11.9 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ Μάχη των Πλαταιών

Η Μάχη των Πλαταιών


Της Δήμητρας Βαξεβάνη,

Μετά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του Ξέρξη, ακολούθησε η μάχη των Πλαταιών, στην οποία αναμετρήθηκαν πάλι οι Πέρσες με τους Έλληνες. Το διάστημα 480-479 π.Χ. στην Ελλάδα οι δύο σημαντικές πόλεις –η Αθήνα και η Σπάρτη– διαπνέονταν από αισθήματα αντιζηλίας η μία για την άλλη. Παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες δεν σκόπευαν να επιτεθούν στους Πέρσες, αλλά διατηρούσαν στάση άμυνας, έχοντας στην κατοχή τους όλα τα απαραίτητα πολεμοφόδια σε περίπτωση επίθεσης του Μαρδονίου, αρχιστράτηγου των Περσών.

Ο Μαρδόνιος, αντιλαμβανόμενος την κατάσταση που επικρατεί, προσπαθεί να διχάσει τους Έλληνες. Στέλνει τότε στους Αθηναίους τον σύμμαχο και υποτελή των Περσών, Αλέξανδρο Α’, για να συνθηκολογήσουν οι δύο λαοί. Ο Μαρδόνιος, θέλοντας να πετύχει το σχέδιό του να καταφέρει να κάνει συμμάχους του τους Αθηναίους, τους πρότεινε τα εξής ανταλλάγματα· πρώτα, θα παραχωρούσε στην Αθήνα την ανεξαρτησία της κι έπειτα, θα αποκαθιστούσε όλες τις ζημιές που είχαν προκληθεί στην Αττική και στο Άστυ, δίνοντάς τους, ταυτόχρονα, και άλλες εκτάσεις γης. Αφού παρουσίασε ο Αλέξανδρος τις προαναφερθείσες προτάσεις στην Εκκλησία του Δήμου, εκείνοι τόλμησαν σχεδόν να τον σκοτώσουν από το μένος τους.

Οι Σπαρτιάτες, από την πλευρά τους, ήθελαν να φανούν πως διαπνέονται από γνήσια ελληνικά φρονήματα. Ενώ προάσπιζαν την ελευθερία της Ελλάδας, γνωρίζοντας ασφαλώς ότι η Αθήνα αποτελεί σπουδαία ναυτική δύναμη, στην ουσία, νοιάζονταν μόνο για τα δικά τους συμφέροντα, γεγονός που αποδείχθηκε, όταν κατάφεραν οι Πελοποννήσιοι να χτίσουν ένα ασφαλές τείχος στον Ισθμό. Ύστερα από τη δημιουργία του προστατευτικού τείχους, οι Σπαρτιάτες, νιώθοντας πλήρη ασφάλεια από την περσική εισβολή, αγνόησαν τον κίνδυνο που διέτρεχε η υπόλοιπη Ελλάδα από τους βαρβάρους.

Σύγχρονη απεικόνιση της μάχης των Πλαταιών. Πηγή εικόνας: zougla.gr

Το 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος αποφάσισε να εκστρατεύσει προς τη νότια Ελλάδα. Είχε ήδη ναυτικό στη Σάμο, ενώ το ιππικό του ξεκίνησε από τη Θεσσαλία με προορισμό τη Βοιωτία. Στη Θήβα, ο στρατός του σταμάτησε για ανεφοδιασμό κι εκείνος συνέχισε με ολιγάριθμο πεζικό προς την Αττική. Εντωμεταξύ, οι Αθηναίοι τρομοκρατημένοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους και διέφυγαν στη Σαλαμίνα, πιστεύοντας ότι εκεί θα είναι περισσότερο ασφαλείς. Εκεί ενώ συνεδρίαζαν, εμφανίστηκε ο Μουρυχίδης –Έλληνας που ζούσε στον Ελλήσποντο–, γεμάτος ελπίδες ότι θα πείσει τους Αθηναίους να συνάψουν συνθήκη ειρήνης. Όλοι αρνήθηκαν ομόφωνα εκτός του Λυκίδη, ο οποίος δέχτηκε τα λεγόμενα του Μουρυχίδη. Τότε, για παραδειγματισμό οι Αθηναίοι τον εκτέλεσαν μαζί με την οικογένειά του.

Ουσιαστικά, οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης καθιστούσαν αδύναμες και τις δύο πόλεις. Έτσι, λοιπόν, οι Αθηναίοι ένιωθαν την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις τους με τους Σπαρτιάτες, αποβλέποντας στο καλό ολόκληρου του έθνους. Οι Σπαρτιάτες, συνειδητοποιώντας ότι μόνο έτσι θα μπορούσαν οι Έλληνες να αποκρούσουν τον περσικό κίνδυνο, έστειλαν τον ικανότερο στρατηγό τους, Παυσανία, να εκστρατεύσει με τα κατάλληλα μέσα στη Βοιωτία. Ο στρατός του Παυσανία απαρτιζόταν από 5.000 οπλίτες –ο καθένας κατείχε 7 είλωτες– και 5.000 περίοικους.

Ο Μαρδόνιος, έχοντας αντιληφθεί τον ετοιμοπόλεμο στρατό των Ελλήνων, αφού λεηλάτησε την Αθήνα, μετέβη στη Βοιωτία. Κινήθηκε τότε προς τις Πλαταιές, όπου στρατοπέδευσε επιδιώκοντας να πολεμήσει σε μια πεδινή περιοχή κοντά στον Ασωπό ποταμό, ευνοϊκή για το ιππικό του. Τότε, οι Πέρσες όρμησαν με όλες τους τις δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο περσικός στρατός βρισκόταν βόρεια του Ασωπού, ο Παυσανίας ανάγκασε τον Μαρδόνιο να επιτεθεί νότια του Ασωπού, δηλαδή σε ορεινό έδαφος δύσβατο για το ιππικό των Περσών. Η ελληνική παράταξη είχε χωριστεί σε τρία τμήματα· στα δεξιά ήταν οι Σπαρτιάτες, στα αριστερά οι Αθηναίοι και στο κέντρο οι υπόλοιποι Έλληνες. Εκεί, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα οι Έλληνες ανεφοδιάζονταν από το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών.

Σύγχρονη απεικόνιση της μάχης των Πλαταιών. Πηγή εικόνας: ellinondiktyo.blogspot.com

Η κατά μέτωπο επίθεση των Περσών είχε ως αποτέλεσμα, όμως, τον θάνατο του αρχηγού του ιππικού τους, Μασίστιο, από έναν Σπαρτιάτη, με αποτέλεσμα το ιππικό των Περσών να υποχωρήσει ηττημένο. Ο Παυσανίας, αφού βγήκε νικητής από την πρώτη σύγκρουση των Περσών, με ανυψωμένο ηθικό παρέταξε τον στρατό του πιο κοντά στις Πλαταιές. Με αυτήν την τακτική ήλπιζε πως θα παρασύρει ευκολότερα τους Πέρσες σε μια νέα επίθεση λόγω του πεδινού εδάφους. Επίσης, λέγεται ότι η μετακίνηση μπορεί να συνέβη εξαιτίας της έλλειψης νερού που αντιμετώπιζαν στον Κιθαιρώνα. Τότε, οι Πέρσες δεν έχασαν χρόνο και κινήθηκαν δυτικά.

Ωστόσο, οι δύο στρατοί παρέμεναν αδρανείς για οχτώ ημέρες, διότι είχαν κακούς οιωνούς για επίθεση πολέμου. Την ενδέκατη ημέρα, οι Πέρσες επιτέθηκαν στους Έλληνες και επάξια βγήκαν νικητές. Τότε, οι Έλληνες, αντιμέτωποι με τον περσικό κίνδυνο και αδύναμοι από τις κακουχίες, αναγκάστηκαν να μεταβούν σε άλλο μέρος. Στόχος τους ήταν να ανακτήσουν τις διαβάσεις του Κιθαιρώνα, ώστε να εξασφαλίσουν εκ νέου τον ανεφοδιασμό τους. Υποχώρησαν αργά τη νύχτα προς τις Πλαταιές και, συγκεκριμένα, στην Ωρερόη ή Νήσο. Το κακό, όμως, δεν άργησε να συμβεί. Οι Έλληνες δεν ήταν συγχρονισμένοι, όπως όφειλαν, και αδιαφορούσαν για τις διαταγές του Παυσανία. Έτσι, το ελληνικό στρατόπεδο δεν είχε την απαιτούμενη συνοχή.

Άξιο παρατήρησης είναι το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, λόγω της κόντρας τους με τους Σπαρτιάτες, δεν έδειχναν την απαιτούμενη εμπιστοσύνη προς τους τελευταίους. Επειδή οι Σπαρτιάτες καθυστερούσαν να υποχωρήσουν προς τις Πλαταιές, καθυστερούσαν ακόμα πιο πολύ και οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό δεν πρόλαβαν να λάβουν και την αντίστοιχη θέση τους στη Νήσο. Βέβαια, είχε επινοηθεί ένα μεγαλοφυές σχέδιο. Σκοπός του ήταν να αγκιστρωθούν σε ορεινές θέσεις οι Σπαρτιάτες, ώστε να καταστρέψουν τους Πέρσες. Στην εμπροσθοφυλακή είχε στηθεί ο λόχος του Σπαρτιάτη Αμομφάρετου, προκειμένου να παρασυρθεί το ιππικό των Περσών σε μάχη, ενώ πίσω από τον λόχο οπισθοχωρούσαν οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες μέχρι να καταλάβουν τις θέσεις τους στους πρόποδες του Κιθαιρώνα.

Η πεδιάδα των Πλαταιών. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Το σχέδιο ήταν επιτυχές, οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα των Ελλήνων και όρμησαν στο πεδίο της μάχης. Στις 27 Αυγούστου το 479 π.Χ. ξέσπασε η μάχη στις Πλαταιές. Ενώ οι Πέρσες διέσχισαν τον Ασωπό ποταμό, για να επιτεθούν στους Έλληνες, είδαν πως εκείνοι εγκατέλειψαν τις αρχικές τους θέσεις. Έπειτα, κινήθηκαν προς το «δόλωμα», δηλαδή τον λόχο του Αμομφάρετου. Ο Μαρδόνιος δεν αντελήφθη καν την παγίδα και οι Πέρσες επιτίθεντο χωριστά στις παρατάξεις των Ελλήνων. Η τύχη της σύγκρουσης κρίθηκε ήδη από τη διαμάχη μεταξύ Περσών και Σπαρτιατών. Εφόσον οι Πέρσες τοξότες όρμησαν στην κοιλάδα του Μαλόεντα, σταμάτησαν αφήνοντας κάτω τις ασπίδες τους κι έριξαν βροχή από βέλη προς τον αντίπαλο. Οι Έλληνες προστατεύονταν κάτω από τις ασπίδες τους, όσο μπορούσαν. Ο Παυσανίας δεν ήθελε ακόμη να επιτεθεί, διότι επεδίωκε πρώτα να μπει στη μάχη όλο το πεζικό των Περσών, για να δυσκολευτεί μετά στην υποχώρηση. Μόνο τότε θα εξασφαλιζόταν η ολοκληρωτική νίκη των Ελλήνων.

Μάλιστα, ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος κατάφερε να σκοτώσει τον Μαρδόνιο. Οι Πέρσες, αφού έχασαν τον αρχιστράτηγό τους, οπισθοχώρησαν προς το περσικό στρατόπεδο. Το κεντρικό τμήμα της παράταξης των Ελλήνων ενεπλάκη στη μάχη, όταν πια ήταν ξεκάθαρη η νίκη των Σπαρτιατών. Οι Πέρσες, με επικεφαλής τον Αρτάβαζο, δεν αποπειράθηκαν νέα επίθεση. Τότε, οι υπόλοιποι Έλληνες βοήθησαν τους Σπαρτιάτες στην απομάκρυνση του εχθρού.

Έτσι, οι Έλληνες αναδείχτηκαν νικητές της μάχης των Πλαταιών. Αφιέρωσαν στον Απόλλωνα στους Δελφούς έναν χρυσό τρίποδα τοποθετημένο πάνω σε έναν χάλκινο κίονα που παρίστανε τρία φίδια. Εκεί χαράχθηκαν τα ονόματα των πόλεων που συμμετείχαν στην περίφημη αυτή μάχη. Ακόμα, στον Δία της Ολυμπίας και στον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν ορειχάλκινα κολοσσιαία αγάλματα. Η πόλη των Πλαταιών γιόρταζε την ελευθερία της κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν των νεκρών της μάχης. Συνεπώς, η οπλιτική υπεροχή και ο επιτυχημένος στρατιωτικός ελιγμός του Παυσανία εξασφάλισαν την επιτυχία του ελληνικού πληθυσμού. Το σχέδιο των Περσών να υποδουλώσουν τους Έλληνες απέτυχε παταγωδώς.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ηρόδοτος (2001), Ιστορίαι: Βιβλίο Ζ΄ (Πολύμνια), Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτρος
  • Κορδάτος, Γιάννης (1956), Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. Β΄, Αθήνα: Εκδ. 20ος Αιώνας

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Βαξεβάνη
Δήμητρα Βαξεβάνη
Γεννήθηκε το 1999 στις Σέρρες. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για την λατινική γλώσσα και παίρνει μέρος σε διάφορα σεμινάρια παρεμφερή με τον κλάδο της εκπαίδευσης. Την περίοδο αυτή, ασχολείται με την μελέτη της Αρχαίας, της Βυζαντινής, της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και Μυθολογίας.