Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Αν έχετε παρακολουθήσει κάποια αστυνομική ταινία ή σειρά, σίγουρα έχετε δει αρκετές σκηνές όπου κάποιος καλείται να αναγνωρίσει τον δράστη μιας πράξης. Οι ύποπτοι βρίσκονται σε ένα δωμάτιο και το θύμα ή ο μάρτυρας οδηγείται στο ειδικά διαμορφωμένο μέρος όπου τους βλέπει, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούν να τον δουν. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δράστης αναγνωρίζεται και μετά από έναν δικαστικό αγώνα το δίκαιο θριαμβεύει – είναι όμως έτσι στην πραγματικότητα;
Η αναγνώριση υπόπτων έχει ένα πολύ βασικό μειονέκτημα: οι άνθρωποι δεν έχουμε τόσο καλή μνήμη όσο θα θέλαμε ή όσο νομίζουμε. Και δεν είναι απλά ότι η ανθρώπινη μνήμη εξασθενεί με τον καιρό μετά από το έγκλημα, αλλά και ότι ο εγκέφαλός μας μπορεί να μας κάνει να προσθέσουμε λεπτομέρειες που δεν υπήρξαν ποτέ εκεί. Δεν είναι καθόλου δύσκολο κάποιος να αφηγηθεί μια κατάσταση που βίωσε και να συμπεριλάβει σε αυτήν καταστάσεις ή αντικείμενα που δεν υπήρξαν ποτέ, απλώς και μόνο επειδή λόγω αυτής της ασυνείδητης διαδικασίας έχει αναπληρώσει τα σημεία που δε θυμάται. Αυτό είναι πολύ εύκολο να συμβεί στην αναγνώριση υπόπτων.
Εκτός από τη φυσική εξασθένηση της μνήμης, το θύμα ή ο μάρτυρας μπορεί να αισθάνεται πίεση και να θεωρεί ότι πρέπει οπωσδήποτε να υποδείξει τον ένοχο, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε αναγνώριση του λάθος ανθρώπου. Παράλληλα, ως παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τη μνήμη του μάρτυρα αναφέρονται ο φωτισμός της σκηνής του εγκλήματος, το πού ακριβώς στεκόταν ο μάρτυρας σε σχέση με τον δράστη, το εάν ο δράστης φορούσε κάποιο κάλυμμα προσώπου ή το αν χρησιμοποιήθηκε κάποιο όπλο κατά την τέλεση του εγκλήματος.
Το να αναγνωριστεί ένας λάθος ύποπτος μπορεί να έχει ιδιαίτερα καταστροφικά αποτελέσματα για το άτομο αυτό. Ο οργανισμός Innocence Project στις ΗΠΑ έχει υπολογίσει ότι οι λανθασμένες αναγνωρίσεις υπόπτων από αυτόπτες μάρτυρες συνέβαλαν στο 69% περίπου των περισσότερων από 375 παράνομων καταδικαστικών αποφάσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, που ανατράπηκαν από στοιχεία DNA μετά την καταδίκη. Ιδιαίτερα, στις έννομες τάξεις όπου υπάρχει η θανατική ποινή ή ιδιαίτερα μακροχρόνιες ποινές κάθειρξης, το να καταδικαστεί κάποιος άδικα μπορεί να σημαίνει πολλά χρόνια στέρησης της προσωπικής του ελευθερίας ή ακόμη και εκτέλεση ενός αθώου.
Αξιοσημείωτη έχει μείνει η υπόθεση του Ronald Cotton, ενός Αφροαμερικανού που καταδικάστηκε για βιασμό μετά από λάθος αναγνώριση και πέρασε 11 χρόνια στη φυλακή μέχρι να αποφυλακιστεί το 1995, όταν η καταδίκη του ανατράπηκε βάσει του ελέγχου με τεστ DNA. Η παθούσα του βιασμού, Jennifer Thompson, κατά τη διάρκεια της δίκης ήταν πεπεισμένη ότι ο Cotton ήταν αυτός που της είχε επιτεθεί, και μόνο όταν πληροφορήθηκε τα αποτελέσματα του τεστ DNA κατάλαβε ότι είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος. Πλέον, ο Ronald και οι Jennifer έχουν διατηρήσει φιλική σχέση και δίνουν ομιλίες μαζί σε διάφορες εκδηλώσεις, για να εξηγήσουν πόσο επισφαλής είναι η μέθοδος της αναγνώρισης και πώς αυτή μπορεί να γίνει ασφαλέστερη, ώστε να αποφευχθούν τέτοιου είδους δικαστικές πλάνες.
Πραγματικά, εδώ και πολλές δεκαετίες έχουν αρχίσει να προτείνονται λύσεις για τη βελτίωση αυτού του συστήματος. Αρχικά, προτείνεται αυτό που στην ξένη βιβλιογραφία απαντά ως “double blind lineup”. Πρόκειται για μια σύνθεση προσώπων, στην οποία ούτε ο αστυνομικός υπάλληλος ούτε ο αυτόπτης μάρτυρας γνωρίζουν ποιος είναι ο ύποπτος. Αυτό αποτρέπει τον αστυνομικό υπάλληλο από το να παρέχει ακούσια ή εσκεμμένα λεκτικά ή μη λεκτικά στοιχεία για να επηρεάσει τον αυτόπτη μάρτυρα να επιλέξει τον ύποπτο. Με άλλα λόγια, αυτός που συνθέτει τη σειρά υπόπτων και αυτός που καλεί τον μάρτυρα να επιλέξει πρέπει να είναι διαφορετικά άτομα. Επιπροσθέτως, πρέπει να γίνεται ξεκάθαρο στον μάρτυρα ότι είναι πιθανό ο ύποπτος να μη βρίσκεται σε αυτό το δείγμα. Έτσι, οι μάρτυρες δε θα νιώθουν ψυχολογική πίεση να υποδείξουν αναγκαστικά ένα άτομο.
Μια πρόταση ακόμα είναι αντί για την παραδοσιακή μέθοδο της αναγνώρισης ανάμεσα σε τέσσερα ή πέντε άτομα, οι μάρτυρες να βλέπουν μία μία τη φωτογραφία κάθε υπόπτου και να τη συγκρίνουν μόνο με τη μνήμη τους αντί με τους υπόλοιπους ανθρώπους του δείγματος. Τέλος, η σύνθεση των δειγμάτων πρέπει να επιλέγεται, έτσι ώστε να μην έχει ο μάρτυρας να επιλέξει ανάμεσα σε εντελώς ανόμοια άτομα. Για παράδειγμα, εάν λέγεται στην κατάθεση του μάρτυρα ότι ο δράστης έχει ένα αναγνωρίσιμο σωματικό χαρακτηριστικό, όπως γένια ή τατουάζ, θα πρέπει να υπάρχουν περισσότερα από ένα άτομα στη σύνθεση που έχουν αυτό το χαρακτηριστικό, ώστε να μη στοχοποιηθεί άδικα ένα άτομο που τυχόν να τα έχει χωρίς να είναι στην πραγματικότητα ο δράστης.
Συνολικά, η αναγνώριση υπόπτων είναι μια μέθοδος που μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να επιτελέσουν το έργο της εύρεσης του δράστη. Παρόλα αυτά, επειδή ακριβώς βασίζεται στην ασθενή κατά κύριο λόγο ανθρώπινη μνήμη –πολλώ δε μάλλον, τη μνήμη ενός ταραγμένου θύματος– πρέπει να χορηγείται με κάθε προσοχή και με όσο το δυνατόν περισσότερες δικλείδες ασφαλείας για τους εμπλεκομένους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Eyewitness Identification Reform, innocenceproject.org, διαθέσιμο εδώ.
- Κιούπης, Δ. (2019). Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.