12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕγκλήματα παραλείψεως: Έννοια και τυποποίησή τους

Εγκλήματα παραλείψεως: Έννοια και τυποποίησή τους


Της Βικτώριας Βενιού,

Καθίσταται εφικτό να διαπράξει κανείς ένα έγκλημα παραλείποντας; Φαινομενικά και ενστικτωδώς η απάντηση τείνει να είναι αρνητική. Ωστόσο, προκειμένου να διερευνηθεί το τεθέν ζήτημα κρίνεται σκόπιμο να επικεντρωθεί κανείς στον ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξης εγκλήματος και της γέννησης ποινικής αξίωσης, στην έννοια δηλαδή της πράξης στο ποινικό δίκαιο.

Προκειμένου να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα, παρατίθενται τα εξής παραδείγματα:

  1. Ο Α, ο οποίος οπλοφορεί, σημαδεύει τον Β και τον σκοτώνει.
  2. Ο Α γνωρίζει πως ο Β σχεδιάζει και πρόκειται να τελέσει ληστεία σε βαθμό κακουργήματος, αλλά δεν το αναφέρει στην αστυνομία. Ύστερα από μερικές μέρες, ο Β τελεί την εν λόγω ληστεία.
  3. Η Α που κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με το νεογέννητο τέκνο της Β σπεύδει να ξεφύγει να σωθεί από την πυρκαγιά που ξέσπασε στο διαμέρισμα της και αφήνει αβοήθητο το παιδί της το οποίο πεθαίνει από τις αναθυμιάσεις.

Αναμφίλεκτα, και στα τρία παραδείγματα στοιχειοθετούνται εγκληματικές συμπεριφορές. Ειδικότερα, στο πρώτο παράδειγμα τελείται ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του άρθρου 299 παρ.1 ΠΚ, στο δεύτερο διαπράττεται το γνήσιο έγκλημα παράλειψης της παρασιώπησης εγκλήματος του άρθρου 232 ΠΚ και στο τρίτο η μητέρα Α τελεί ανθρωποκτονία με παράλειψη. Εντούτοις, η απλή παράθεση αυτών των όρων αναδεικνύεται αλυσιτελής, χωρίς την απαραίτητη επεξήγηση.

Αρχικά, τα εγκλήματα μπορούν να διαπραχθούν τόσο με θετική συμπεριφορά όσο και με αποθετική συμπεριφορά. Χαρακτηριστικά, στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται: «Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος πράξη περιλαμβάνει και τις παραλείψεις». Βάσει της διάταξης αυτής, συμπεραίνουμε πως στην εν ευρεία έννοια του όρου πράξη στο Ποινικό Δίκαιο περιλαμβάνεται και η πράξη σε στενή έννοια, δηλαδή η ενέργεια, αλλά και η παράλειψη, δηλαδή η αποχή από συγκεκριμένη ενέργεια. Βέβαια, δεν καθίσταται άνευ ετέρου αξιόποινη η παράλειψη, αλλά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, πρέπει να υπάρχει ανάγκη ενέργειας, γνώση της ανάγκης ενέργειας και δυνατότητα ενέργειας.

Πηγή Εικόνας: coe.int

Τα περισσότερα εγκλήματα που περιλαμβάνονται στον Ποινικό Κώδικα τελούνται με πράξη. Ωστόσο, πληθώρα εγκλημάτων μπορούν να διαπραχθούν και με παράλειψη. Τα εγκλήματα τελούμενα δια παραλείψεως διακρίνονται σε γνήσια και μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι η αντικειμενική υπόσταση των γνησίων εγκλημάτων παραλείψεως προβλέπεται ευθέως στον Ποινικό Κώδικα. Αυτό σημαίνει, πως η αξιόποινη παράλειψη περιγράφεται στον Ποινικό Κώδικα, και επομένως η σύμπτωση της συμπεριφοράς ενός ατόμου με την παράλειψη που αναγράφεται στην ποινική διάταξη στοιχειοθετεί γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, όπως συμβαίνει στο δεύτερο παράδειγμα το οποίο αναφέρεται στο έγκλημα της παρασιώπησης εγκλήματος 232 ΠΚ: «Όποιος, ενώ έμαθε με τρόπο αξιόπιστο ότι μελετάται κακούργημα ή ότι άρχισε ήδη η εκτέλεσή του, και σε χρόνο τέτοιον ώστε να μπορεί ακόμα να προληφθεί η τέλεση ή το αποτέλεσμά του, παραλείπει να το αναγγείλει εγκαίρως στην αρχή τιμωρείται, αν το κακούργημα τελέστηκε ή έγινε απόπειρά του, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ανεξάρτητα αν ο δράστης τιμωρηθεί».

Πηγή Εικόνας: evros24.gr

Αντίθετα, τα μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως συνιστούν το άθροισμα δύο επιμέρους στοιχείων. Σχηματίζονται με τον συνδυασμό αφενός ενός εγκλήματος τελούμενου με θετική συμπεριφορά που προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα και αφετέρου με παράλειψη από άτομο με ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την τέλεση του εγκλήματος, βάσει του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 15 ορίζει: «Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος». Συνεπώς, εάν ο δράστης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παραλείψει την τέλεση ενός εγκλήματος, τότε η παράλειψή του εξισώνεται με την τέλεση του εγκλήματος με θετική ενέργεια, όπως παρατηρείται στο τρίτο παράδειγμα με την μητέρα που διαθέτει την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το βρέφος της από τον κίνδυνο του θανάτου.

Θεμέλιο, λοιπόν, των μη γνησίων εγκλημάτων παραλείψεως αποτελεί η έννοια της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης η οποία πρέπει να εξεταστεί ενδελεχώς: σε τι αποσκοπεί τούτη η υποχρέωση, ποια είναι η νομική της φύση και ποιες είναι οι πηγές γέννησης της; Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση είτε μπορεί να αποσκοπεί στην προστασία ενός συγκεκριμένου εννόμου αγαθού, όπως όταν, για παράδειγμα, ο νοσηλευτής οφείλει να προστατεύσει τον νοσηλευόμενο από κάθε κίνδυνο που απειλεί την υγεία του είτε να αποσκοπεί στην αποτροπή κάθε είδους βλαβών που ενδέχεται να προκληθούν από μια συγκεκριμένη εστία κινδύνου, αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η υποχρέωση του ιδιοκτήτη άγριου ζώου να μεριμνήσει ή να παρακωλύσει την ενδεχόμενη επίθεση προς τρίτους.

Ως προς την φύση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης πρέπει να ειπωθεί πως οφείλει να είναι ειδική και νομική και όχι γενική και ηθική. Ειδική σημαίνει πως υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι αποκλειστικά εκείνος που διαθέτει μια συγκεκριμένη ιδιότητα. Για παράδειγμα, δράστης του εγκλήματος της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας του άρθρου 299 του Ποινικού Κώδικα μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Αν όμως τελείται με παράλειψη, ο δράστης πρέπει να διαθέτει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παραλείψει την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος. Αντίθετα, η γενική νομική υποχρέωση δεν θεμελιώνει μη γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, διότι νομικές υποχρεώσεις που βαρύνουν αδιακρίτως τον καθένα δεν είναι ιδιαίτερες, και επομένως η μη συμμόρφωση προς την υποχρέωση είτε θα στοιχειοθετεί γνήσιο έγκλημα παράλειψης, όπως το άρθρο 307 του Ποινικού Κώδικα που προαναφέρθηκε, είτε δεν θα πρόκειται για αξιόποινη πράξη. Νομική σημαίνει πως η υποχρέωση ενέργειας στην οποία οφείλει να προβαίνει κάποιος και άρα κρίνεται αξιόποινη η παράλειψη της πρέπει να προβλέπεται στον νόμο. Να μην πρόκειται δηλαδή για μια απλή ηθική επιταγή.

Πηγή Εικόνας: justina.gr

Τρεις είναι οι πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, βάσει του άρθρου 15 παρ.1 εδάφιο β΄ ΠΚ: ο νόμος, η σύμβαση και η εκούσια ανάληψη προστατευτικής θέσης και η προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια. Ως νόμος νοείται το δημόσιο, το ιδιωτικό, το ευρωπαϊκό δίκαιο, κάθε διάταγμα, υπουργική απόφαση, το έθιμο και παράλληλα προς το νόμο εξομοιούται και η δικαστική απόφαση. Στο τρίτο παράδειγμα που παρατέθηκε, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση της μητέρας πηγάζει από νόμο και συγκεκριμένα από τα άρθρα 1485 επόμενα του Αστικού Κώδικα που ορίζουν την υποχρέωση των γονέων να παρέχουν διατροφή στους κατιόντες τους και του άρθρου 1507 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: «Γονείς και τέκνα οφείλουν αμοιβαία μεταξύ τους βοήθεια, στοργή και σεβασμό». Περαιτέρω, η σύμβαση είτε έγκυρη είτε άκυρη και η εκούσια ανάληψη προστατευτικής θέσης ιδρύουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.

Σε αντίθεση προς την σύμβαση, η εκούσια ανάληψη προστατευτικής θέσης σημαίνει πως η προστατευτική δραστηριότητα του κοινωνού αναλαμβάνεται μονομερώς. Πάντως, πρέπει και στις δύο περιπτώσεις να δημιουργείται η εντύπωση πως ο υπό κρίση δράστης δέχεται να αναλάβει την υποχρέωση αποτροπής κινδύνων στο μέλλον. Τελευταία πηγή ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης αποτελεί η περίπτωση όπου ο δράστης θέτει σε κίνδυνο ένα έννομο αγαθό με προγενέστερη ενέργειά του, και λόγω αυτής της πράξης του έχει την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την πραγμάτωση του ίδιου κινδύνου. Για παράδειγμα: υπάλληλος αναγνωστηρίου κλειδώνει μέσα φοιτητή και, αφού αντιλαμβάνεται το σφάλμα του, παραλείπει να ξεκλειδώσει την αίθουσα, τελώντας παράνομη κατακράτηση δια παραλείψεως. Ο υπάλληλος, εξαιτίας της προγενέστερης επικίνδυνης ενέργειάς του, δημιούργησε τον κίνδυνο βλάβης του εννόμου αγαθού της προσωπικής ελευθερίας του φοιτητή, οπότε βαρύνεται ύστερα με την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την τέλεση του εν λόγω κινδύνου.

Συνάγεται, λοιπόν, ότι η παράλειψη ενδέχεται πράγματι υπό όρους να στοιχειοθετήσει εγκληματική συμπεριφορά, είτε προβλεπόμενη ευθέως στον Ποινικό Κώδικα είτε βάσει της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που εντοπίζεται στο πρόσωπό του δράστη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2020

  • Άλκης Β. Καραγιαννόπουλος, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Α. Καραγιαννόπουλος, Αθήνα, 2021


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βικτώρια Βενιού
Βικτώρια Βενιού
Γεννήθηκε το 2000 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε, ενώ παράλληλα διαθέτει και γαλλική υπηκοότητα. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος φοίτησης στο τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει άριστη γνώση της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας. Ασχολείται με το πιάνο και αγαπάει πολύ το θέατρο και τις εικαστικές τέχνες.