Του Πέτρου Κολυάρδου,
Τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), καθώς και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), πρόσφατα απηύθυναν έκκληση για ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας αναφορικά με μία νόσο, η οποία έχει απασχολήσει πολλές φορές τη διεθνή ιατρική κοινότητα. Αναφερόμαστε στη μηνιγγίτιδα, μία νόσο πολυμορφική η οποία σε ορισμένες μορφές της μπορεί να αποβεί θανατηφόρος για τον πάσχοντα. Από το 1980, πολλές χώρες έχουν συμπεριλάβει την ανοσοποίηση κατά της μηνιγγίτιδας τόσο στο πρόγραμμα παιδικού εμβολιασμού όσο και στο πρόγραμμα εμβολιασμού του μέσου ενήλικα, ωστόσο η πρωτοεμφανιζόμενη έννοια της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» και η υγειονομική εφαρμογή της σε πλανητική κλίμακα στην COVID-19 εποχή, έχει οδηγήσει στην παραμέληση του προγράμματος εμβολιασμού της παγκόσμιας κοινότητας. Στην ανοιχτή αυτή παρότρυνση για ευαισθητοποίηση παρουσιάζεται ως επιτακτική ανάγκη ο εμβολιασμός του γενικού πληθυσμού ενάντια στη μηνιγγίτιδα, καταδεικνύοντάς τον ως το αποτελεσματικότερο μέτρο πρόληψης.
Ας δούμε τι είναι η μηνιγγίτιδα
Πρόκειται για μία πολυπαραγοντική νόσο, η οποία χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των προστατευτικών μεμβρανών που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός) και συνολικά είναι γνωστές ως μήνιγγες. Μπορεί να προκληθεί από διάφορους αιτιολογικούς παράγοντες, συνηθέστερα βακτήρια και ιούς.
Ποιες είναι, όμως, οι διαφορετικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται;
Η μηνιγγίτιδα διακρίνεται σε οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα και άσηπτη μηνιγγίτιδα. Στην οξεία βακτηριακή μηνιγγίτιδα το παθογόνο αίτιο είναι συνήθως κάποιο βακτήριο όπως μηνιγγιτιδόκοκκος, πνευμονιόκοκκος, αιμόφιλος που μπορεί να απομονωθεί με κοινές καλλιέργειες. Με τον όρο «άσηπτη μηνιγγίτιδα» εννοούμε τη φλεγμονή των μηνίγγων που οφείλεται σε αίτια τα οποία δεν διαπιστώνονται με τις συνηθισμένες εξετάσεις, όπως η Gram χρώση και η καλλιέργεια του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ), στο οποίο συνήθως υπάρχει λεμφοκυτταρική πλειοκύττωση. Τα αίτια της άσηπτης μηνιγγίτιδας είναι κυρίως λοιμώδους αιτιολογίας, ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία οφείλεται σε ιούς και κατά πολύ λιγότερο σε βακτήρια, όπως το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης και σε μύκητες. Ο μηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευμονιόκοκκος και ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας τύπου b προκαλούν πάνω από το 75% όλων των κρουσμάτων βακτηριακής μηνιγγίτιδας και είναι υπεύθυνοι για το 90% της βακτηριακής μηνιγγίτιδας στα παιδιά. Παρότι η βακτηριακή μηνιγγίτιδα παρουσιάζει μικρότερη συχνότητα συγκριτικά με την ιογενή, είναι περισσότερο σοβαρή και χρήζει έγκαιρης ιατρικής αντιμετώπισης.
Ποιος είναι ο μηχανισμός που προκαλεί την μηνιγγίτιδα;
Η φλεγμονή δημιουργείται από την είσοδο μικροοργανισμών στον υπαραχνοειδή χώρο λόγω προσπέλασης των φραγμών των μηνίγγων. Πιο συγκεκριμένα, η είσοδος τέτοιου είδους μικροοργανισμών μπορεί να βλάψει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, ο οποίος ρυθμίζει τη διέλευση ουσιών μεταξύ του αίματος και του ΕΝΥ. Η αλλοίωση του αιματοεγκεφαλικού φράγματος θα επιτρέψει τη διέλευση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, των λευκών αιμοσφαιρίων, μεσολαβητών του ανοσοποιητικού συστήματος, τοξινών, πρωτεϊνών καθώς και των μικροοργανισμών που προκαλούν φλεγμονή στο ΕΝΥ.
Μεταδοτικότητα
Όλοι έχουν μία μικρή πιθανότητα να προσβληθούν, ωστόσο υπάρχουν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων οι οποίες παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο. Σημαντικός παράγοντας αποτελεί η ηλικία (λ.χ. ηλικίες κάτω των 5 ετών παρουσιάζουν αυξημένη πιθανότητα νόσησης από ιογενή μηνιγγίτιδα), ωστόσο διάφορες καταστάσεις που επηρεάζουν και επιβραδύνουν την άμεση αμυντική παρέμβαση του ανοσοποιητικού συστήματος, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τη μηνιγγίτιδα (ασθένειες του ανοσοποιητικού, χειρουργικές επεμβάσεις, λήψη φαρμακευτικής αγωγής). Η μεταδοτικότητα βρίσκεται άρρηκτα συνδεδεμένη με το αίτιο. Ο μηνιγγιτιδόκοκκος είναι ένα μικρόβιο το οποίο υπάρχει φυσιολογικά στον φάρυγγα και μεταδίδεται με τον βήχα, το πτέρνισμα και την άμεση παρατεταμένη επαφή. Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως το ποσοστό των ασυμπτωματικών φορέων ανέρχεται στο 10% του γενικού πληθυσμού, γεγονός το οποίο καταδεικνύει τη χαρακτηριστική ευκολία μετάδοσης της, χωρίς να μπορεί να γίνει αντιληπτή. Παράλληλα, ο εντεροϊός, ο πιο συχνός παράγοντας της ιογενούς μηνιγγίτιδας, μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο διαμέσου της κοπρανοστοματικής οδού, αλλά και μέσω των αναπνευστικών εκκρίσεων (σάλιο, πτύλεα ή ρινικές εκκρίσεις).
Συμπτωματολογία
Οι επιπλοκές της μηνιγγίτιδας μπορεί να είναι σοβαρές. Όσο περισσότερο ο πάσχων έχει τη νόσο χωρίς θεραπεία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος επιληπτικών κρίσεων και μόνιμης νευρολογικής βλάβης, συμπεριλαμβανομένων:
- Κεφαλαλγία
- Πυρετός
- Απώλεια ακοής
- Δυσκολία μνήμης
- Μαθησιακές δυσκολίες
- Εγκεφαλική βλάβη
- Προβλήματα βάδισης
- Επιληπτικές κρίσεις
- Νεφρική ανεπάρκεια
- Αποπληξία
- Θάνατος.
Με την έγκαιρη θεραπεία, ακόμη και άτομα με σοβαρή μηνιγγίτιδα μπορούν να έχουν καλή ανάρρωση.
Επιτακτικότητα έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας
Η κλασική τριάδα των διαγνωστικών σημείων αποτελείται από:
- Αυχενική δυσκαμψία (Εμφανίζεται στο 70% των περιπτώσεων μικροβιακής μηνιγγίτιδας σε ενήλικες)
- Αιφνίδιο υψηλό πυρετό
- Μεταβολή του επιπέδου συνείδησης.
Όταν υπάρχει υποψία μηνιγγίτιδα γίνεται έλεγχος στο αίμα για ανεύρεση δεικτών φλεγμονής, όπως C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), και γενική αίματος, όπως και αιμοκαλλιέργειες. Η πιο σημαντική εξέταση για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό μηνιγγίτιδας είναι η ανάλυση του ΕΝΥ με οσσφυονωτιάια παρακέντηση (ΟΝΠ), όπου και εντοπίζεται διείσδυση μεγάλου αριθμού βακτηρίων, ουδετεροφίλων και πρωτεϊνών, αλλά και μείωση του ποσοστού γλυκόζης. Η άμεση θεραπεία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη της κατάστασης του ασθενούς, στοχεύοντας παράλληλα στον περιορισμό των επιπλοκών της νόσου. Τα δύο κατεξοχήν φάρμακα τα οποία χορηγούνται σε ασθενείς που πάσχουν από μηνιγγίτιδα είναι τα αντιβιοτικά και τα στεροειδή. Η εμπειρική θεραπεία με αντιβιοτικά ενδείκνυται να ξεκινήσει πριν την ακριβή διάγνωση και τα αποτελέσματα της οσφυονωτιαίας παρακέντησης και της ανάλυσης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η επιλογή της αρχικής θεραπείας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος των μικροβίων που προκαλούν μηνιγγίτιδα σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Στην αρχική αυτή θεραπεία συνιστάται η χορήγηση:
- Κεφαλοσπορίνης
- Βανκομυκίνης.
Επικουρική θεραπεία με κορτικοστεροειδή (συνήθως δεξαμεθαζόνη) έχει φανεί σε μελέτες ότι μειώνει το ποσοστό θνητότητας, σοβαρής απώλειας της ακοής και νευρολογικής βλάβης σε εφήβους και ενήλικες από ανεπτυγμένες χώρες που έχουν χαμηλή επίπτωση HIV λοίμωξης. Ο πιθανός μηχανισμός είναι η καταστολή της υπερβολικής φλεγμονής. Οι επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν την έναρξη δεξαμεθαζόνης ή κάποιου παρόμοιου κορτικοστεροειδούς ακριβώς πριν την πρώτη δόση αντιβιοτικών και με διάρκεια τεσσάρων ημερών.
Η παγκόσμια επιτροπή εμβολιασμού και ο Π.Ο.Υ. έχουν εντάξει στο πλαίσιο υποχρεωτικού εμβολιασμού και την ανοσοποίηση κατά της μηνιγγίτιδας. Αναλογιζόμενοι όσα προαναφέρθηκαν, καλούμαστε όλοι να συμμορφωθούμε στο υποχρεωτικό πλαίσιο ανοσοποίησης, ώστε να καταφέρουμε να απαλλαχθούμε από τη δεδομένη νόσο, απαλλάσσοντας παράλληλα ολόκληρη την ιατρική κοινότητα. Ας ελπίσουμε πως αυτή η έκκληση για ευαισθητοποίηση που απηύθυνε ο Π.Ο.Υ. και το αμερικανικό CDC, θα αποτελέσει τροφή για σκέψη της παγκόσμιας κοινότητας, αποτελώντας παράλληλα τον αναβατήρα ώθησης του γενικού πληθυσμού προς την ανοσοποίηση, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους μας να ατενίζουμε το μέλλον με ασφάλεια και αισιοδοξία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Central Inflammatory Cytokines in Tuberculous Meningitis: A Systematic Review and Meta-analysis, PubMed.gov
- Braun JS, Sublett JE, Freyer D, Mitchell TJ, et al, Pneumococcal pneumolysin and H2O2 mediate brain cell apoptosis during meningitis, J Clin Invest
- Arditi M, Mason EO, Bradley JS, et al, Three Year Multicenter Surveillance of Pneumococcal Meningitis in Children: Clinical Characteristics and Outcome Related to Penicillin Susceptibility and Dexamethasone Use, Pediatrics