Της Φωτεινής Παπαγιαννοπούλου,
Η κατοχή κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργούσε γενικότερους προβληματισμούς, σχετικά με την πολιτική και τη συμπεριφορά των κατακτητών. Οι κατακτητές, μετά την κατάληψη μιας χώρας, διόριζαν φιλική προς αυτούς κυβέρνηση, αφήνοντας στη θέση τους τις τοπικές αρχές. Αυτοί είχαν τον άμεσο έλεγχο κάποιων στρατηγικών σημείων, όπως λιμάνια, αεροδρόμια κτλ., καθώς και την εποπτεία των άλλων τομέων διοικήσεως. Απαραίτητη προϋπόθεση για τον προαναφερθέντα έλεγχο και την εποπτεία αποτελούσε η συνεργασία της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού με τις αρχές κατοχής. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή μπορούσε να μετατραπεί σε κατηγορία για συνεργασία με τον εχθρό και για υποστήριξη των στόχων του. Οι λαοί της Ευρώπης και οι άρχοντές τους, ως επί το πλείστον, δεν αποδέχθηκαν τη νομιμότητα των αρχών της κατοχής. Συγκεκριμένα, όταν η πείνα, η εξαθλίωση και οι μαζικοί θάνατοι έφτασαν στο ζενίθ, συνδεόμενες με την ξένη κατοχή, οι άνθρωποι είχαν πια πεισθεί ότι η συντριβή του φασισμού και του ναζισμού αποτελούσε μονόδρομο για το τέλος των δεινών τους.
Η αντίσταση εναντίον των αρχών κατοχής και των δυνάμεών τους πήρε τη μορφή υπονομεύσεως της πολιτικής του εχθρού και των συνεργατών του, των δολιοφθορών και του ανταρτοπολέμου, καθώς και της δημιουργίας αντιστασιακών οργανώσεων στο εσωτερικό και της διατηρήσεως επαφών με τη νόμιμη κυβέρνηση στο εξωτερικό. Η οργανωμένη ένοπλη αντίσταση εκδηλώθηκε σε ορεινές ή δασώδεις περιοχές, καθώς αυτές παρείχαν ασφαλή κρησφύγετα και, φυσικά, στις μεγάλες πόλεις, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Συμμετείχαν νέοι, κυρίως λόγιοι, ιδεαλιστές, αλλά και απελπισμένοι από τη φτώχεια. Η δύναμη και η σύνθεση των ομάδων αυτών ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή.
Στην Πολωνία, τη Νορβηγία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα η αντίσταση ξεκίνησε αμέσως μετά την κατάληψή τους, ενώ στη Δανία και την Τσεχοσλοβακία άρχισε προς το τέλος της κατοχής. Στη Γαλλία όσο πιο καταπιεστικές ήταν οι αρχές κατοχής τόσο αυξανόταν η εχθρότητα για την κυβέρνηση του Βισύ. Και, τέλος, στην Ιταλία ξεκίνησε στο τέλος του 1943, όταν η χώρα άλλαξε στρατόπεδο. Όσον αφορά τους υποστηρικτές των αντιστασιακών κινημάτων, άλλοι επέλεξαν να ενταχθούν στις αριστερές οργανώσεις, ενώ άλλοι εντάχθηκαν σε αντίρροπες αντιστασιακές δυνάμεις. Τέλος, υπήρξαν και εκείνοι που, υποκινούμενοι από προσωπικά, οικογενειακά πάθη, συγκρότησαν ένα είδος επικουρικής πολιτοφυλακής. Σε πολλές κατεχόμενες χώρες τα αντιστασιακά κινήματα οδήγησαν σε εμφύλιες συρράξεις.
Στην Πολωνία, στην οποία δεν υπήρχαν συνεργάτες των Γερμανών, δεδομένου ότι οι τελευταίοι τους θεωρούσαν κατώτερα όντα, η αντίσταση έλαβε αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Είχε μια σκιώδη κυβέρνηση, που ασκούσε πραγματική εξουσία και διατηρούσε επαφές με την εξόριστη κυβέρνηση της χώρας. Η αντίσταση αυτή και η εσωτερική κυβέρνηση παραμερίστηκαν από τον Στάλιν μετά την είσοδο του Ερυθρού Στρατού στην Πολωνία, η οποία οδήγησε τους Σοβιετικούς να διορίσουν κουμμουνιστική κυβέρνηση της αρεσκείας τους.
Στη Γιουγκοσλαβία, αναπτύχθηκαν δύο αντιστασιακές οργανώσεις: μία εθνικιστική υπό τον Mihailovic και μία κομμουνιστική υπό τον Τίτο. Ο ηγέτης Mihailovic, ο οποίος ήταν Σέρβος αξιωματικός, προσέδωσε στην οργάνωση έναν εθνικιστικό/σερβικό προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να κρατηθούν σε απόσταση οι άλλοι λαοί της Γιουγκοσλαβίας και κυρίως οι Κροάτες. Ευρύτερη απήχηση είχε η οργάνωση του Κροάτη Τίτο με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και της Βρετανίας, αφού υποσχόταν την αρμονική συνύπαρξη των λαών της Γιουγκοσλαβίας. Η οργάνωσή του διεξήγαγε σοβαρή αντίσταση κατά των κατακτητών. Το 1943 οι Βρετανοί και, αργότερα, οι Αμερικάνοι εγκατέλειψαν τον Mihailovic και εστίασαν στον Τίτο.
Ο Γάλλος εθνικός ηγέτης De Gaulle σχημάτισε τη Γαλλική Εθνική Επιτροπή στην Αγγλία, η οποία ανέλαβε τη διεύθυνση του αγώνα κατά του άξονα. Η αναγνώρισή της και η νομιμότητά της ενισχυόταν σταδιακά, ενώ, παράλληλα, μειωνόταν το κύρος της κυβέρνησης του Βισύ. Μέχρι το 1942, ο εξόριστος ηγέτης κατάφερε να εξασφαλίσει την αναγνώριση των περισσότερων αντιστασιακών οργανώσεων στη Γαλλία και να αναδειχθεί ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Ελεύθερων Γάλλων.
Στην Αλβανία, η οποία ανήκε τυπικά στην ιταλική ηγεμονία ως επαρχία της, η αντίσταση κατά του φασισμού περιήλθε υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών, οι οποίοι με τη βοήθεια του Τίτο κατάφεραν να εξολοθρεύσουν τους αντιπάλους τους. Στη Βουλγαρία, ο Ερυθρός Στρατός προώθησε στην εξουσία κομμουνιστική κυβέρνηση, όπως έγινε και στην Πολωνία.
Στην Ελλάδα, η αριστερή αντιστασιακή οργάνωση Ε.Α.Μ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), λαϊκομετωπική και ελεγχόμενη από το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας, δεν κατάφερε να μονοπωλήσει την αντίσταση. Πέρα από το Ε.Α.Μ. και τη στρατιωτική του οργάνωση, Ε.Λ.Α.Σ. (Εθνικός Λαϊκός Στρατός), υπήρχε και ο Ε.Δ.Ε.Σ. (Ελληνικός Δημοκρατικός Εθνικός Στρατός), ο οποίος κατάφερε να κρατηθεί στην Ήπειρο με τη βοήθεια της Βρετανίας. Ο Ε.Δ.Ε.Σ., αντιστασιακή οργάνωση αντιβασιλικών αξιωματικών με επίσημο αρχηγό τον στρατηγό Πλαστήρα, που ζούσε στη Γαλλία, και ουσιαστικό αρχηγό τον απόστρατο αντιβασιλικό αξιωματικό Ναπολέοντα Ζέρβα, αναγκάστηκε να ταχθεί υπέρ της επιστροφής του βασιλιά Γεωργίου Β΄ υπό την πίεση των Βρετανών, την υποστήριξη των οποίων είχε ανάγκη, για να αντικρούσει τις επιθέσεις της Ε.Λ.Α.Σ. Οι συγκρούσεις μεταξύ των αντιστασιακών αυτών οργανώσεων οδήγησαν αργότερα σε εμφύλια σύρραξη, που εκδηλώθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Burns, Edward (2006), Ευρωπαϊκή Ιστορία-Ο Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι, μτφρ. Τάσος Δαρβέρης, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Επίκεντρο
- Κολιόπουλος, Ιωάννης (2001), Νεώτερη Ευρωπαϊκή Πολιτική Ιστορία (1789-1945), Από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας