Της Ευγενίας Σαχινιάν,
Στον δωδέκατο άθλο του Ηρακλή, είδαμε ότι μόλις ο Ηρακλής έφτασε στην πύλη του Άδη, συνάντησε τον Μελέαγρο, ο οποίος του ζήτησε μια τεράστια χάρη. Η αδελφή του, Δηιάνειρα, είχε μείνει μόνη της στον πάνω κόσμο, αφού ο Μελέαγρος ήταν νεκρός. Ο Ηρακλής του έδωσε τον λόγο του πως θα παντρευτεί την αδελφή του. Μετά την ολοκλήρωση του άθλου και την παράδοση του Κέρβερου στον Ευρυσθέα, ο Ηρακλής έπρεπε να τηρήσει τον λόγο του. Αναζήτησε, λοιπόν, τη Δηιάνειρα, θυγατέρα του Οινέα, και την παντρεύτηκε. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και μια κόρη, με πιο γνωστό τον γιο του, Ύλλο.
Η οικογένεια του Ηρακλή ταξίδεψε για να συναντήσουν τον Μελέαγρο, στην πορεία τους, όμως, ήρθαν αντιμέτωποι με τον ποταμό Αχελώο, που ήθελε και εκείνος τη Δηιάνειρα στο πλευρό του. Οι δύο προσωπικότητες πάλεψαν με τον Ηρακλή να συμπληρώνει άλλη μια νίκη στο δυναμικό του. Έπειτα, συνέχισαν τη διαδρομή τους βρισκόμενοι αντιμέτωποι με ακόμα μια απειλή. Στον ποταμό Εύηνο βρέθηκε με τον Κένταυρο Νέσσο, έναν κένταυρο που βοηθούσε τον κόσμο να περνάει το ποτάμι κουβαλώντας τους στους ώμους του, με αντάλλαγμα χρήματα.
Ο Ηρακλής, φυσικά, πέρασε μόνος του τον ποταμό. Η Δηιάνειρα, πάραυτα, ανέβηκε στους ώμους του Νέσσου και ξεκίνησε να διασχίζει το ποτάμι. Ο Νέσσος, μαγεμένος από την ομορφιά της, την ερωτεύτηκε και θέλησε να την κρατήσει κοντά του. Αυτό, όμως, δεν επρόκειτο να συμβεί, αφού ήταν δεσμευμένη με τον Ηρακλή και είχε φτιάξει την οικογένειά της. Επιχείρησε, ακόμη, και να την κακοποιήσει, μάταια, όμως, γιατί μόλις ο Ηρακλής αντιλήφθηκε το γεγονός, σήκωσε το βέλος του και του έριξε. Λίγο πριν πεθάνει ο Νέσσος, έδωσε στη Δηιάνειρα το αίμα του και της παρήγγειλε να αλείψει με αυτό τον χιτώνα του. Έτσι, ο Ηρακλής θα έμενε πάντα ερωτευμένος με τη γυναίκα του και δεν θα αγαπούσε καμία άλλη γυναίκα.
Όταν έτυχε ο Ηρακλής να φύγει μαζί με τον γιο του για ένα μακρινό ταξίδι, η γυναίκα του άλειψε τον χιτώνα του Ηρακλή με το αίμα του Νέσσου, πιστεύοντας πως έτσι καμία δε θα της κλέψει τον άντρα. Καθώς προχωρούσαν ο Ηρακλής με τον Ύλλο, ξαφνικά ένιωσε κρύο στην ατμόσφαιρα και φόρεσε τον χιτώνα του. Από τη στιγμή, όμως, που το έκανε, πληγές γέμισαν όλο του το σώμα και τον έκαιγαν σαν φωτιά. Όσο και αν προσπαθούσε να βγάλει από πάνω του τον μανδύα, δεν ξεκολλούσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, να μαζέψει ξύλα και να ανάψει φωτιά, για να καεί. Κανένας δεν τον βοηθούσε. Μόνο ο φίλος του, Φιλοκτήτης, του άναψε τη φωτιά και τότε ένα τεράστιο σύννεφο με αστραπές εμφανίστηκε και πήρε τον Ηρακλή στον ουρανό. Ήταν η ώρα να γίνει αθάνατος. Συμφιλιώθηκε με την Ήρα, συνάντησε την Αθηνά και έζησε μια ζωή με τιμές, θυσίες και τελετές προς τιμήν του, μακριά από τους θνητούς ανθρώπους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Προβατάκης, Θ. (2002), Η μυθολογία των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ρέκος
- sites.google.com, Εισαγωγή στην ελληνική μυθολογία – Λήμμα «Ηρακλής». Διαθέσιμο εδώ