Της Δήμητρας Αργυρού,
Μια από τις πιο διάσημες, αλλά συνάμα ηθικά διφορούμενες, νομικές υποθέσεις ήταν η “Re A” (συζευγμένα δίδυμα). Η υπόθεση αφορά τις δίδυμες Rosie και η Gracie Attard, γεννηθείσες στις 8 Αυγούστου του 2000 ως συζευγμένα δίδυμα στην κοιλιακή χώρα. Τα ιατρικά στοιχεία έδειξαν ότι η Gracie συντηρούσε τη ζωή της Rosie. Η τελευταία είχε επιζήσει από τη γέννησή λόγω μιας κοινής αρτηρίας που παρείχε η Gracie. Σύμφωνα με ιατρικές αποδείξεις, αν τα δίδυμα έμεναν ως είχαν, η Rosie τελικά θα ασκούσε υπερβολική πίεση στην Gracie και θα πέθαιναν και οι δύο.
Εάν οι αδελφές διαχωριζόντουσαν χειρουργικά, η Gracie είχε ποσοστό επιβίωσης 94%, με μικρό περιθώριο σφάλματος, αλλά η Rosie ήταν εγγυημένο ότι θα πέθαινε. Εάν αποφασιζόταν να αφεθούν ενωμένες, τότε το προσδόκιμο ζωής τους, το οποίο επιδεινωνόταν με ταχείς ρυθμούς, θα ήταν περίπου έξι μήνες.
Περαιτέρω, οι γονείς αρνήθηκαν να συναινέσουν στην εγχείρηση χωρισμού τους. Το ζευγάρι ήταν ευσεβείς Ρωμαιοκαθολικοί και πίστευαν ότι έπρεπε να επιτραπεί στη φύση να ακολουθήσει την πορεία της.
Οι γιατροί υπέβαλαν αίτηση στο δικαστήριο για να διαπιστωθεί ότι θα ήταν νόμιμο και προς το συμφέρον των παιδιών να χειρουργηθούν. Σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ο δικαστής Johnson αφέθηκε να αποφασίσει και καθοδηγήθηκε κυρίως από την υπόθεση Airedale NHS Trust v Bland, όπου κηρύχθηκε αποδεκτή η αφαίρεση της υποστήριξης ζωής.
Συνοπτικώς, στην προαναφερθείσα υπόθεση (Airedale NHS Trust v Bland), στην οποία στηρίχθηκε ο δικαστής, πραγματοποιήθηκε αφαίρεση ενός σωλήνα που τάιζε τον ασθενή Bland, έναν νεαρό που είχε τραυματιστεί όταν ήταν 17 ετών και έκτοτε ζούσε με τη βοήθεια μηχανημάτων υποστήριξης ζωής, σε μια μόνιμη φυτική κατάσταση χωρίς σημάδια βελτίωσης. Οι γιατροί, που δεν μπορούν να έχουν την άρνηση ή συγκατάθεση του ασθενούς στις προκείμενες καταστάσεις, οφείλουν να ενεργούν προς το συμφέρον του ασθενούς, αλλά αυτό δεν μεταφράζεται απαραιτήτως ως παράταση της ζωής.
Ο δικαστής, λοιπόν, για την υπόθεση των διδύμων αποφάνθηκε ότι ο χωρισμός δεν θα συνιστούσε δολοφονία, αλλά μια περίπτωση «παθητικής ευθανασίας», κατά την οποία η τροφή και η ενυδάτωση θα αποσύρονταν. Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν τέλει, ενέκρινε τη δήλωση με το επιχείρημα ότι: η επιχείρηση αυτή, πράγματι, λόγω της αυξημένης εξάρτησης της Rosie από τη Gracie, θα έμοιαζε με απόσυρση υποστήριξης, δηλαδή παράλειψη, παρά με θετική πράξη (ενέργεια). Επίσης, ο θάνατος της Rosie, αν και αναπόφευκτος, δεν θα ήταν ο πρωταρχικός σκοπός της επιχείρησης. Κατά τη διάρκεια των νομικών διαβουλεύσεων τους δόθηκαν τα δημόσια ψευδώνυμα Jodie (Gracie) και Mary (Rosie), αντίστοιχα, για την προστασία των ταυτοτήτων τους.
Οι γονείς, όπως ήταν φυσικό, άσκησαν έφεση, με το σκεπτικό ότι ο δικαστής Johnson υπέκυψε σε σφάλμα ως προς την απόφασή, κρίνοντας ότι η επέμβαση ήταν (i) προς το συμφέρον της Rosie, (ii) ότι ήταν προς το συμφέρον της Gracie και (iii) ότι σε κάθε περίπτωση θα ήταν νόμιμο.
Το Εφετείο συμφώνησε ως προς την απόφαση, αλλά ανέδειξε διαφορετική αιτιολόγηση. Οι τρεις δευτεροβάθμιοι δικαστές εξέθεσαν αντικρουόμενα νομικά σκεπτικά.
Ο δικαστής Alan Ward επικαλέστηκε την έννοια της αυτοάμυνας, υποδηλώνοντας ότι: «Αν Rosie μπορούσε να μιλήσει, σίγουρα θα διαμαρτυρόταν. Σταμάτα, Gracie, με σκοτώνεις». Η Ward επικαλέστηκε την έννοια της αυτοάμυνας, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν νόμιμο για τους γιατρούς να αφαιρέσουν την απειλή του θανατηφόρου τραυματισμού που της παρουσίαζε η αδερφή της. Αν η Gracie μπορούσε να μιλήσει, είπε χαρακτηριστικά, σίγουρα θα διαμαρτυρόταν: «Σταμάτα, Rosie, με σκοτώνεις». Όσον αφορά, το θέμα της οικογένειας, σύμφωνα με τον Ward, πρέπει να εξεταστεί η βαρύτητα που δίνεται στη γονική αντίρρηση, ειδικά όπου αυτή υποστηρίζεται από θρησκευτικές πεποιθήσεις και στην εξισορρόπηση με τις αντικρουόμενες εκτιμήσεις ευημερίας των διδύμων.
Επιπροσθέτως, ο δεύτερος δικαστής, Henry Brooke, σημειώνει πως το πιο δύσκολο ζήτημα για τη νομιμότητα της χειρουργικής επέμβασης, ήταν ότι αυτή θα περιλάμβανε αναπόφευκτα τη διενέργεια ορισμένων θετικών πράξεων που θα προκαλούσαν τον θάνατο της Rosie. Εν συνεχεία, ο ίδιος επικαλέστηκε την αναγκαιότητα ως άμυνα, στηριζόμενος στην υπόθεση Regina v Dudley and Stephens (1884), αγγλική ποινική υπόθεση που αφορούσε κανιβαλισμό επιβίωσης μετά από ένα ναυάγιο και κατοχύρωσε ως κοινό δίκαιο ότι η αναγκαιότητα δεν αποτελεί υπεράσπιση σε μια κατηγορία για φόνο. Υπάρχουν τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του δόγματος της αναγκαιότητας, που ομοιάζει με την αρχή της αναλογικότητας:
(i) η πράξη είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί το αναπόφευκτο και ανεπανόρθωτο κακό (προσφορότητα).
(ii) δεν πρέπει να γίνουν περισσότερα από όσα είναι ευλόγως αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού (αναγκαιότητα).
(iii) το κακό που προκαλείται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογο με το κακό που αποφεύγεται (εν στενή εννοία –stricto sensu— αναλογικότητα).
Ο δικαστής Brooke θεώρησε ότι και οι τρεις αυτές απαιτήσεις ικανοποιούνται.
Τέλος, ο δικαστής Robert Walker εστίασε στην ηθικά κατανοητή πρόθεση των χειρουργών και στην εμπειρία και γνώση των γιατρών. Αναλυτικότερα, πραγματοποίησε την ακόλουθη συλλογιστική:
(i) Τα συναισθήματα των γονέων των διδύμων δικαιούνται μεγάλο σεβασμό, ειδικά στο βαθμό που βασίζονται σε θρησκευτικές πεποιθήσεις. Όμως, εφόσον το θέμα έχει παραπεμφθεί στο δικαστήριο, το δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει κατά την καλύτερη κρίση του ως προς το συμφέρον των διδύμων.
(ii) Ο δικαστής υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, εξομοιώνοντας την προτεινόμενη χειρουργική επέμβαση με τη διακοπή της ιατρικής περίθαλψης. Επομένως, το Εφετείο πρέπει να σχηματίσει τη δική του άποψη.
(iii) Η Rosie έχει δικαίωμα στη ζωή, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο της Αγγλίας και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Θα ήταν παράνομο να σκοτώσει κανείς τη Rosie εκ προθέσεως, δηλαδή να αναλάβει μια επιχείρηση με πρωταρχικό σκοπό να τη σκοτώσει.
(iv) Αλλά και η Gracie έχει δικαίωμα στη ζωή.
(v) Το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή συνεπάγεται, ως εγγενές μέρος του, δικαιώματα σωματικής ακεραιότητας και αυτονομίας, εμπερικλείει και το δικαίωμα να έχει το σώμα του ολόκληρο και (όταν φτάσει σε ηλικία κατανόησης) να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με αυτό.
(vi) Από τραγική ατυχία, η Gracie και η Rosie έχουν στερηθεί και οι δύο τη σωματική ακεραιότητα και την αυτονομία που είναι το φυσικό τους δικαίωμα. Υπάρχει ισχυρή πιθανολόγηση ότι μια επιχείρηση διαχωρισμού τους θα ήταν προς το συμφέρον και των δυο.
(vii) Σε αυτή την περίπτωση, ο σκοπός της επέμβασης θα ήταν να χωρίσει τα δίδυμα και έτσι να δώσει στην Gracie προοπτικές για μια καλή και φυσιολογική ζωή. Ο θάνατος της Rosie δεν θα ήταν ο σκοπός της επιχείρησης, αλλά αναπόφευκτη συνέπειά της. Η εγχείρηση θα της έδινε, ακόμη και σε θάνατο, ακεραιότητα του σώματος ως ανθρώπου. Θα πέθαινε, επειδή το σώμα της δεν μπορεί να συντηρήσει τη ζωή της.
(viii) Η συνέχιση της ζωής της Gracie δεν θα είχε κάποια άλλη επιπλοκή, εκτός από ενδεχόμενο πόνο και δυσφορία, αν πράγματι μπορεί να νιώσει οτιδήποτε.
(ix) Συνεπώς, η προτεινόμενη πράξη θα είναι προς το συμφέρον και των δύο διδύμων. Η απόφαση δεν απαιτεί από το δικαστήριο να εκτιμά τη μια ζωή πάνω από την άλλη.
(x) Η προτεινόμενη πράξη δεν θα ήταν παράνομη. Θα περιλάμβανε τη θετική πράξη της επεμβατικής χειρουργικής και ο θάνατος της Rosie θα προβλεπόταν ως αναπόφευκτη συνέπεια μιας επέμβασης που ήταν απαραίτητη και για να σώσει τη ζωή της Gracie, χωρίς σκοπό το θάνατο της Rosie.
Σύμφωνα με τον Νόμο για τα παιδιά του 1989, ο οποίος θέτει την ευημερία του παιδιού ως πρωταρχικής σημασίας, το εφετείο βεβαιώθηκε ότι δεν θα έπρεπε να υπερισχύσουν οι επιθυμίες των γονέων και ότι είχε το δικαίωμα να θέσει τα συμφέροντα ευημερίας του βιώσιμου παιδιού πάνω από τα μη βιώσιμη αδερφή.
Καταληκτικά, η έφεση απορρίφθηκε και κρίθηκε πως η χειρουργική επέμβαση μπορούσε νόμιμα να προχωρήσει. Ακολούθησε 20ωρη επιχείρηση διαχωρισμού των διδύμων, η οποία έλαβε χώρα στις 7 Νοεμβρίου 2000. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Gracie επέζησε από την επέμβαση και η Rosie πέθανε. Η Gracie μίλησε δημοσίως στα ΜΜΕ το 2014, ανέφερε πως θέλει να γίνει γιατρός και ζει πλέον μια φυσιολογική ζωή, ενώ η οικογένεια έχει αποκτήσει ακόμα ένα κορίτσι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ