Της Ειρήνης Διακρούση,
Το δικαίωμα ψήφου των γυναικών είναι ένα από τα κυριότερα θέματα που δεν διδαχθήκαμε διεξοδικά στα σχολεία. Θεωρούμε ότι κάποια δεδομένη χρονική στιγμή κατοχυρώθηκε αυτό –όπως και όλα τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα – αγνοώντας τους αγώνες όλων αυτών των γυναικών ανά τους αιώνες με στόχο τη διεκδίκησή του. Μάλιστα, είναι ένα ζήτημα που θίχτηκε πρώτη φορά οργανωμένα από τις σουφραζέτες στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τον 19ο αιώνα, όμως, τελικά, κατοχυρώθηκε κατά τον 20ό.
Εξαίρεση αποτελεί η Νέα Ζηλανδία, η πρώτη χώρα, δηλαδή, που κατοχύρωσε το καθολικό δικαίωμα ψήφου των γυναικών στις βουλευτικές εκλογές το 1893. Επικεφαλής του κινήματος των σουφραζετών της Νέας Ζηλανδίας ήταν η Kate Sheppard, υπό την καθοδήγηση της οποίας το 1891, το 1892 και το 1893 συντάχθηκαν μια σειρά από τεράστιες αναφορές που καλούσαν το Κοινοβούλιο να παραχωρήσει την ψήφο στις γυναίκες. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί πως την προηγούμενη δεκαπενταετία είχαν προταθεί τρία νομοσχέδια που διεύρυναν την ψήφο στις γυναίκες, τα οποία, δυστυχώς, καταψηφίστηκαν. Η Sheppard, όμως, στο διάστημα 1891-1893 κατάφερε να συγκεντρώσει σχεδόν 32.000 υπογραφές γυναικών για τη διεύρυνση της γυναικείας ψήφου.
Βέβαια, οι κινήσεις αυτές δεν έγιναν χωρίς αντιδράσεις. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890, ο πολιτικός Henry Smith προσλάμβανε καμβάδες που κυκλοφορούσαν ιδέες κατά της γυναικείας ψήφου σε pub και συγκέντρωνε πλαστές υπογραφές. Μάλιστα, το 1893 ο πρωθυπουργός Richard Seddon προσπάθησε να τορπιλίσει τα αιτήματα των σουφραζετών με κρυφές τακτικές, αλλά απέτυχε. Το νομοσχέδιο υπέρ του εκλογικού δικαιώματος των γυναικών εγκρίθηκε με 20 ψήφους υπέρ και 18 κατά. Εν τέλει, στις 19 Σεπτεμβρίου ο Κυβερνήτης Λόρδος Glasgow υπέγραψε το νομοσχέδιο.
Τη Νέα Ζηλανδία ακολούθησαν η Αυστραλία το 1902, η Φινλανδία το 1906 και η Νορβηγία το 1913. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και τα αποτελέσματά του επέκτειναν το κίνημα των σουφραζετών σε όλο τον κόσμο. Το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών κατοχυρώθηκε πρώτα στη Ρωσία τον Ιούλιο του 1917 από την προσωρινή κυβέρνηση του Georgy Lvov, που προέκυψε μετά την παραίτηση του Τσάρου Νικολάου Β’. Έπειτα, ακολούθησαν το 1917 ο Καναδάς, το 1918 η Γερμανία, η Αυστρία και η Πολωνία, το 1919 η Τσεχοσλοβακία, το 1920 οι ΗΠΑ και η Ουγγαρία, το 1922 η Βιρμανία, το 1929 ο Ισημερινός, το 1930 η Βόρεια Αφρική, το 1932 η Βραζιλία, η Ουρουγουάη και η Ταϊλάνδη, το 1934 η Τουρκία και η Κούβα και, τέλος, το 1937 οι Φιλιππίνες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποικιοκρατούμενης χώρας είναι ο Καναδάς. Σαφέστερα, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, σε κάποιες περιοχές της χώρας, οι γυναίκες που πληρούσαν ορισμένα κριτήρια ιδιοκτησίας είχαν αποκτήσει το δικαίωμα ψήφου ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, το οποίο καθυστέρησε να γενικευτεί σε όλες τις ενήλικες γυναίκες της χώρας ως το 1917. Πρέπει να τονίσουμε ότι, στις βρετανικές αποικίες, οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι έγχρωμες γυναίκες, για να διεκδικήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, ήταν ακόμη εντονότερες συγκριτικά με τους έγχρωμους άνδρες και τις λευκές γυναίκες. Ταυτόχρονα, το εκλογικό δικαίωμα σε πολλές περιπτώσεις είχε ακόμα και ταξικές αναφορές, καθώς οι ευγενείς και πλούσιες γυναίκες το απέκτησαν γρηγορότερα.
Σε αυτό το σημείο, άξιο σημείο αναφοράς είναι η ίδια η Μεγάλη Βρετανία, η χώρα στην οποία γεννήθηκε το κίνημα των σουφραζετών. Πριν το 1918, μόλις το 58% του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού είχε δικαίωμα ψήφου. Το 1918, το εκλογικό δικαίωμα διευρύνθηκε σε όλους τους άνδρες άνω των 21 ετών (μόνο που στους άνδρες των ενόπλων δυνάμεων άνω των 19 ετών) και στις γυναίκες άνω των 30 ετών, που πληρούσαν ορισμένα κριτήρια ιδιοκτησίας. Το 1928, με την ψήφιση του “Equal Franchise Act” οι γυναίκες άνω των 21 ετών απέκτησαν ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες.
Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία, η Κίνα και το 1949 η Ινδία προστέθηκαν στη λίστα.
Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την περίπτωση της Ελλάδας. Οι πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες διεκδίκησαν κυρίως την κατοχύρωση των αστικών τους δικαιωμάτων, επιμένοντας στην εργασία και στη μόρφωση. Η διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών τέθηκε εντονότερα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Το διάστημα 1919-1936, το ζήτημα αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα τη Βουλή και τον Τύπο, με αποτέλεσμα το 1930 να κατοχυρωθεί πλέον το δικαίωμα ψήφου των εγγραμμάτων γυναικών άνω των 30 ετών στις δημοτικές εκλογές.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την Απελευθέρωση της χώρας, το αίτημα για την κατοχύρωση της γυναικείας ψήφου επανήλθε. Υπήρξε μια συνεργασία από όλους τους πολιτικούς χώρους, η οποία, όμως, σταμάτησε με τον Εμφύλιο Πόλεμο το 1947. Το Σύνταγμα του 1952 περιείχε μία ερμηνευτική δήλωση που έδωσε τη δυνατότητα στη Βουλή να συντάξει νόμο, ο οποίος θα απένειμε στις γυναίκες εκλογικά δικαιώματα για τις βουλευτικές εκλογές. Έτσι, στις 7 Ιουνίου 1952, με τον νόμο 2159, κατοχυρώθηκε το εκλογικό δικαίωμα των ενηλίκων γυναικών στις βουλευτικές εκλογές, επρόκειτο για αποτέλεσμα πιέσεων διεθνών και ελληνικών οργανισμών και ξένων κυβερνήσεων.
Μια χώρα που καθυστέρησε ως το 1971 να κατοχυρώσει το δικαίωμα ψήφου των γυναικών ήταν η Ελβετία. Στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, η κυβέρνηση ήθελε να εισαγάγει την υποχρέωση των γυναικών να συμμετέχουν σε υπηρεσίες πολιτικής προστασίας. Όμως, το ζήτημα που τέθηκε σχετίζεται με το πώς θα επέβαλαν νέες υποχρεώσεις στις γυναίκες χωρίς το δικαίωμα ψήφου. Έτσι, το 1958 και τα δύο Κοινοβούλια ψήφισαν νομοσχέδιο που θα παραχωρούσε αυτό το δικαίωμα, όμως ναυάγησε με το δημοψήφισμα που έγινε. Το 66,9% των ψηφοφόρων –όλοι άντρες– ψήφισαν κατά του νομοσχεδίου.
Το 1968, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο εξέτασε την υπογραφή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς να αποδεχθεί τη ρήτρα που αφορά τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών. Μπροστά στις μαζικές διαμαρτυρίες γυναικείων οργανώσεων, η ελβετική κυβέρνηση οργάνωσε δημοψήφισμα, το οποίο ψηφίστηκε θετικά. Ως αποτέλεσμα σημειώθηκε, το 1971, οι Ελβετές να κερδίσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
Η τελευταία χώρα που παραχώρησε το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών σε δημοτικό επίπεδο είναι η Σαουδική Αραβία το 2015, η οποία έχει το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας και, συνεπώς, δεν γίνονται βουλευτικές εκλογές. Οι γυναίκες υποψήφιες έπρεπε να μιλήσουν πίσω από ένα χώρισμα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους ή να εκπροσωπηθούν από έναν άνδρα.
Συνοψίζοντας, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι είναι ένα δικαίωμα που θεωρούμε δεδομένο ως πολίτες του Δυτικού Κόσμου, αλλά για πολλές γυναίκες σε άλλα μήκη και πλάτη της γης αποτελεί ένα μακρινό όνειρο. Επομένως, θα ήθελα να παροτρύνω όλους μας να είμαστε περισσότερο συνειδητοποιημένοι γι’ αυτήν τη δυνατότητα που μας παραχωρεί η πολιτεία, ώστε στις εκλογικές περιόδους να μην απέχουμε από αυτό το δικαίωμα που διαθέτουμε ως πολίτες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Από την ιστοσελίδα Britannica, στο “Women’s Suffrage”, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα New Zealand History, στο “Women and the vote”, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα The Canadian Encyclopedia, στο “Women’s Suffrage”, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα Red Yellow Blue, στο “Women’s Day Russia July 20”, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα UK Parliament, “Women Get The Vote”, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα Foundation Parliament, στο «Το δικαίωμα ψήφου των γυναικών και η παρουσία τους στην πολιτική ζωή άλλοτε και σήμερα», Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα The Swiss Parliament, στο “Women’s Suffrage in Switzerland 100 Years Of Struggle”, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα BBC News, στο “Saudi Arabia’s Women Vote In Election For The First Time”, Διαθέσιμο εδώ