Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών έχει να μας δείξει πολλά και σπουδαία γεγονότα, όπως η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της, οι αγώνες για τα συντάγματα και άλλα. Από την άλλη, έχουμε και διάφορα πολεμικά γεγονότα με την εμπλοκή των Η.Π.Α. σε πολλές περιπτώσεις να είναι αμφιλεγόμενη. Ένα συμβάν, όμως, της δεκαετίας του 1970 θα έρθει να προστεθεί στις μεγάλες ιστορικές εξελίξεις της χώρας και αυτό δεν ήταν άλλο από το σκάνδαλο Watergate, με την ανάμειξη ακόμα και του ίδιου του Προέδρου, Richard Nixon.
Ας πάρουμε τα πράγματα, όμως, από την αρχή. Ο Nixon εξελέγη για πρώτη φορά Πρόεδρος το 1969 –όντας ο 37ος– με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων και μπόρεσε να επανεκλεγεί και στις επόμενες προεδρικές εκλογές, αλλά αυτή η δεύτερη θητεία του θα είχε σύντομο βίο και άδοξο φινάλε. Η αρχή του τέλους του ήρθε τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουνίου 1972, όταν συνελήφθησαν έξω από τα γραφεία του Δημοκρατικού κόμματος στην Ουάσιγκτον (το κτίριο λεγόταν Watergate, γι’ αυτό και το σκάνδαλο έλαβε αυτήν την ονομασία) πέντε επίδοξοι διαρρήκτες. Τα άτομα αυτά ήταν οι Virgilio Gonzalez, Bernard Barker, James McCord, Eugenio Martínez και Frank Sturgis και σκοπό είχαν να υποκλέψουν έγγραφα και συνομιλίες από το αντίπαλο κόμμα. Τα μέλη αυτά, καθώς όσοι λάμβαναν μέρος σε παρόμοιες δράσεις, είχαν το προσωνύμιο «υδραυλικοί», κάτι που προέκυψε ύστερα από μια ερώτηση προς τον David Young (ειδικός βοηθός Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας) για το τι δουλειά κάνει και, έτσι, απάντησε πως «βοηθάω τον Πρόεδρο να σταματήσει κάποιες διαρροές».
Ωστόσο, αυτοί ήταν μόνο το εκτελεστικό όργανο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, καθώς οι ιθύνοντες νόες βρίσκονταν εντός του Λευκού Οίκου. Οι κινήσεις αυτές φαίνεται πως είχαν σχεδιαστεί από τις αρχές του έτους, όταν τον Ιανουάριο ο John Ehrlichman (βοηθός της Επιτροπής Επανεκλογής του Προέδρου) διατύπωσε την άποψη για τη δημιουργία ενός σχεδίου, για να σταματήσουν οι εσωτερικές διαρροές και να υποδαυλισθεί η θέση των εξωτερικών αντιπάλων.
Έπειτα, ο G. Gordon Liddy (πρώην πράκτορας του FBI και, επίσης, στέλεχος της Επιτροπής Επανεκλογής) ανέλαβε να εκκινήσει τις διεργασίες, καθώς παρουσιάστηκε στον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης και επικεφαλής της Επιτροπής Επανεκλογής, John Mitchell, με ένα αρκετά μελετημένο σχέδιο. Σε αυτό περιλαμβανόταν η διάρρηξη των γραφείων των Δημοκρατικών που θα ήταν υποψήφιοι για το χρίσμα του κόμματος, έτσι ώστε να γνωρίζουν τις κινήσεις τους και ενδεχομένως να μπορέσουν να συλλέξουν ενοχοποιητικό υλικό. Το σχέδιο είχε και πιο εντυπωσιακά στοιχεία, αφού προβλεπόταν η επάνδρωση αεροπλάνου, για να μπορούν να υποκλέπτουν τις συνομιλίες των αντιπάλων τους, ενώ θα είχαν φτάσει μέχρι το σημείο να πληρώσουν ιερόδουλες για να προσεγγίσουν άτομα υψηλού ενδιαφέροντος και να αποσπάσουν πληροφορίες.
Ο λόγος που οργανώθηκε όλη αυτή η επιχείρηση δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρος, καθώς εκείνο το διάστημα ο Nixon και οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν μια σεβαστή ποσοστιαία διαφορά, σε αντίθεση με την προηγούμενη εκλογική περίοδο, κάτι που φαίνεται και από τη μικρή διαφορά από τις ψήφους που απέσπασε ο Πρόεδρος (500.000). Το πιο πιθανό είναι να αισθάνονταν μια ανασφάλεια για το μέλλον της εκστρατείας τους και να ήθελαν να διασφαλίσουν τη θέση τους.
Ας επιστρέψουμε, όμως, τώρα στα γεγονότα της διάρρηξης, που ήταν και ο λόγος για να ξετυλιχθεί το κουβάρι της ιστορίας μας. Στο άκουσμα της είδησης της σύλληψης των πέντε εκτελεστικών οργάνων ο πρόεδρος Nixon αρνούνταν οποιαδήποτε συμμετοχή ή γνώση πάνω στο θέμα αυτό. Ωστόσο, όπως έγινε αργότερα γνωστό, είχε ειδοποιηθεί για το συμβάν της διάρρηξης ήδη από τις 20 Ιουνίου, από τον Harry (ή αλλιώς Bob) Haldeman. Για να δείξει πως δεν φοβόταν τη διεξαγωγή μιας έρευνας σε βάθος, ορίζει έναν ανεξάρτητο εισαγγελέα, τον οποίο, όμως, αντικαθιστά σε σύντομο διάστημα. Έτσι, η θέση καλύφθηκε από έναν νέο εισαγγελέα που πίστευε πως θα μπορούσε να τον χειραγωγήσει και να οδηγήσει την έρευνα εκεί που επιθυμούσε.
Ίσως να τα είχε καταφέρει, αλλά την ίδια περίοδο ο δημοσιογραφικός κόσμος ήταν πολύ ενεργός και έτοιμος να κάνει αποκαλύψεις με όποιο κόστος και για όποιο πρόσωπο. Βλέπουμε, λοιπόν, τις εφημερίδες Washington Post, Time, New York Times και άλλες να έχουν εκτενή ρεπορτάζ για το σκάνδαλο αυτό και να διεξάγουν τις δικές τους έρευνες για την ανακάλυψη της αλήθειας.
Ένα ακόμα περιστατικό που στο μέλλον θα επιβάρυνε τη θέση του Nixon ήταν ένα σύστημα ηχογράφησης που είχε τοποθετηθεί στον Λευκό Οίκο, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1971, από τον ίδιο τον Πρόεδρο, αφού πίστευε πως πρέπει να καταγράφεται κάθε κίνηση ως σημαντικό μελλοντικό ιστορικό τεκμήριο. Οι εξελίξεις των επόμενων μηνών ανάγκασαν τη Γερουσία να συστήσει εξεταστική επιτροπή για το Watergate, με αποτέλεσμα να ζητήσει τις περιβόητες κασέτες του Λευκού Οίκου, για να διαλευκανθεί η υπόθεση και η όποια ανάμειξη της προεδρίας. Αυτό δεν ήταν εφικτό και έτσι αναγκάστηκε να δημοσιοποιήσει ένα μέρος τους (συνολικά είχαν καταγραφεί 3.432 ώρες συνομιλίας, που έφταναν μέχρι τον Ιούλιο του 1973), από το οποίο, όμως, επιλέχθηκε ένα λογοκριμένο υλικό, ενώ «τυχαία» είχε σβηστεί η 18 λεπτών συνομιλία του Nixon με τον Haldeman, κατά την οποία ο τελευταίος ενημέρωνε τον Πρόεδρο για την έκρηξη του σκανδάλου.
Ύστερα από όλες αυτές τις κωλυσιεργίες και τα εμπόδια που δημιουργούνταν, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε, στις 24 Ιουλίου 1974, πως «ο πρόεδρος δεν είχε θεσμικό δικαίωμα να παρακρατεί στοιχεία». Μέσα στις κασέτες αυτές υπήρχαν συνομιλίες που αποκάλυπταν πως ο Nixon, εκτός του ότι είχε ενημερωθεί για τη διάρρηξη, είχε προχωρήσει και σε ενέργειες για τη συγκάλυψη του σκανδάλου. Με αυτά τα νέα δεδομένα, η Βουλή αναγκάστηκε να κινήσει τις διαδικασίες για την καθαίρεση του Προέδρου μέσω των εργασιών της Γερουσίας. Όλο αυτό το σκηνικό ανάγκασε τον Nixon να δηλώσει παραίτηση στις 9 Αυγούστου 1974 και έγινε, έτσι, ο πρώτος Πρόεδρος των Η.Π.Α. που οδηγείται σε παραίτηση, γράφοντας τη δική του ιστορία.
Μέχρι σήμερα, 50 χρόνια μετά, παραμένει άγνωστο το ποιος έδωσε τη συγκεκριμένη εντολή για είσοδο των πέντε διαρρηκτών στα γραφεία των Δημοκρατικών στην Ουάσιγκτον, παρόλο που υπήρχαν τα σχέδια. Ο 37ος Πρόεδρος μπορεί να μην είχε οργανώσει όλο αυτό το σχέδιο, αλλά σίγουρα ήταν ένας από αυτούς που προσπάθησε να συγκαλύψει το όλο σκάνδαλο και να παραπλανήσει τις έρευνες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μάρκος Καρασαρίνης, «Γουότεργκεϊτ. Η διαφθορά της εξουσίας» από το ΒΗΜΑgazino, τεύχος 252
- Από την ιστοσελίδα Britannica, στο “Watergate scandal” του Rick Perlstein, Διαθέσιμο εδώ