Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η περίοδος της Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης έφερε κοσμοϊστορικές αλλαγές στον πλανήτη, αλλάζοντας όλους τους τομείς της ζωής του ανθρώπου, από την οικονομία και την κοινωνία, μέχρι την επιστήμη και την τεχνολογία. Ο βιομηχανοποιημένος, πλέον, κόσμος της Δυτικής Ευρώπης γνώρισε, επίσης, μια σειρά από καινοτόμες εφευρέσεις σε διάφορους τομείς.
Ο τομέας, όμως, που αναπτύχθηκε περισσότερο από κάθε άλλον ήταν αυτός της κλωστοϋφαντουργίας και του βαμβακιού. Μια από τις εφευρέσεις που ευνόησε την ανάπτυξη αυτή ήταν και η «Κλώστρια Τζένη», μια κλωστική μηχανή που κατασκευάστηκε το 1764 και μπορούσε να παράγει δεκαέξι κλωστές ταυτόχρονα, δίνοντας μία τεράστια ώθηση στον τομέα αυτόν. Δημιουργός της ήταν ο James Hargreaves, ένας Άγγλος μαραγκός και υφαντουργός, που έλαβε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την «Τζένη» το 1770. Παρ’ όλα αυτά, οι κλωστές που παράγονταν ήταν αρκετά εύθραυστες και χρειαζόταν ένα νέο εργαλείο, για να μπορέσει να βγει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν το υδροπλαίσιο του Richard Arkwright, που επέτρεπε τη μαζική παραγωγή διαμήκων και εγκάρσιων κλωστών.
Οι πειραματισμοί αυτοί οδήγησαν στην ανακάλυψη μία νέας μηχανής, το «Κλωστικό Μουλάρι». Μέσα από το νέο αυτό επίτευγμα, ο Samuel Crompton μπόρεσε να συνδυάσει τις δύο προηγούμενες εφευρέσεις και, ταυτόχρονα, να αυξήσει την ταχύτητα παραγωγής, καθώς είχε τη δυνατότητα να φτιάξει διακόσιες με τριακόσιες φορές περισσότερα προϊόντα απ’ ό,τι η «Τζένη», ενώ χρησιμοποιούσε και λεπτότερη κλωστή. Η τεράστια αύξηση της παραγωγής δημιούργησε την ανάγκη για περισσότερες ποσότητες βαμβακιού, με την υψηλή τιμή του, όμως, να αποτελεί ακανθώδες πρόβλημα. Το κόστος του έπεσε μόνο μετά από την επινόηση της εκκοκκιστικής μηχανής, από τον Αμερικανό Eli Whitney το 1792, η οποία διαχώριζε τους σπόρους από τις ίνες, ρίχνοντας αισθητά την τιμή του βαμβακιού.
Μέσα από αυτές τις μηχανές, έγινε εφικτή η αύξηση της παραγωγής, με όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων να απολαμβάνει άνετα ενδύματα. Από την άλλη, έχουμε μικρότερο κόστος κατασκευής, αλλά μεγαλύτερο κέρδος, κάτι που είναι εμφανές από τις εξαγωγές των βαμβακερών αγαθών που το 1760 ήταν περίπου 250.000 λίρες, ενώ το 1800, όταν οι μηχανές μπήκαν για τα καλά στην καθημερινότητα, το ποσό αυτό έφτασε στα 5 εκατομμύρια. Όπως είναι φυσικό, αύξηση συναντάμε και στην εισαγωγή της πρώτης ύλης, δηλαδή του βαμβακιού, με την Αγγλία να εισάγει από 2,5 εκατομμύρια λίρες το 1760, σε 22 εκατομμύρια 1787. Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών ήταν και η αύξηση του εθνικού εισοδήματος, καθώς το 1800 το βαμβάκι προσέφερε το 5%, ενώ το 1812 έφτασε μέχρι το 7-8%.
Ωστόσο, η άνθηση του τεχνολογικού τομέα δεν περιορίστηκε μόνο στην κλωστοϋφαντουργία και στην επεξεργασία του βαμβακιού, αλλά και επεκτάθηκε και άλλους χώρους. Ένας από τους χώρους που επωφελήθηκε ήταν αυτός των ορυχείων, όπου το 1712 ο Thomas Newcomen επινόησε την ατμομηχανή για την άντληση ύδατος. Το πρόβλημα, όμως, που υπήρχε ήταν ο μεγάλος όγκος της και η χαμηλή πίεση και ταχύτητά της, καθώς και το υψηλό κόστος για την κίνησή της, που την καθιστούσαν δύσχρηστη και ασύμφορη για τη βιομηχανία. Τη λύση θα έφερνε ο James Watt, από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, ο οποίος, έχοντας ως βάση την ατμομηχανή του Newcomen, κατασκεύασε μια νέα και πιο εύχρηστη μηχανή. Η ατμομηχανή του Watt χρησιμοποιούσε ατμό, ενώ η κίνησή της πραγματοποιούνταν δίχως υδροτροχό. Η επεξεργασία αυτή δεν θα ήταν δυνατή, εάν ο Matthew Boulton δεν διέθετε τους απαραίτητους πόρους για τα πειράματα του κατασκευαστή. Έτσι, η συνεργασία των δύο αντρών, υπό την κοινή τους εταιρεία, έκανε εφικτή την ένταξη της μηχανής και στον χώρο της βιομηχανίας, ανεβάζοντας τη διαδικασία της παραγωγής, με μόνο το 1800 να έχουν πωληθεί 289 μηχανές τόσο σε εργοστάσια όσο και σε ορυχεία.
Ένας ακόμα θεαματικός τομέας που εμφανίζεται την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης είναι και το σιδηροδρομικό δίκτυο, μια πραγματική επανάσταση στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η εμφάνισή του, όπως και κάθε άλλου επιτεύγματος της περιόδου, τοποθετείται στην Αγγλία, με τον σχεδιασμό του να υλοποιείται από τον αυτοδημιούργητο μηχανικό George Stephenson, ο οποίος απευθύνθηκε σε ορισμένους πρόθυμους επενδυτές, για να δείξει τα σχέδια και τις ιδέες του. Τελικά, έλαβε την έγκριση, για να προχωρήσει το εγχείρημά του, και, έτσι, έχουμε τη δημιουργία του πρώτου σύγχρονου σιδηροδρόμου, που συνέδεε το ανθρακωρυχείο Durham στην περιοχή του Στόκτον με το Ντάρλινγτον, που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα. Αυτή η πρωτοποριακή κατασκευή κινούνταν με εικοσιτέσσερα χιλιόμετρα την ώρα, κάτι που μέχρι τότε δεν είχε καταρριφθεί από ανθρώπινο δημιούργημα. Το γεγονός αυτό διευκόλυνε τη μεταφορά μεγάλου όγκου αγαθών γρηγορότερα και με μικρότερο κόστος.
Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος για τον σιδηρόδρομο είναι η ταχύτατη αύξηση των σιδηροδρομικών γραμμών που από μερικές δεκάδες χιλιάδες, το 1830, εκτινάχθηκαν σε 7.200 χιλιόμετρα το 1840, ενώ μια δεκαετία αργότερα άγγιξαν το απίστευτο νούμερο των 37.000 χιλιομέτρων. Ωστόσο, η κατασκευή τους δεν ήταν απλή και οικονομική υπόθεση, με τους αριθμούς να είναι γλαφυροί και πάλι. Έτσι, λοιπόν, τα χρήματα που χρειάζονταν κατά μέσο όρο για την κατασκευή μια σιδηροδρομικής γραμμής ήταν στα 2 εκατομμύρια λίρες, την ώρα που για την κατασκευή ενός εργοστασίου απαιτούνταν μόνο 20.000-200.000 λίρες. Επίσης, και ο αριθμός των εργαζομένων σε έναν σιδηρόδρομο ήταν υπέρογκος, αφού έφταναν τα 2.500 άτομα κατά μέσο όρο, ενώ ένα εργοστάσιο απασχολούνταν από 50 έως 300 άτομα. Εμπόδιο, όμως, δεν ήταν μόνο το μεγάλο κόστος κατασκευής, αλλά και η αγορά των υλικών και των εδαφών, από τα οποία θα περνούσαν οι ράγες, αφού σε πολλές περιπτώσεις έπρεπε να καταβληθούν υψηλές αποζημιώσεις σε ιδιώτες, για να αποκτήσουν τα δικαιώματα επί του εδάφους. Έπειτα, και ο σχεδιασμός της γραμμής είχε τα δικά του προβλήματα, διότι θα έπρεπε να αποφεύγονται οι λόφοι, αλλά, όπου αυτό δεν ήταν δυνατό, είχαμε νέα έξοδα για την κατασκευή σηράγγων.
Συνεπώς, βλέπουμε τη μεγάλη διαδικασία που απαιτούνταν για την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής και το μεγάλο ρίσκο που ελλόχευε πίσω από αυτήν. Πολλοί επιχειρηματίες δεν μπόρεσαν να κάνουν σωστές προβλέψεις και, έτσι, έχασαν ολόκληρες περιουσίες, άλλοι, όμως, με μια καλύτερη διαχείριση και με λίγη τύχη κατόρθωσαν να βγουν πολλαπλώς κερδισμένοι μέσα από αυτόν τον δρόμο, συμβάλλοντας στη γενικότερη ανάκαμψη του εμπορίου και της τεχνολογίας.
Αυτά ήταν εν ολίγοις τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της πρώτης περιόδου της Βιομηχανικής Επανάστασης που έδωσαν την ώθηση για την εξέλιξη του τεχνολογικού τομέα και σταδιακά άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cardwell, D. (2004), Ιστορία της τεχνολογίας, Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο
- Burns, E. M. (2020), Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο Δυτικός Πολιτισμός, Νεότεροι Χρόνοι, Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο
- Lindemann, A. S. (2014), Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης. Από το 1815 μέχρι σήμερα, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική