Της Αλεξάνδρας Γκασδρόγκα,
Με μια απότομη κίνηση του χεριού του σταματά η ορχήστρα να παίζει κι εκείνος μένει ακίνητος. Αν έστριβε κανείς να του μιλήσει, θα έβλεπε τα μάγουλά του υγρά, το μέτωπό του ιδρωμένο, το χέρι του να τρέμει και δυο μάτια συγκινημένα να λάμπουν. Υποκλίνεται βαθιά στους μουσικούς του και, στη συνέχεια, στρέφεται στο κοινό που τον χειροκροτεί ενθουσιασμένο.
Ο λόγος για τον Λέοναρντ Μπέρνστάιν, που διηύθυνε τη φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, το 1959, στην «Πέμπτη Συμφωνία» του Σοστακόβιτς. Έναν από τους κορυφαίους μαέστρους και συνθέτες των καιρών μας, ιδιαίτερα αγαπητό στους μουσικούς και τον κόσμο που συνεργαζόταν μαζί του. Αγαπητός για τον τρόπο που «αγκάλιαζε» το σύνολο που είχε μπροστά του: που το ενέπνεε, το παρακινούσε και, στο τέλος, το έπειθε με τον δικό του μοναδικό τρόπο να βουτήξει στην ουσία του μουσικού κειμένου και να ενωθεί μέσα από αυτό με το κοινό, στον άξονα του συναισθήματος. Που χαμογελούσε με τα μάτια του στους μουσικούς, όπως οι ίδιοι αναφέρουν, και, χρησιμοποιώντας ολόκληρο το σώμα του, έδινε τον ρυθμικό και μουσικό παλμό στην ορχήστρα.
Στον αντίποδα αυτού του είδους μαέστρων, θα μπορούσε κανείς να τοποθετήσει τον Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν, επίσης έναν από τους καλύτερους αρχιμουσικούς του εικοστού αιώνα. Το προφίλ στον τομέα της διαπροσωπικής επικοινωνίας παίρνει τώρα στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών: διευθύνοντας με μάτια κλειστά, δημιουργεί έναν τοίχο μεταξύ του ίδιου και των μουσικών. Με δυναμισμό και αυστηρότητα προτάσσει σθεναρά το εγώ του στο μουσικό ταξίδι της σύμπραξης με την ορχήστρα και επιδιώκει να στρέψει την προσοχή επάνω του. Αν και κορυφαία καλλιτεχνική προσωπικότητα, για τους μουσικούς ορχήστρας καθίσταται απαιτητικός, δύσκολος και, κατ’ επέκταση, λιγότερο αγαπητός.
Ικανότατοι μουσικοί και οι δύο, με καλλιτεχνικό έργο της ίδιας εμβέλειας, αλλά τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Υπάρχει, άραγε, μια σωστή και μια λάθος προσέγγιση; Εκ πρώτης όψεως θα έγνεφε κανείς αποφατικά, σκεπτόμενος ότι ο κάθε μαέστρος με τη δική του προσωπικότητα και ανθρώπινη πλευρά πλησιάζει το σύνολο που κυκλώνει το πόντιουμ, χωρίς να υπόκειται η συμπεριφορά του σε κάποιου είδους νόρμες. Παρ’ όλα αυτά, προς μια πρώιμη αξιολόγηση της συμπεριφοράς ενός αρχιμουσικού, χρειάζεται να προσέξει κανείς τον ανθρώπινο παράγοντα που καθιστά το ορχηστρικό σύνολο λιγότερο ομοιογενές απ’ όσο το έχουμε στο μυαλό μας. Κάθε μουσικός ορχήστρας αποτελεί μοναδική και διαφορετική από κάθε άλλη γύρω του προσωπικότητα, με αγάπη γι’ αυτό που κάνει και διάθεση να συμπράξει στο κατ’ εξοχήν σύνολο της κλασικής, γενικευμένα, μουσικής.
Ο μαέστρος με την καλλιτεχνική, αλλά πρωτίστως με την ανθρώπινη ιδιότητά του, καλείται να ενώσει όλα αυτά τα κομμάτια του παζλ που διαφέρουν μεταξύ τους στα χρώματα, την υφή, το σχήμα και το ταίριασμα: να συγκεράσει, με άλλα λόγια, τα επί μέρους διαφορετικά αυτά συστατικά. Επικοινωνιακός, ανοιχτός και ευγενικός, υποστηρίζοντας, βέβαια, τις μουσικές του ιδέες, χρειάζεται να εργαστεί εξ αρχής προς την οικοδόμηση ενός όμορφου κλίματος αλληλεπίδρασης με τους μουσικούς. Μόνο έτσι και έχοντας βαθιά γνώση ο ίδιος πρώτα του μουσικού κειμένου που καλείται με τα χέρια του να αποδώσει λεπτομερώς, θα συνεργαστεί με την ορχήστρα για να προσφέρει στο κοινό το καλύτερο δυνατό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, σε ένα μουσικό ταξίδι που, εν τέλει, όλοι θα απολαύσουν.