Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Ως συνέχεια προηγούμενων, συναφών άρθρων, στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστούν, συνοπτικά, οι καίριες σκέψεις δύο αποφάσεων του Αρείου Πάγου, οι οποίες εξεδόθησαν κατόπιν ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Κοινή θεματική που πραγματεύονται οι δύο αποφάσεις αποτελεί το ζήτημα του κύρους της πληρεξουσιότητας, την οποία παρέχει ο εντολέας στον δικηγόρο/ εντολοδόχο στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοδοσίας. Όταν η πληρεξουσιότητα δεν είναι έγκυρη, τότε η πράξη που επιχειρείται από τον εντολοδόχο απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις εξής αποφάσεις:
Α.Π. 401/2021 (Ζ’Τμ.Ποιν.): στην υπόθεση αυτή, ασκήθηκε αναίρεση κατά απόφασης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο δίκασε κατ’ έφεση. Ο λόγος αναίρεσης που προβάλλεται εν προκειμένω, είναι αυτός του άρθρου 510§1 στ.Θ’ Κ.Π.Δ., ήτοι η υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου υπό την αρνητική έκφανσή της (άρνηση άσκησης δικαιοδοσίας, ενώ συντρέχουν οι νομικές προϋποθέσεις αυτής). Κεντρικός προβληματισμός της υπόθεσης αυτής, αποτελεί το ζήτημα της παροχής εξουσιοδοτήσεως, προκειμένου για υποβολή εγκλήσεως. Το άρθρο το οποίο αναφέρεται στη δυνατότητα υποβολής εγκλήσεως δια εξουσιοδοτήσεως είναι το 42§2 Κ.Π.Δ., βάσει του οποίου η εξουσιοδότηση δυνάμει της οποίας χορηγείται εντολή για υποβολή της έγκλησης, θα πρέπει να φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του εντολέα, η οποία δύναται να γίνει και από δικηγόρο. Ratio της πρόβλεψης βεβαίωσης του γνησίου από τον δικηγόρο αποτελεί η ύπαρξη υποκείμενης σχέσης μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου ως εντολοδόχου, από την οποία πηγάζουν υποχρεώσεις για την καλόπιστη διεξαγωγή της εντολής. Η γνησιότητα της υπογραφής όταν έχει βεβαιωθεί, μπορεί να προσβληθεί με την ένσταση πλαστότητας του εγγράφου. Τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στον αναιρετικό βαθμό είναι τα ακόλουθα: μία ανώνυμη εταιρεία, προκειμένου να ασκήσει έγκληση, πραγματοποίησε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της στις 10-12-2013, ώστε να παράσχει την εντολή μέσω ειδικής εξουσιοδότησης σε δικηγόρο, καθιστώντας την τελευταία ειδική πληρεξούσιο για τον σκοπό αυτό. Στην εξουσιοδότηση, υπέγραψαν την ημέρα της συνεδρίασης, δηλαδή στις 10-12-2013, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
Εντούτοις, η δικηγόρος που διορίστηκε ως ειδική πληρεξούσιος για την έγκληση που επρόκειτο να υποβληθεί, δεν βεβαίωσε το γνήσιο των υπογραφών την ημέρα της συνεδρίασης του Συμβουλίου της εταιρείας, ημέρα που επίσης αναγράφεται ως ημερομηνία της εγκλήσεως. Το γνήσιο των υπογραφών των μελών, βεβαιώθηκε από τη δικηγόρο 8 ημέρες μετά, ήτοι στις 18-12-2013. Η προσβαλλομένη απόφαση, έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου και εκκαλούντα στον β’ βαθμό περί απαράδεκτης υποβολής εγκλήσεως, λόγω του ανωτέρω γεγονότος. Το σκεπτικό του δικάσαντος ως εφετείου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ήταν πως «δε δύναται να γίνει δεκτό ότι βεβαιώνεται στην πιο πάνω εξουσιοδότηση το γνήσιο της υπογραφής του Προέδρου, του Αντιπροέδρου, του Γραμματέα και μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εξουσιοδοτούσας εγκαλούσας εταιρείας, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και να αποτραπεί οποιαδήποτε ενδεχόμενη αμφισβήτηση της υπογραφής τους, καθώς και της χρονολογίας της. Έτσι, χωρίς την τήρηση της εν λόγω διατύπωσης, η πληρεξουσιότητα-εξουσιοδότηση κατάθεσης της έγκλησης είναι ελλιπής και συνακόλουθα, η υποβληθείσα έγκληση είναι απαράδεκτη, λόγω μη νόμιμης υποβολής της κατά την άποψη της πλειοψηφίας». Απορρίπτοντας επομένως την έγκληση που κατατέθηκε ως απαράδεκτη, έπαυσε επίσης οριστικά την ποινική δίωξη, πάλι κατά πλειοψηφία.
Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος, με βάση και τα επίδικα πραγματικά περιστατικά, κατέληξε στην σκέψη πως το δικάσαν σε β’ βαθμό Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την υποβληθείσα έγκληση, λόγω μη νόμιμης υποβολής αυτής, δεχόμενο ότι παρείχε ελλιπή πληρεξουσιότητα, υπερέβη την εξουσία του (αρνητικά), με το να μη δεχθεί ως έγκυρη την έγκληση και να μην προχωρήσει στη διερεύνηση της ουσίας της υπόθεσης. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, η θεώρηση του γνησίου της υπογραφής «καθίσταται αναγκαία προς εξασφάλιση του κύρους της και αποτροπή τυχόν αμφισβήτησης του γεγονότος της παρασχεθείσας εντολής και υπογραφής από τον ίδιο τον εντολέα, καθώς και της χρονολογίας αυτής, ώστε να αποκλείονται επιπτώσεις στην εγκυρότητα της ενεργηθείσας πράξεως. Η τυχόν μεταγενέστερη (χρονικά) θεώρηση εφ` όσον δεν παράγει ακυρότητα ή απαράδεκτο, απαιτείται να υπάρχει κατά το χρόνο κατάθεσης-εγχείρησης της μήνυσης ή έγκλησης». Πράγματι, η θεώρηση του γνησίου έλαβε χώρα πριν τον χρόνο κατάθεσης της εγκλήσεως. Ελλείψει, επομένως, άλλης μομφής ως προς την εξουσιοδότηση –πλαστότητα ή αμφισβήτηση– το Ανώτατο Ακυρωτικό απεφάνθη την αναίρεση της εφετειακής απόφασης.
Α.Π. 261/2021 (Στ’Τμ.Ποιν.): στην προκειμένη υπόθεση, το ζήτημα του κύρους της πληρεξουσιότητας εξειδικεύεται περαιτέρω στην παροχή εντολής από νομικό πρόσωπο και δη ανώνυμη εταιρεία προς τον εντολοδόχο, για άσκηση και υποβολή εγκλήσεως. Μάλιστα, εν προκειμένω, γίνεται σαφής διάκριση του υποκατάστατου του Διοικητικού Συμβουλίου, από έναν τρίτο εντολοδόχο που δρα δυνάμει εξουσιοδότησης, για να φέρει εις πέρας την παρεχόμενη εντολή. Η μείζων σκέψη του Αρείου Πάγου εκκινεί με τον συνδυασμό των διατάξεων 18§1, 22 του Ν. 2190/1920 Περί Ανωνύμων Εταιρειών, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο στον α’ βαθμό εκδίκασης της προκείμενης υποθέσεως, οι οποίες αφορούν την οργανική εκπροσώπηση της ανωνύμου εταιρείας, υπό το πλαίσιο και των καταστατικών διατάξεων του νομικού προσώπου. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 υφίσταται η δυνατότητα της υποκατάστασης του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου, κατά νόμιμο τρόπο, εφόσον ακολουθεί τον ανωτέρω συνδυασμό προβλέψεων τόσο σε διαχειριστικές πράξεις του νομικού προσώπου όσο και σε δικαστική ή εξώδικη εκπροσώπηση της εταιρείας, ακόμα και να μεταβιβαστεί στον υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου μέρος της εξουσίας του. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, υποκατάσταση με εξωτερική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Επί μη συνδρομής του άρθρου 22§3 του Ν. 2190/1920 το τρίτο πρόσωπο δεν λογίζεται ως υποκατάστατο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και άρα όργανο αυτής, αλλά ως εντολοδόχος που μπορεί να δρα στο πλαίσιο της παρεχόμενης εκ της πληρεξουσιότητας εντολής.
Όπως αναφέρεται σχετικώς, μάλιστα στη συνέχεια, ενώ ο υποκατάστατος ως όργανο της εταιρείας δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας και άρα βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, αυτό δεν ισχύει και στον τρίτο, ο οποίος ως απλός πληρεξούσιος και εντολοδόχος απαιτείται να προσκομίσει το πρακτικό του Συμβουλίου, με βεβαιωμένο το γνήσιο των υπογραφών των μελών του/εντολέων του. Επομένως, από τα υπόλοιπα διαλαμβανόμενα έγγραφα και τα πραγματικά περιστατικά, το Ανώτατο Ακυρωτικό, απεφάνθη ότι δεν στοιχειοθετείτο κάποιος αναιρετικός λόγος που προβλήθη ως προς την εκπροσώπηση για την υποβολή εγκλήσεως και τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (πλέον υποστήριξης της κατηγορίας).
Πιο συγκεκριμένα, δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα, διότι για την θεμελίωσή της απαιτείται η παράσταση, ως πολιτικώς ενάγοντος προσώπου για το οποίο δεν έχει γεννηθεί απαίτηση ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 του Κ.Π.Δ. ως προς τον χρόνο και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής αγωγής και όχι όταν ο παραστάς ως εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος άλλου δεν είχε την αναγκαία εξουσία εκπροσώπησης ή αντιπροσώπευσης. Μάλιστα, και στους δύο βαθμούς εκδίκασης, υποβλήθηκε υπό τις νόμιμες διατυπώσεις η παράσταση πολιτικής αγωγής, δίχως κάποια αντίρρηση από την πλευρά του κατηγορουμένου. Τέλος, εκτός από τους αναιρετικούς λόγους που προβλήθηκαν ειδικά ως προς την πληρεξουσιότητα προς υποβολή εγκλήσεως και παράστασης πολιτικής αγωγής, ο Άρειος Πάγος απέρριψε εν συνόλω τους λόγους που προβλήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Τα πλήρη κείμενα των αποφάσεων είναι διαθέσιμα στη Νομική Βάση Δεδομένων Nomos Intrasoft