Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Αν μου ζητήσει κανείς να μοιραστώ μαζί του μια ταινία που δεν βαριέμαι ποτέ να παρακολουθήσω, όσες φορές και αν περάσουν, σίγουρα μεταξύ αυτών που θα έρθουν στο μυαλό μου είναι και οι Άδωξοι Μπάσταρδη (Inglourious Basterds). Πρόκειται για μια ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία του περίφημου καλτ σκηνοθέτη Κουέντιν Ταραντίνο (Quentin Tarantino), με το ορθογραφικό λάθος στη δεύτερη λέξη του τίτλου να έχει τεθεί εσκεμμένα από τον ίδιο, χωρίς, βέβαια, κάποια εξήγηση. Με κύριο θέμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και με καστ καταξιωμένων ηθοποιών, το εν λόγω φιλμ γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία στα διεθνή box office εκείνης της χρονιάς.
Η πλοκή περιστοιχίζεται γύρω από δύο συνωμοσίες που σχεδιάζονται –χωρίς να είναι γνωστή η ύπαρξη της μίας από την άλλη– με απώτερο σκοπό την κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας και τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τη μία πλευρά, μια ομάδα Συμμάχων από την Αμερική, με αρχηγό τον Υπολοχαγό Άλντο Ρέιν (Brad Pitt), «ρίχνεται» στη Γαλλία, προκειμένου να εξουδετερώσει όσους περισσότερους Ναζί είναι δυνατόν. Οι βίαιες μέθοδοί τους και η «αρχή» τους να αφαιρούν το σκαλπ κάθε Γερμανού στρατιώτη που σκοτώνουν και να χαράσσουν σβάστικες στα μέτωπα όσων αφήνουν ελεύθερους έχουν σαν αποτέλεσμα να αποκτήσουν ισχυρή φήμη στον γερμανικό στρατό και να μετατραπούν σε τρόμο και φόβο μεταξύ των Ναζί. Ώσπου, οι Μπάσταρδοι καλούνται, σε συνεργασία με τους Άγγλους και τη Γερμανίδα ηθοποιό Μπρίτζετ φον Χάμερσμαρκ (Diane Kruger), που εργάζεται ως μυστική πράκτορας, να διεκπεραιώσουν την επιχείρηση «Κινηματογράφος», αποστολή της οποίας είναι η δολοφονία των Ναζί σε ένα μικρό γαλλικό σινεμά.
Από την άλλη πλευρά, μια νεαρή Γαλλίδα – Εβραία, ονόματι Σοσάνα Ντρέιφους (Mélanie Laurent), με τη νέα της ταυτότητα ως Εμμανουέλ Μινιέ σχεδιάζει, επίσης, να δολοφονήσει όλους τους Ναζί που θα παρευρεθούν στον κινηματογράφο που διατηρεί. Μεταξύ αυτών των παρευρισκομένων, είναι και ο Συνταγματάρχης των Ες-Ες, Χανς Λάντα (Christoph Waltz), ο οποίος δολοφόνησε την οικογένειά της, όταν ανακάλυψε το καταφύγιο, όπου κρύβονταν, αλλά εκείνη την άφησε να δραπετεύσει. Συγκεκριμένα, στον μικρό της κινηματογράφο στη Γαλλία θα πραγματοποιηθεί η προβολή της νέας ταινίας του Γιόσεφ Γκαίμπελς προς τιμήν ενός Γερμανού στρατιώτη – εθνικού ήρωα, του Φρίντριχ Τσόλερ (Daniel Brühl), κατόπιν προτροπής του οποίου θα φιλοξενηθεί η πρεμιέρα στο σινεμά της Σοσάνα.
Χαρακτηριστικό της εν λόγω ταινίας είναι η πολύ επιτυχημένη εναλλαγή γεγονότων και σκηνών, καθώς μεταφερόμαστε από τη δράση των Μπάσταρδων στην πορεία της Σοσάνα και τούμπαλιν, με μια μικρή διακοπή από ορισμένους «κωμικούς» διαλόγους του Αδόλφου Χίτλερ με άλλους Γερμανούς. Οι διάλογοι είναι αρκετά εύστροφοι και συχνά ξεκαρδιστικοί, ενώ παρατηρείται η έμφαση και στην παραμικρή λεπτομέρεια που δίνει ο Αμερικανός σκηνοθέτης, ώστε η ταινία του να μεταφέρει τον θεατή όσο γίνεται περισσότερο στο κλίμα της εποχής. Γίνονται, επίσης, φανερές οι αντισημιτικές ιδεολογίες που κυριαρχούσαν μεταξύ των Ναζί και θα έλεγα ότι μέσω αυτού του φιλμ απονέμεται φόρος τιμής στους Εβραίους, που υπέφεραν στα άκαρδα χέρια των Γερμανών στρατιωτών και προσπαθούν να πάρουν εκδίκηση για τα δεινά που υπέστησαν εξαιτίας τους.
Άλλο ένα σπουδαίο κατόρθωμα αυτού του καλτ αμερικανικού φιλμ είναι ότι κυριαρχεί ξανά η χαρακτηριστική προσωπική πινελιά του Κουέντιν Ταραντίνο τόσο από άποψη σκηνοθετικών πλάνων και χρωμάτων όσο και από την επιλογή της εκάστοτε σε κάθε σκηνή μουσικής υπόκρουσης, που είναι είτε κάτι σε σπαγγέτι γουέστερν είτε κάτι σε ποπ κομμάτι. Η χρήση βίας, από την άλλη, που αποτελεί σήμα κατατεθέν του «κακού παιδιού» του Χόλιγουντ, είναι συχνή, όμως, όχι τόσο έντονη –ευτυχώς– σε σύγκριση με άλλες ταινίες του που ερχόμαστε αντιμέτωποι με το θέαμα μακελειών και λουτρών αίματος, όπως για παράδειγμα στο Kill Bill και στο Django Unchained.
Αυτό, όμως, που προσωπικά με γοήτευσε και με ενθουσίασε ως γλωσσομαθή, είναι το άκουσμα τεσσάρων ευρωπαϊκών γλωσσών κατά τη διάρκεια της ταινίας, αφού στην πλειονότητά τους οι διάλογοι πραγματοποιούνται στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα αγγλικά και προς το τέλος –με έναν αρκετά ξεκαρδιστικό τρόπο– στα ιταλικά. Με αυτόν τον τρόπο, καθίσταται ακόμα πιο αληθοφανής η ιστορία και εξιτάρεται το ενδιαφέρον του θεατή, που δε συνηθίζει να παρακολουθεί μη αγγλόφωνες ταινίες. Στο σημείο αυτό, αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον ηθοποιό Christoph Waltz, που ερμηνεύει τον ρόλο του «κακού» και, συνάμα, γοητευτικού Ναζί και στις τέσσερις παραπάνω γλώσσες, καθιστώντας έτσι σαφές ότι δικαίως κατέκτησε το Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου για τη «μαγική» και αξιομνημόνευτη ενσάρκωση αυτού του χαρακτήρα.
Κλείνοντας, λοιπόν, την αναδρομή σε άλλη μία κορυφαία δημιουργία που εντάσσεται στο κινηματογραφικό σύμπαν του Κουέντιν Ταραντίνο, θα την πρότεινα ανεπιφύλακτα σε κάθε επίδοξο θεατή που επιθυμεί να παρακολουθήσει μια συναρπαστική ταινία, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και δεν κουράζει παρά τη μακρά της διάρκεια. Επομένως, είτε κάποιος δηλώνει φαν του ταραντινικού σύμπαντος είτε όχι, αξίζει να δώσει μια ευκαιρία σε αυτό το φιλμ, που δίνει μια εναλλακτική φανταστική τροπή στην πορεία και λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και, ταυτόχρονα, προσφέρει απολαυστικές ερμηνείες από το συνολικό καστ που το απαρτίζουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ