Του Χαράλαμπου Νικολαΐδη,
Ποια μέσα επιστρατεύει ένας σκηνοθέτης για να επιτύχει το όραμα που έχει στο μυαλό του; Η πραγματικότητα είναι ότι προσπαθεί να επηρεάσει τους ηθοποιούς/υπαλλήλους του, έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν τον σκοπό του. Ο σκηνοθέτης αλλά και οι βοηθοί του υπολογίζουν σε ηθοποιούς που, σύμφωνα με την άποψή του, μπορούν να υποστηρίξουν τον εκάστοτε ρόλο τους. Αλλά πολλές φορές δημιουργούν κινηματογραφικούς χαρακτήρες που είναι προσαρμοσμένοι στην ψυχοσύνθεση και στις υποκριτικές ικανότητες ενός ηθοποιού. Βέβαια, υπάρχει το ερώτημα: Πρέπει αναγκαστικά ένας ηθοποιός να μεθύσει για να υποκριθεί έναν μεθυσμένο; Αυτό είναι υποκριτική; Δυστυχώς αυτό γίνεται πολλές φορές με την ανοχή, αλλά και την προτροπή ενός σκηνοθέτη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα Αποκάλυψη Τώρα του 1979.
Η ταινία βασίζεται στη νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ, Hearts of Darkness, που εκδόθηκε το 1899. Αυτό που έκανε ο Κόπολα ήταν να προσαρμόσει τη νουβέλα αυτήν με φόντο τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η ταινία λαμβάνει χώρα το 1969, ο αμερικανικός στρατός δίνει εντολή στον ψυχικά καταβεβλημένο λοχαγό Μπέντζαμιν Γουίλαρντ (Μάρτιν Σιν), να σκοτώσει τον συνταγματάρχη Κουρτς, ο οποίος πλέον αποτελεί τον Θεό μιας φυλής ιθαγενών μέσα στη ζούγκλα της Καμπότζης.
Η παράνοια της ταινίας αρχίζει το 1969 μέσα στο πλαίσιο της εταιρείας American Zoetrope, της οποίας πρωτεργάτης αποτέλεσε ο Κόπολα, όταν θέλησε να γυρίσει την ταινία στο Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Όλες οι εταιρείες παραγωγής αρνήθηκαν, καθώς δεν ήθελαν να βάλουν σε κίνδυνο την ομάδα της παραγωγής, διότι σύμφωνα με αυτούς ο θάνατος ήταν σίγουρος. Έτσι, ο Κόπολα παρατάει αυτό το εγχείρημα και σκηνοθετεί τον Νονό 1 και 2. Αλλά επιστρέφει μετά από έξι χρόνια, όταν πλέον είχε σταματήσει ο πόλεμος το 1975. Ήταν η περίοδος που οι επιζώντες Αμερικανοί στρατιώτες επέστρεφαν στην πατρίδα τους και άρχισαν να αφηγούνται ιστορίες. Συγκεκριμένα, ο 14χρονος ηθοποιός Λώρενς Φίσμπερν, σύμφωνα με ένα οπτικοακουστικό ντοκουμέντο της εποχής, δήλωνε πολύ χαρούμενος για τη συμμετοχή του στην ταινία διότι πίστευε, σύμφωνα με αυτά που είχε ακούσει από έναν φίλο του που είχε επιστρέψει από το Βιετνάμ, ότι ο πόλεμος εκεί είχε πλάκα γιατί έκανες ό,τι ήθελες. Αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι υιοθέτησε μια άποψη ενός ψυχικά διαταραγμένου νεαρού στρατιώτη που είχε λάβει μέρος σε εγκλήματα πολέμου.
Η ταινία γυρίστηκε στις Φιλιππίνες λόγω της ομοιότητάς της με το Βιετνάμ. Επειδή ο αμερικανικός στρατός αρνήθηκε να μεταφέρει τον οπλισμό στις Φιλιππίνες, ο Κόπολα ήρθε σε συμφωνία με τον πρόεδρο των Φιλιππίνων για την παροχή μεγάλου μέρους του στόλου των ελικοπτέρων της χώρας, αλλά και τους στρατιώτες, καθώς ο σκηνοθέτης θα έδινε στον καθένα τους ικανοποιητικό μισθό. Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι εκείνη την εποχή οι Φιλιππίνες προσπαθούσαν να καταστείλουν μια κομμουνιστική εξέγερση στα νότια νησιά της Χώρας, ενώ αυτή άρχιζε να εξαπλώνεται κατά μήκος της.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, οι συνθήκες των γυρισμάτων ήταν εξωπραγματικές. Τυφώνες και καταιγίδες κατέστρεφαν τα σκηνικά, ενώ δημιουργούσαν πλημμύρες και τόνους λάσπης. Ο χρόνος ήταν πιεστικός για τον Κόπολα. Προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στα καιρικά φαινόμενα. Ο προϋπολογισμός μειωνόταν με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ένα τηλεφώνημα από τον δικηγόρο του συνέτριψε τον σκηνοθέτη, όταν ο Μάρλον Μπράντο δεν ήθελε να συμμετάσχει στην ταινία και μάλιστα ήθελε να διεκδικήσει όλο την προκαταβολή του, που υπολογίζεται σε εκατομμύρια δολάρια. Ο συνδυασμός όλων αυτών, αλλά και πολλών άλλων, οδήγησε τον Κόπολα να διαπράξει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, ενώ μια φορά που κατέρρευσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ομολόγησε στη γυναίκα του ότι είδε να περπατάει σε έναν σκοτεινό διάδρομο, χωρίς να ξέρει αν αυτός είναι ο θάνατός του. Αλλά, τελικά, ο Μπράντο δέχτηκε να συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη.
Οι συνθήκες των γυρισμάτων ήταν αντίξοες και για τους ηθοποιούς, όχι μόνο από τα καιρικά φαινόμενα, αλλά και από τις ιδιοτροπίες του Κόπολα. Ο Μάρτιν Σιν στην αρχή της ταινίας παρουσιάζεται κλεισμένος σε ένα δωμάτιο με νευρικό κλονισμό. Μια πλήρως ρεαλιστική σκηνή. Για να καταφέρει να υποδυθεί τον χαρακτήρα, ήπιε αλκοόλ, ενώ βρισκόταν σε αποτοξίνωση, αλλά βρισκόταν και κάτω από το πατρονάρισμα του σκηνοθέτη, υποβάλλοντάς του και «υπενθυμίζοντας» πόσο κακός άνθρωπος είναι, ενώ τον παρακαλούσε να βγάλει το τέρας που βρισκόταν μέσα του, με αποτέλεσμα να σπάσει τον καθρέφτη και να ποτίσει με το αίμα του το πρόσωπό του. Οι αντιξοότητες για τον Σιν δεν σταμάτησαν εκεί, καθώς υπέστη καρδιακή προσβολή που παραλίγο να κοστίσει τη ζωή του. Όμως, από τα ηχητικά ντοκουμέντα που παρουσιάστηκαν στο ντοκιμαντέρ, φάνηκε ότι ο Κόπολα δεν ενδιαφέρθηκε για τη ζωή του Σιν, αλλά για το έργο του.
Η χρήση ναρκωτικών δεν έλειπε ούτε από τον σκηνοθέτη, αλλά ούτε από τους ηθοποιούς. Συγκεκριμένα, ένας από τους συμπρωταγωνιστές, o Σαμ Μπότομς ανέφερε ότι, πέρα από τη μαριχουάνα σε αρκετές σκηνές, είναι υπό την επήρεια LSD, αλλά και speedball, ένα μείγμα κοκαΐνης και μορφίνης σε ενέσιμη μορφή. Αλλά το πιο πομπώδες παράδειγμα αποτελεί ο θρυλικός ηθοποιός Ντένις Χόπερ που δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη να συμμετάσχει στην ταινία, ενώ η αμοιβή του ήταν παροχή ναρκωτικών από την παραγωγή, κάτι που δυστυχώς φαίνεται και από την ταινία, αλλά και από το ντοκιμαντέρ.
Η πρωτοπορία που διακατέχει τον Κόπολα τον οδήγησε να χρησιμοποιήσει κομπάρσους, για τον στρατό του πρώην συνταγματάρχη Κρουτζ, ιθαγενείς από τη φυλή Ιφουγκάω. Τα μέλη της φυλής δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην ταινία. Υποδέχτηκαν την παραγωγή με παραδοσιακούς τελετουργικούς χορούς, αλλά και με αιματηρές θυσίες ζώων που προβάλλονται βίαια στο ντοκιμαντέρ.
Όμως, το αποκορύφωμα της προαναφερθείσας παράνοιας έρχεται στη σκηνή των στοιβαγμένων και κρεμασμένων πτωμάτων που βρίσκονταν στη φυλή του συνταγματάρχη Κρουτζ. Ο Ντιν Ταβουλάρις, σχεδιαστής παραγωγής της ταινίας, θέλησε να δώσει πιο ρεαλιστικές νότες στη σκηνή, με αποτέλεσμα να ανακατέψει ψεύτικα με αληθινά πτώματα ανθρώπων. Ισχυρίστηκε ότι τα προμηθεύτηκε από έναν διαμεσολαβητή που προμήθευε σχολές ιατρικής με πτώματα ανθρώπων από φυσικά αιτία, τα οποία βρίσκονταν στα αζήτητα νοσοκομείων. Αλλά, δυστυχώς, γρήγορα ανακαλύφθηκε ότι ο συγκεκριμένος προμηθευτής αποτελούσε έναν κλέφτη πτωμάτων από νεκροταφεία. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος συνελήφθη. Όταν ο στρατός των Φιλιππίνων ήρθε να παραλάβει τα πτώματα, δεν μπόρεσε να τα ταυτοποιήσει και τελικά τα πέταξαν.
Ο Κόπολα, σε μια συνέντευξή του κατά τη διάρκεια προβολής της ταινίας του στο φεστιβάλ κινηματογράφου Καννών, ανέφερε ότι: «Η ταινία δεν είναι μια ταινία για το Βιετνάμ. Η ταινία είναι το Βιετνάμ». Προσπάθησε να προβάλει την επιτρεπόμενη τρέλα και τα εγκλήματα που συνέβαιναν κατά τη διάρκεια ενός πολέμου στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Προσπάθησε και δημιούργησε ένα κλίμα απόλυτης παράνοιας, μέσα στο οποίο ζούσε ο ίδιος, οι ηθοποιοί, αλλά και η παραγωγή. Ο Μάρτιν Σιν είχε πει στο ντοκιμαντέρ, αλλά και σε μια συνέντευξή του: «Όλοι φύγαμε τρελοί, άλλοι πολλοί και άλλοι λίγο».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Untold Truth Of Apocalypse Now, looper.com, διαθέσιμο εδώ.
- Hearts of Darkness: A Filmmaker’s Apocalypse, imdb.com, διαθέσιμο εδώ.