με την εξέταση μιας πιο μακροπρόθεσμης τελικής περιόδου, τα εμπειρικά αποτελέσματα υποστηρίζουν την ιδέα ότι οι αποδόσεις ρευστότητας τείνουν να είναι υψηλότερες για περιουσιακά στοιχεία «χαμηλής ποιότητας» – αυτά που είναι μικρότερα, λιγότερο ρευστά και πιο ευμετάβλητα, όπου ο κίνδυνος αποθεμάτων και η δυσμενής επιλογή τείνουν να συγκεντρώνονται σε λιγότερο ενεργές μετοχές, έτσι ώστε οι ειδικοί και οι διαπραγματευτές να έχουν λιγότερα κίνητρα ή να το θέτουν διαφορετικά, απαιτώντας υψηλότερο ασφάλιστρο, για να υποστηρίξουν τις συναλλαγές σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Daniele Bianchi, Mykola Babiak, Alexander Dickerson: Trading volume and liquidity provision in cryptocurrency markets, Journal of Banking & Finance, Volume 142, September 2022