Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Η Κερένια κούκλα αποτελεί ένα έργο στο οποίο γίνεται συχνή αναφορά, ίσως γιατί με αυτό ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος καθιερώθηκε στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε το 1867 στην Αθήνα και πέθανε το 1911. Αν και ξεκίνησε τις σπουδές του με την επιστήμη της Ιατρικής στην Αθήνα, στην πορεία την εγκατέλειψε και μετέβη στη Βιέννη, όπου σπούδασε Φιλολογία και στη συνέχεια εργάστηκε εκεί για τέσσερα χρόνια, από το 1895 έως το 1899. Το 1901 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ίδρυσε τη Νέα Σκηνή, η οποία αποτελεί σταθμό στην Ιστορία του θεάτρου στην Ελλάδα.
Όσον αφορά το έργο του, οι πρώτες του προσπάθειες, δηλαδή η ποιητική συλλογή Orphische Lieder και το πρώτο θεατρικό κείμενό του που φέρει τον τίτλο Die graue Frau, αποτυπώθηκαν στη γερμανική γλώσσα. Αναφορικά με την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα, προχώρησε στην παραγωγή δύο πεζογραφικών έργων: το 1908 εκδίδεται Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισσάβετ και το 1911 Η Κερένια κούκλα, που θα μας απασχολήσει παρακάτω. Ως προς τα θεατρικά τεκταινόμενα, εκτός από την ίδρυση της Νέας Σκηνής, σημαντική είναι η συμβολή του και σε επίπεδο συγγραφής θεατρικών έργων, αφού παρέδωσε τρία (Τα τρία φιλιά˙ Τραγική σονάτα σε τρία μέρη, Η σταχυά γυναίκα, Ο κοντορεβυθούλης).
Το «αθηναϊκό μυθιστόρημα», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, δημοσιεύτηκε αρχικά το 1908 σε συνέχειες στις εφημερίδες Πατρίς και Νέον Άστυ, ενώ η αυτοτελής έκδοσή του πραγματοποιήθηκε το 1911, μετά τον θάνατο του συγγραφέα.
«Θα σας πω μια ιστορία απλή και λυπητερή –γιατί απλή και λυπητερή είναι και η ζωή», δηλώνει ο Χρηστομάνος ξεκινώντας το έργο του, αναφερόμενος σε αυτό που πρόκειται να συναντήσει ο αναγνώστης διαβάζοντάς το. Η απλή και λυπητερή ιστορία εστιάζει στη Βεργινία, τον σύζυγό της, Νίκο, και τη νεαρή Λιόλια, η οποία στην πορεία της αφήγησης εμπλέκεται στην ιστορία τους.
Παρακολουθούμε τη ζωή της, μεγαλύτερης ηλικιακά, Βεργινίας και του Νίκου, ενός παντρεμένου ζευγαριού, που εκτυλίσσεται με φόντο την Αθήνα, στην περιοχή του Φιλοπάππου, και την τραγική τροπή που παίρνει, καθοδηγούμενη από τη Μοίρα, την οποία επικαλείται ο συγγραφέας. Καθώς η υγεία της γυναίκας εξασθενεί και δεν παρατηρείται βελτίωση, ως λύση προτείνεται ο ερχομός της Λιόλιας, προκειμένου να αναλάβει τόσο τη φροντίδα της Βεργινίας όσο και του σπιτιού. Πώς, όμως, επηρεάζει η παρουσία του νεαρού κοριτσιού την εξέλιξη της ιστορίας; Με την εικόνα της Λιόλιας να παρουσιάζεται εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτήν της καταβεβλημένης Βεργινίας, δηλαδή να είναι νέα, όμορφη και να σφύζει από ζωή, και με τη Βεργινία να «λιώνει» από την ασθένεια, ο Νίκος απομακρύνεται από εκείνη και, συγχρόνως, βρίσκει ζωή στο πρόσωπο της κοπέλας.
Ο θάνατος της γυναίκας μπορεί αρχικά να έφερε κάποιου είδους λύτρωση, εντούτοις δρα καταλυτικά στη συνέχεια της αφήγησης. Η κοπέλα παίρνει τη θέση της νεκρής στο σπίτι, κοιμάται στο κρεβάτι της, «σκοτείνιασ’ η ψυχή της». Η Βεργινία πέθανε, αλλά είναι διαρκώς παρούσα, ακόμη και στο μωρό του Νίκου και της Λιόλιας, του οποίου η ομοιότητα με εκείνη είναι έκδηλη, καθώς περιγράφεται χλωμό, με κόκκινα μαλλιά και «τα κόκκαλα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια», χαρακτηριστικά που έχουν σε προγενέστερο στάδιο αποδοθεί στη νεκρή. Ακόμη και τα πρώτα ρούχα του κοριτσιού, λόγω της πρόωρης γέννησης, είναι οι παλιές φανέλες της.
Η Λιόλια βλέποντας την «κερένια κούκλα», όπως χαρακτηρίζεται, και ενθυμούμενη τη Βεργινία, πηγαίνει στον τάφο της, προκειμένου να της ζητήσει να ζήσει το παιδί, στο οποίο σκόπευε να δώσει και το όνομά της, αν και κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η κατάληξη του μωρού είναι ίδια με αυτή της Βεργινίας, δηλαδή πεθαίνει και θάβεται «στα πόδια του τάφου» της. Η Λιόλια, τελικά, χάνει ό,τι ακριβώς έχασε η Βεργινία: ένα παιδί και τον Νίκο, ο οποίος δολοφονείται.
Σε δεύτερο ρόλο συναντάμε την κοινωνία, η οποία είναι παρούσα στα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, και μέσω του σχολιασμού των ηρώων και των παθών τους, δίνεται στον αναγνώστη μια γεύση για την αντιμετώπιση τέτοιου είδους καταστάσεων από τον κοινωνικό περίγυρο. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να κάνει λόγο για «κακογλωσσιά», η οποία στοχεύει όλους τους πρωταγωνιστές ανεξαιρέτως, είτε πρόκειται για την αδυναμία της Βεργινίας να αποκτήσει παιδί και να αναρρώσει είτε για τον δεσμό του Νίκου και της Λιόλιας.
Ενδιαφέρον στοιχείο στην Κερένια κούκλα συνιστά η μετατόπιση του χώρου από την επαρχία, που σε μεγάλο βαθμό δέσποζε στη λογοτεχνική παραγωγή, στη μεγάλη πόλη, την Αθήνα, κάτι που επισημαίνεται και από τον κριτικό Άλκη Θρύλο. Ο Χρηστομάνος, επιπλέον, προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό μια λεπτομερή εικόνα της Αθήνας μέσω περιγραφών, οι οποίες αφορούν τόπους, συμπεριφορές, συνήθειες της εποχής, κ.ά. Παράλληλα με τη ρεαλιστική απόδοση της εποχής και της κοινωνίας, εντοπίζεται και το λυρικό στοιχείο, το οποίο γίνεται αντιληπτό στις περιγραφές της φύσης, με τα τριαντάφυλλα, τα πουλιά, τη Σελήνη, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, αλλά και τα φιλιά.
Η επιλογή της δημοτικής γλώσσας την περίοδο εκείνη, κατά την οποία υφίσταται ακόμα το γλωσσικό ζήτημα, στέρησε ίσως την ευκαιρία ευρύτερης διάδοσης του εν λόγω έργου, καθώς, όπως μας πληροφορεί ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, «πολλοί απηξίωσαν να το αναγνώσουν δια την γλώσσαν». Ωστόσο, η ίδια επιλογή, σήμερα, το καθιστά ευχάριστο ανάγνωσμα.
«Έφυγε» νωρίς ο πολυπράγμων Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, όμως παραμένει παρών μέσω του έργου του, το οποίο κατά καιρούς επανεκδίδεται και έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, αλλά και στη θεατρική σκηνή, που ο ίδιος λάτρευε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Θρύλος Άλκης, «Κωνσταντίνος Χρηστομάνος», Νέα Εστία, 1937, τχ. 250, σσ. 246-250.
- Ξενόπουλος Γρηγόριος, «Επιφυλλίδες», Παναθήναια, 1908, τχ. 183, σσ. 90-91.
- Χρηστομάνος Κωνσταντίνος, Η κερένια κούκλα, Νεφέλη, Αθήνα, 1988